Γράφει η Αγλαΐα Ορφανίδου
Η υπόθεση της διώρυγας Beagle είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις εδαφικών διαφορών που φτάνουν στο Διεθνές Δικαστήριο, με διάδικους τη Χιλή και την Αργεντινή. Τέτοιου είδους διαφορές ανάμεσα στα κράτη είναι από τις πιο έντονες και δυσχερείς. Εξάλλου, το έδαφος αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του κράτους, και επομένως είναι λογικό κάθε κράτος να επιθυμεί μεγάλες εκτάσεις εδάφους να βρίσκονται υπό την κυριαρχία του. Ενώ στη Λατινική Αμερική μετά την αποικιοκρατία εφαρμόστηκε η αρχή Uti possidetis που προέβλεπε ότι τα σύνορα μεταξύ των νέων κρατών παραμένουν ως είχαν επί αποικιοκρατίας, στη περίπτωση της Χιλής και της Αργεντινής υπήρξαν αρκετές συνθήκες εδαφικού διακανονισμού μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους ενώ ακολούθησε και ένα καθεστώς διαιτησίας από τη Μεγάλη Βρετανία. Η εδώ εξεταζόμενη υπόθεση δε, χρονολογείται το 1977.
Γεωγραφικά η διώρυγα Beagle βρίσκεται στο αρχιπέλαγος της Γης του Πυρός, δηλαδή στο νοτιότερο άκρο της Νοτίου Αμερικής. To αρχιπέλαγος αποτελείται από το κύριο νησί της Γης του Πυρός καθώς και από 3 μικρότερα νησιά Picton-Nweva-Lennon. Η Γη του Πυρός βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χώρες με κοινή γλώσσα που όμως οι λαοί τους μισιούνται μεταξύ τους: πρόκειται για την Αργεντινή και τη Χιλή.
Η Αργεντινή ελέγχει το ανατολικό μισό του κυρίως νησιού και η Χιλή το δυτικό μισό. Ο έλεγχος του πορθμού Beagle είναι σημαντικός γιατί προσφέρει οικονομικά οφέλη λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης αφού επιτρέπει την παράκαμψη του επικίνδυνου ακρωτηρίου Horn. Έτσι, διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα και κατ’ επέκταση το εμπόριο. Επομένως, τόσο η Χιλή όσο και η Αργεντινή επιθυμούσαν να ελέγξουν την περιοχή.
Αντικείμενο της διαφοράς ήταν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας στον Πορθμό Beagle καθώς και η κατοχή των 3 νησιών Picton-Nweva-Lennon. Πρόκειται για μια διαμάχη που κράτησε περισσότερο από 60 χρόνια. Υπογράφηκαν 3 πρωτόκολλα ανάμεσα στις δύο χώρες με σκοπό την επίλυση του ζητήματος με δικαστική απόφαση, αλλά κανένα δεν επικυρώθηκε. Η διαφορά πέρασε 2 φορές σε διαιτησία, την πρώτη φορά από τη Μεγάλη Βρετανία και τη δεύτερη από τον Πάπα ενώ αυτή είναι η τρίτη περίπτωση υπόθεσης που οι διάδικοι προσκομίζουν χάρτες στο δικαστήριο.
To 1881 υπογράφηκε «Η Συνθήκη των Συνόρων» η οποία καθορίζει τα σύνορα μεταξύ Χιλής και Αργεντινής στην επικράτεια της Παταγονίας. Συμφωνείται η αποκλειστική παρουσία της Αργεντινής στον Ατλαντικό Ωκεανό και της Χιλής στον Ειρηνικό. Και οι δύο όχθες του στενού του Μαγγελάνου παραχωρήθηκαν στη Χιλή, λόγω της παρουσίας της Χιλιανής πόλης Punta Arenas στη δυτική του ακτή. Επιπλέον, λόγω της στρατηγικής σημασίας του καναλιού Beagle για το εμπόριο, τα ύδατά του αναγνωρίσθηκαν ως ουδέτερα για να εξασφαλιστεί η ελεύθερη διέλευση πλοίων όλων των σημαιών. Το αρχιπέλαγος Tierra del Fuego νότια του Στενού χωρίστηκε μεταξύ των δύο εθνών και σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης δίνεται στη Χιλή η δυτική πλευρά και στην Αργεντινή η ανατολική. Το δε καθεστώς των συνόρων ως εξής: στην Αργεντινή θα περιέρχονταν τo Staten Island, τα μικρά νησιά δίπλα του και όσα νησιά υπάρχουν στον Ατλαντικό στα ανατολικά της Tierra del Fuego και στην ανατολική ακτή της Παταγονίας. Από την άλλη πλευρά, στη Χιλή παραχωρήθηκαν όλα τα νησιά στα νότια του Beagle Channel μέχρι το ακρωτήριο Horn, και αυτά που μπορεί να βρίσκονται δυτικά της Tierra del Fuego. Ωστόσο, η συνθήκη δεν εξέφραζε με κείμενο ή με χάρτη την πορεία των συνόρων στο Κανάλι Beagle, ούτε στο στόμιο του Ατλαντικού, όπου υπάρχουν πολλά νησιά και νησίδες, όπως τα νησιά Navarino, Picton, Lennox και Nueva, καθώς και το Αρχιπέλαγος Cape Horn.
Για δεκαετίες οι 2 χώρες δεν έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τον ακριβή προσδιορισμό των συνόρων και των υδάτινων χώρων λόγω της συμφωνίας που όριζε ότι η Αργεντινή θα έχει αποκλειστική παρουσία στον Ατλαντικό Ωκεανό και η Χιλή στον Ειρηνικό. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 τα οφέλη των εμπορικών συμφωνιών, τα αποθέματα πετρελαίου στην περιοχή, τα αλιευτικά δικαιώματα και μια αυξημένη διεθνής προσοχή προς την Ανταρκτική συνέβαλαν στο να στραφεί το ενδιαφέρον στην επίλυση του προβλήματος. Οι μεταβαλλόμενες συνέπειες της εδαφικής κυριαρχίας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου αύξησαν επίσης σημαντικά την αξία αυτών των νησιών για τις χώρες μετά το 1982 με τη Διεθνή Συνθήκη του ΟΗΕ περί Δικαίου της Θάλασσας.
Τα επιχειρήματα τις Χιλής είχαν ως εξής: με βάση το άρθρο 3 που αναφέρεται στη διαίρεση της Tierra del Fuego “έως ότου αγγίξει το κανάλι του Beagle”, η Χιλή υποστήριξε ότι η Αργεντινή δεν είχε πρόσβαση στα ύδατα στα νότια του νησιού σύμφωνα με σχετική αρχή. Επίσης, με βάση τη φράση «στη Χιλή θα ανήκουν όλα τα νησιά στα νότια του Beagle Channel μέχρι το Cape Horn», διακήρυξε την κυριαρχία όλων των νησιών που βρίσκονται εντός και νότια του Beagle Channel. Τέλος, τονίστηκε ότι το στενό του Μαγγελάνου παραχωρήθηκε στη Χιλή λόγω της ανθρώπινης παρουσίας.
Στον αντίποδα, τα επιχειρήματα της Αργεντινής σχετίζονταν με κάποιες πράξεις κυριαρχίας. Έκανε ακόμη έκκληση για την αρχή που εμπεριέχεται στη συνθήκη των συνόρων του 1856, θεωρώντας ότι από τη στιγμή που εφαρμόστηκε εδώ το δόγμα της uti possidetis, η Χιλή δεν είχε ποτέ πρόσβαση στα ύδατα του Ατλαντικού πριν από την ανεξαρτησία της. Τέλος, παρατέθηκε μία έρευνα της Αργεντινής που έδειχνε ότι τα νησιά Nueva και Picton, θα πρέπει να θεωρούνται περιοχή υπαγόμενη στην επικράτεια της Αργεντινής.
Το 1971 υπογράφηκε μεταξύ Αργεντινής και Χιλής μία συνθήκη που προέβλεπε, ότι η διαφορά θα περνούσε σε καθεστώς διαιτησίας από μια επιτροπή με επικεφαλής τη βασίλισσα της Αγγλίας. Η Αργεντινή ζήτησε η διαιτησία να διεξαχθεί από μια ομάδα αποτελούμενη από μέλη του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, οι αποφάσεις της οποίας όμως, θα χρειάζονταν τη συγκατάθεση της βασίλισσας. Η Χιλή συμφώνησε και απεδέχθη την επίλυση του ζητήματος με διαιτησία. Τα κράτη προσκόμισαν στο διαιτητικό δικαστήριο 3 είδη χαρτών προς απόδειξη χάραξης των συνόρων. Τελικά, στις 18 Φεβρουαρίου 1977, η βρετανική κυβέρνηση δημοσίευσε την απόφαση του δικαστηρίου, η οποία ευνοούσε τη Χιλή παραχωρώντας της τα 3 νησιά. Η θαλάσσια πρόσβαση της Αργεντινής στα λιμάνια στο κανάλι Beagle ήταν εγγυημένη, ελλείψει ρητής αντίθετης διάταξης. Τα σύνορα οριοθετήθηκαν κατά μήκος του κέντρου του καναλιού, επιτρέποντας την πλοήγηση και των 2 στα εθνικά ύδατα. Η πρόταση έγινε δεκτή μόνο από τη Χιλή.
Ακολούθησαν κάποια ιστορικά γεγονότα, το σημαντικότερο εκ των οποίων ήταν ότι στις 25 Ιανουαρίου 1978 η Αργεντινή κήρυξε άκυρη την απόφαση. Ακολούθως, άλλαξε και η θέση της Χιλής και τελικώς, οι δύο πλευρές πέρασαν σε διμερείς διαπραγματεύσεις. Η Αργεντινή αρνήθηκε την πρόσκληση της Χιλής να υποβάλλουν τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, και στις 25 Ιανουαρίου 1978 η Αργεντινή απέρριψε επισήμως την απόφαση διαιτησίας.
Ο Πρόεδρος της Αργεντινής, ο Αντιστράτηγος Jorge Rafael Videla και ο Στρατηγός Augusto Pinochet Ugarte, συναντήθηκαν στις 19 Ιανουαρίου 1978 στη Mendoza της Δημοκρατίας της Αργεντινής όπου ξεκίνησαν οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τη βελτίωση των διμερών σχέσεων Αργεντινής και Χιλής και την επίλυση των προβλημάτων που είχαν ανακύψει στα νότια με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης. Αυτό έθεσε τις βάσεις για την τελική συνάντηση στο Puerto Montt στις 20 Φεβρουαρίου 1978 όπου, συμφώνησαν το Puerto Mont Act, με το οποίο υποσχέθηκαν να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις ειρηνικά και δίκαια με βάση μια συγκεκριμένη τριφασική διαδικασία. Συνεπώς, συγκροτήθηκε σύστημα διαπραγμάτευσης που περιελάμβανε τρεις φάσεις, οι οποίες θα διενεργούντο από επιτροπές που απαρτίζονταν από εκπρόσωπους των δύο κυβερνήσεων.
Στη συνέχεια έγιναν κάποιες πολεμικές προσπάθειες. Στις 2 Νοεμβρίου 1978, έλαβε χώρα πλήρης κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων των 2 χωρών, τα στρατεύματα συσπειρώθηκαν στα σύνορα και το ναυτικό των 2 χωρών συσπειρώθηκε στα νότια. Για τη λήξη των εχθροπραξιών ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για διαιτησία από τον Πάπα, οι οποίες όμως ήταν άκαρπες. Ακολούθησε άλλη μια πολεμική προσπάθεια, η ονομαζόμενη Operación Soberanía (Επιχείρηση Κυριαρχίας). Αυτή προέβλεπε την εισβολή της Χιλής στα νησιά στις 22 Δεκεμβρίου. Τα στρατεύματα υποχώρησαν και στις 23 Δεκεμβρίου, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ ανακοίνωσε ότι στέλνει έναν προσωπικό εκπρόσωπο, τον Antonio Samore.
Σε επόμενη φάση συνάφθηκε και υπογράφηκε στο Μοντεβιδέο στις 8 Ιανουαρίου 1979 η Πράξη του Μοντεβιδέο (The Montevideo Act). Με αυτή, εκφράστηκε το αίτημα της Αργεντινής και της Χιλής προς τον Πάπα Ιώαννη Παύλο ΙΙ περί άσκησης καθηκόντων διαιτητή από τον ίδιο, στη διαφωνία τους σχετικά με τη νότια περιοχή, ρυθμίζοντας ταυτόχρονα τους όρους της διαιτησίας και έχοντας δεσμευτεί να μην προβούν σε βιαιότητες στις μεταξύ τους σχέσεις (με συμπληρωματική δήλωση).
Η Παπική Διαιτησία αποτελείται από 4 φάσεις: η πρώτη φάση, ξεκινάει με την άφιξη του Samore στο Buenos Aires στις 25 Δεκεμβρίου 1978 και περιλαμβάνει όλες τις συζητήσεις μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντεβιδέο. Η επόμενη, ξεκινάει από τον Μάιο του 1979, όταν οι αντιπροσωπείες της Χιλής και της Αργεντινής έφτασαν στη Ρώμη και διαρκεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1980, όταν ο Πάπας παρουσίασε την πρότασή του για επίλυση της διαφοράς η οποία και απορρίφθηκε από την Αργεντινή. Η τρίτη και μεγαλύτερη φάση, από τις αρχές του 1981 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1983, μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αργεντινή, χαρακτηρίστηκε από μακρές περιόδους διαπραγματεύσεων. Οι πιο σημαντικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η ανάκληση της Γενικής Συνθήκης και η προσπάθεια να καλυφθεί το νομικό κενό που είχε προκύψει εξαιτίας της προαναφερόμενης ανάκλησης, καθώς και ο πόλεμος των Φώκλαντ. H τελική φάση άρχισε όταν ο Raúl Alfonsín έγινε πρόεδρος της Αργεντινής στα τέλη του 1983 και ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Φιλίας του 1984.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1980 ο Πάπας προχώρησε στη διατύπωση πρότασης σε συνθήκες μυστικότητας προς τις 2 πλευρές. Η πρόταση είχε ως εξής: η Χιλή να διατηρήσει όλα τα νησιά και η Αργεντινή να έχει το δικαίωμα να διατηρήσει περιορισμένες εγκαταστάσεις όπως ραντάρ και μετεωρολογικούς σταθμούς σε ορισμένα νησιά, καθώς και να αποκτήσει σημαντικά δικαιώματα ναυσιπλοΐας. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ήταν η δημιουργία μιας ωκεάνιας περιοχής γνωστής ως Θάλασσα της Ειρήνης. Σε αυτόν τον τομέα, που εκτείνεται στα ανατολικά και νοτιοανατολικά των υπό αμφισβήτηση νησιών, τα χερσαία ύδατα της Χιλής περιορίζονται σε στενή χωρική θάλασσα, την οποία θα υποχρεωθεί να μοιράζεται με την Αργεντινή με ισότιμη συμμετοχή των δύο αυτών χωρών στην εκμετάλλευση πόρων, επιστημονική έρευνα και περιβαλλοντική διαχείριση. Πέρα από τα χερσαία ύδατα της Χιλής, θα υπήρχε μια ευρύτερη θαλάσσια ζώνη υπαγόμενη στην αρμοδιότητα της Αργεντινής, αλλά σε σχέση με την οποία θα τύγχαναν εφαρμογής οι ίδιες διατάξεις κατανομής που ίσχυαν για τα ύδατα της Χιλής. Η πρόταση αυτή ωστόσο απορρίφθηκε από την Αργεντινή.
Στις 21 Ιανουαρίου 1982, η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τη διμερή συνθήκη του 1972, η οποία προβλέπει προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο σε περίπτωση διαφορών. Η δε Χιλή από την πλευρά της, ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμα περί μονομερούς προσφυγής στο εν λόγω Δικαστήριο πριν από τη λήξη της συνθήκης στις 27 Δεκεμβρίου 1982.
Οι σχέσεις των δύο χωρών στην συνέχεια εντάθηκαν. Στις 28 Απριλίου 1981, ο στρατηγός Leopoldo Fortunato Galtieri, τότε αρχηγός του στρατού της Αργεντινής, διέταξε να κλείσουν τα σύνορα με τη Χιλή. Τον Μάρτιο του 1982, πριν από την έναρξη του πολέμου των Φώκλαντ, ένα πλοίο του ναυτικού της Αργεντινής, αγκυροβόλησε στο νησί Deceit, το οποίο βρισκόταν de facto υπό χιλιανή κυριαρχία από το 1881, και αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον κόλπο. Στις 2 Απριλίου 1982, η Αργεντινή εισέβαλε στις Νήσους Φώκλαντ επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την εισβολή στα αμφισβητούμενα νησιά στο κανάλι Beagle και την στρατιωτική κατοχή αυτών, όπως δήλωσε ο Basilio Lami Dozo, επικεφαλής της Πολεμικής Αεροπορίας της Αργεντινής. Από την άλλη, η Χιλή συνέδραμε τη Βρετανία κατά τη διάρκεια του πολέμου των Φώκλαντ το 1982 φοβούμενη μία μελλοντική επίθεση από την Αργεντινή.
Η τελική φάση της Παπικής Διαιτησίας, κατά την οποία επήλθε και ο θάνατος του Samore, έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Φιλίας. Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τις συμβουλές του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ, αποφάσισαν να συνάψουν την Συνθήκη Ειρήνης και Φιλίας στις 29 Νοεμβρίου 1984 με την οποία λύνεται οριστικά η διαφορά. Παράλληλα, καθορίζονται με το άρθρο 7 τα σύνορα με συντεταγμένες, αλλά και η ΑΟΖ και τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των 2 χωρών. Τα 3 νησιά παραδίδονται στη Χιλή αλλά η Αργεντινή αποκτά περισσότερα δικαιώματα επί της περιοχής. Επιπλέον, με την εν λόγω Συνθήκη καθορίζεται η οικονομική συνεργασία, η φυσική ενσωμάτωση και οι όροι της ναυσιπλοΐας στην περιοχή.
Βιβλιογραφία
Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Αθήνα 2019, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 212-213
Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας /* Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 179 της 23/06/1998 σ. 0003 – 0134 διαθέσιμο σε : / https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:21998A0623(01)&from=PT.html
D. W. Greig Professor of Law, The Beagle Channel Arbitration, Australian National University
Jack Child, Geopolitics and Conflict in South America: Quarrels Among the Neighbors (1985), esp. σελ. 77-85.
John O’Sullivan, Chile’s Valuable Role in the Falkland War, 3 Απριλίου 2012, διαθέσιμο σε: https://www.nationalreview.com/corner/chiles-valuable-role-falklands-war-john-osullivan/
Keesing’sRecord of World Events(formerlyKeesing’sContemporaryArchives), Volume 27,July,1981Chile,Argentina.
Michael A. Morris, “Southern Cone Maritime Security After the 1984 Argentine-Chilean Treaty of Peace and Friendship,” in Ocean Development and International Law 18, no. 2 (1987): σελ. 235-254.
Philip Kelly and Jack Child, eds., Geopolitics of the Southern Cone and Antarctica, 1988, σελ. 36-39 και 75-77.
REPORTS OF INTERNATIONAL ARBITRAL AWARDS Argentine-Chile Frontier Case, 9 December 1966, VOLUME XVI, σελ 109-180, διαθέσιμο σε : un.org/Depts/los/LEGISLATIONANDTREATIES/PDFFILES/TREATIES/CHL-ARG1979AM.PDF
The Vatican Mediation of the Beagle Channel Dispute: Crisis Intervention and Forum Building