Γράφει ο Ηλίας Μπαλάνος
Η υπόθεση του Τζούλιαν Ασάνζ αποτελεί ένα case study για τις αρχές της δημοκρατίας και ειδικότερα για την ελευθερία του λόγου. Το 2006, ο Αυστραλιανός ακτιβιστής, ξεκίνησε τη Wikileaks, μια μη κερδοσκοπική ιστοσελίδα, με την οποία αποσκοπούσε στο να εκθέσει πληροφορίες κρατών που παρέμεναν κρυφές και γενικότερα να αποκαλύψει σκάνδαλα στο ευρύ κοινό. Στην συγκεκριμένη πλατφόρμα, ο καθένας μπορεί να αναρτήσει, ανώνυμα, οτιδήποτε θεωρεί ότι αξίζει δημόσιας κοινοποίησης. Ως ιδέα φαντάζει ιδανική, αφού δίνει στο κοινό τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε πλήθος πληροφοριών, που δεν καλύπτονται από δημοσιογραφικής μεριάς. Η διαφοροποίηση του Ασανζ ήταν ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνταν στην ιστοσελίδα του, αποτελούσαν στρατιωτικές και κρατικές πληροφορίες, που μερικές φορές καθιστούσαν τις κυβερνήσεις υπόλογες για εγκλήματα πολέμου και περιστατικά διαφθοράς σε ανώτατα στελέχη κυβερνήσεων.
Το 2010, η Τσέλσι Μάννινκ, εργαζόμενη στον τομέα των στρατιωτικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, κοινοποίησε μέσω της ιστοσελίδας Wikileaks, χιλιάδες απόρρητα αρχεία με ονόματα αξιωματικών των ΗΠΑ . Τα περισσότερα αφορούσαν τη δράση των Αμερικανών στο Αφγανιστάν και Ιράκ. Κάποια από αυτά, όπως ένα βίντεο ενός ελικοπτέρου να σκοτώνει αμάχους, αποτελούσαν εγκλήματα πολέμου. Η δημοσιοποίησή αυτών των εγγράφων έφερε μια περίοδο αναβρασμού στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση, καταδίκασε αυτή την πράξη υποστηρίζοντας ότι αποτελεί παράνομη κατοχή απόρρητων εγγράφων.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Τζούλιαν Ασάνζ, που πλέον εργαζόταν στο Λονδίνο, κατηγορήθηκε από τις Σουηδικές αρχές για μια υπόθεση βιασμού. Πιστεύοντας ότι η όλη υπόθεση ήταν μια κρυφή συνεννόηση μεταξύ των ΗΠΑ και των Σουηδικών και Αγγλικών αρχών, ώστε να συλληφθεί και να οδηγηθεί πίσω στη Σουηδία, ο ίδιος επέλεξε να ζητήσει άσυλο στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στην οποία και έμεινε 7 χρόνια. Κατά το συγκεκριμένο διάστημα διαμονής του στην πρεσβεία, συνέχισε να δημοσιοποιεί απόρρητα έγγραφα ακόμα και email από στελέχη του δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ με σκοπό να προκαλέσει προβλήματα στην προεκλογική εκστρατεία του κόμματος , το 2016. Το 2017, δημοσιοποίησε μέσω της ιστοσελίδας Wikileaks αρχεία της CIA που αποκάλυπταν τον τρόπο που δρα αλλά και τις τεχνικές που ακολουθεί. Το 2019, έπειτα από μια εξαντλητική περίοδο και για τις δύο πλευρές, η κυβέρνηση του Εκουαδόρ, συμφώνησε να τον παραδώσει στις Βρετανικές αρχές με αποτέλεσμα πλέον να βρίσκεται στις Βρετανικές φυλακές. Τελικά, έπειτα από τρία χρόνια, οι Βρετανικές Αρχές αποφάσισαν την έκδοσή του στις ΗΠΑ.
Το σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης Ασάνζ είναι ,ακριβώς, οι κατηγορίες, οι οποίες του προσάπτονται. Ο ίδιος δεν είναι χάκερ, αλλά δημοσιοποιεί στην ιστοσελίδα του τα απόρρητα έγγραφα και αρχεία, που του στέλνουν άγνωστοι. Βέβαια, νεότερα στοιχεία που παρουσιάζουν Αμερικάνοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι ενεπλάκη και στην υποκλοπή κωδικών. Συγκεκριμένα, κατηγορείται μεταξύ άλλων i) για συνομωσία και παραβίαση κωδικών σε συνεργασία με την Τσέλσι Μαννινκ ώστε να αποσπάσει πληροφορίες ii) για διευκόλυνση της δημοσιοποίηση των εγγράφων αν και δεν κλάπηκαν από τον ίδιο iii) για την δημοσιοποίηση αυτών των απόρρητων εγγράφων στο διαδίκτυο. Οι κατηγορίες στηρίζονται στον νόμο περί κατασκοπείας των ΗΠΑ, ο οποίος απαγορεύει σε δημόσιους και μη υπάλληλους να δημοσιεύουν απόρρητα και δημόσια έγγραφα και πληροφορίες που μπορούν να βλάψουν το κράτος των ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ουδέποτε ήταν υπάλληλος του Αμερικάνικου κράτους, ούτε δραστηριοποιούταν στις ΗΠΑ.
Μπορεί η νομοθεσία των ΗΠΑ να μην επηρεάζει τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, αυτή η υπόθεση ,όμως, δημιουργεί ένα δικαστικό προηγούμενο για την ελευθερία έκφρασης και για την δημοσιογραφία γενικότερα. Στις ΗΠΑ, ο νόμος περί κατασκοπείας του 1917, αποτρέπει τους πολίτες της από την δημοσίευση εγγράφων και πληροφοριών που μπορούν να βλάψουν την χώρα. Τέτοιες νομοθεσίες, δίνουν το κίνητρο στις κυβερνήσεις να δρουν πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας και λειτουργούν ανασταλτικά για τα δημοκρατικά καθεστώτα, καθώς υπονομεύουν τις ίδιες αρχές του πολιτεύματος. Στην καθημερινή ζωή, αρκετές φορές έχουμε δει δημοσιογραφικές εταιρίες να μην δημοσιοποιούν τις πηγές τους για λόγους ασφαλείας ή για την προστασία προσώπων που επιθυμούν να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ενδέχεται να δημοσιοποιούν ειδήσεις και κρατικά έγγραφα. Πρόσφατο παράδειγμα στη χώρα μας ήταν η προβολή ενός διαβαθμισμένου εγγράφου του ΓΕΣ από πολιτικό πρόσωπο σε τηλεοπτική εκπομπή
Εν κατακλείδι, με την έκβαση της υπόθεσης Ασάνζ, η ανησυχία που προκύπτει στο κοινό αίσθημα , αφορά την αποκάλυψη της αλήθειας ,κυρίως, σε σχέση με γεγονότα που έχουν γίνει σε περιόδους πολέμου και κρίσεων. Η περίπτωση του, αφορά έναν άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται υπόλογος για τη δημοσίευση ενός εγκλήματος. Η λογική αλληλουχία που χρησιμοποιείται θέλει να τονίσει ότι καταδικάζοντας δημοσιογράφους ή ιδιώτες, οι οποίοι δημοσιοποιούν υποθέσεις διαφθοράς ή σκάνδαλα, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε ολοκληρωτικές μεθόδους διακυβέρνησης, οι οποίες έχουν ως στόχο να αποκρύπτουν και να καθοδηγούν τις πληροφορίες που διοχετεύονται προς τους απλούς πολίτες.. Όπως είχε πει και ο Εντουαρτ Σνόουντεν « όταν διαρρέεις ένα έγκλημα και αντιμετωπίζεσαι σαν να το διέπραξες, τότε κυβερνιέσαι από εγκληματίες».
Βιβλιογραφία
David Asp, 2022, Espionage Act of 1917 (1917), The First Amendment Encyclopedia Διαθέσιμο σε : https://www.mtsu.edu/first-amendment/article/1045/espionage-act-of-1917
Eloise Βarry, 2021, What to Know About Julian Assange’s Extradition Appeal, TIME USA. Διαθέσιμο σε : https://time.com/6111765/julian-assange-extradition-appeal-case/
Gabe Rottman, 2019, Special Analysis of the May 2019 Superseding Indictment of Julian Assange, Reporters Committee Freedom of Press. Διαθέσιμο σε : https://www.rcfp.org/may-2019-assange-indictment-analysis/
Elena Kuch and Robert Holm, Deutsche Welle, 2020, Διαθέσιμο σε: https://www.youtube.com/watch?v=pgw6FoFPhjo