γράφει η Ηλιάνα Χρόνη
Η φεμινιστική θεωρία έχει τις απαρχές της απο τον 19ο αιώνα, όπου δημιουργήθηκε το πρώτο γυναικείο κίνημα ή ηφιλελεύθερη φεμινιστική άποψη με κύριο σκοπό την κατάργηση της διαφορετικής αντιμετώπισης των γυναικών στο πεδίο του γάμου, της παιδείας, των νομικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος της ψήφου. Το “πρώτο κύμα” του φεμινισμού ταυτίστηκε με τις αρχές και τις αξίες της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας και ειδικότερα με την αρχή του ατομικισμού, κατά την οποία το ανθρώπινο άτομο έχει την ίδια αξία ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, θρησκείας, σεξουαλικής προτίμησης και γι’ αυτό θα έπρεπε να του προσφέρονται ίσες ευκαιρίες, κοινωνικά προνόμια και δικαιώματα. Η σύγχρονη φεμινιστική άποψη αναφέρεται στο δεύτερο κίνημα του φεμινισμού που εμφανίσθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική μορφή, η οποία δέχτηκε έντονη κριτική και υπονόμευση από κάποιες πολιτικές ιδεολογίες, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του 1980 και 1990.
Στη δεύτερη φάση του φεμινισμού παρουσιάστηκε μια σοσιαλιστική προσέγγιση, κατά την οποία οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες υποστήριξαν ότι οι άνισες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών βασίζονταν στην καπιταλιστική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που βίωναν και γι’ αυτό χρειαζόταν μια κοινωνική αλλαγή, έτσι ώστε να επιτευχθεί η γυναικεία χειραφέτηση. Στα πλαίσια του δεύτερου κύματος του φεμινισμού, αναπτύχθηκε και μια ριζοσπαστική προσέγγιση που θέλησε να εξαλείψει τις διακρίσεις που συμπεριλάμβαναν σεξιστικές συμπεριφορές και πεποιθήσεις, όπως την ανικανότητα και την κατωτερότητα των γυναικών σε νοητικές, συναισθηματικές και πνευματικές συμπεριφορές, καθώς επίσης και σε σωματικές δραστηριότητες. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες δεν αποδέχονταν τη θέση του φιλελεύθερου φεμινισμού περί έμφυτης ισότητας και ομοιότητας μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Αντίθετα θέλησαν να τονίσουν τις διαφορές, καθώς υποστήριζαν ότι διέφεραν τόσο βιολογικά όσο και στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Η αλήθεια είναι ότι ο φεμινισμός κατάφερε να γίνει μια αναγνωρισμένη πολιτική ιδεολογία με την εμφάνιση της ριζοσπαστικής φεμινιστικής προσέγγισης τη δεκαετία του 1960, καθώς μέχρι τότε θεωρούταν ως τμήμα της φιλελεύθερης και σοσιαλιστικής αντιμετώπισης του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία.
Στις δεκαετίες του 1980 και 1990, η φεμινιστική πολιτική θεωρία δέχθηκε έντονη κριτική από ιεραρχικές ή ελιτιστικές ιδεολογίες και πολιτικές θεωρίες που είχαν άμεση σχέση με τον αντιφεμινισμό. Μια από αυτές ήταν ο παραδοσιακός συντηρητισμός που θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν έμφυλες διαφορές, καθώς οι διαφορές μεταξύ του άντρα και της γυναίκας ήταν φυσικές και αμετάβλητες. Η νέα δεξιά επίσης θέλησε να ενισχύσει τις παραδοσιακές αξίες και αρχές και υποστήριξε το ρόλο της γυναίκας ως μητέρας και νοικοκυράς, όχι επειδή αυτός ήταν ο φυσικός ρόλος της γυναίκας αλλά διότι έτσι θα μπορούσε να διατηρηθεί η σταθερότητα και η έννομη τάξη. Από την άλλη πλευρά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμα και ο φιλελευθερισμός υπήρξε εχθρικός απέναντι στο φεμινισμό, καθώς παρά το γεγονός ότι πρέσβευε την αρχή της ατομικότητας, της αυτονομίας και της ελευθερίας, οι κλασικοί φιλελεύθεροι δεν προχώρησαν πέρα από τις δραστηριότητες του δημόσιου βίου. Έτσι θεώρησαν ότι η οικογένεια ήταν μια βιολογικά προκαθορισμένη μονάδα με επικεφαλής τον άντρα.
Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός διαμόρφωσε έναεπίσης ιδιαίτερα εχθρικό πολιτικό περιβάλλον για τοφεμινισμό. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι μιαάτυπη πολιτική ιδεολογία, στην οποία εμπεριέχονται όλες οιθρησκείες πέρα από τις δογματικές και δομικές διαφορές τους, η οποία χρησιμοποιεί τις θρησκευτικές ιδέες για να δημιουργήσει τις πολιτικές αρχές της. Πολλοί θεωρητικοί υποστήριξαν ότι ο φονταμενταλισμός ήταν αντίθετος ως προς τις φιλελεύθερες αξίες και την προσωπική ελευθερία και γι’ αυτό προωθούσε την καταπίεση και τη μισαλλοδοξία. Η άτυπη αυτή πολιτική ιδεολογία γνώρισε μια σημαντική πρόοδο στις δεκαετίες του 1980 και 1990, όπου φονταμενταλιστικές ομάδες έκαναν την εμφάνιση τους σε πολλές ισλαμικές χώρες και στρατολόγησαν κυρίως νέους και ανθρώπους με πολιτική συνείδηση, που τους βοήθησαν να προωθήσουν τον ολοκληρωτισμό τους. Παρά το γεγονός ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στις δυτικές χώρες, οι θρησκευτικές ομάδες δεν αναμιγνύονταν στην πολιτική, δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ μια ομάδα, η νέα Χριστιανική δεξιά, που προσπάθησε να συνδυάσει το πεδίο της θρησκείας και της πολιτικής. Η νέα Χριστιανική δεξιά συμπεριλάμβανε πολλές ομάδες από ανθρώπους που είχαν ενοχληθεί με τη φιλελεύθερη πολιτική της Ουάσιγκτον, η οποία προωθούσε ίσα δικαιώματα για τους μαύρους στην εκπαίδευση και στην εργασία, όπως και για τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους.
Το “δεύτερο κύμα” του γυναικείου φεμινισμού, που χαρακτηρίστηκε από μια μορφή ριζοσπαστικής προσέγγισης,αποτελούσε μέρος μιας ομάδας κινημάτων που είχαν ως απώτερο στόχο να προσθέσουν στις αρχές τους την έννοια της απελευθέρωσης και ήταν αποτέλεσμα του κοινωνικού μετασχηματισμού της δεκαετίας του 1960. Η ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, τόσο λόγω της ποικιλομορφίας του όσο και του γεγονότος ότι η φεμινιστική θεωρία, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του 1980 και 1990, λειτουργούσε σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον. Αν θα έπρεπε να επιλέξουμε μια πολιτική θεωρία που θεωρούμε ως ιδιαίτερα εχθρική ως προς το φεμινισμό, αυτός δεν είναιάλλος από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως αναχρονιστικός και στρέφεται στις παραδοσιακές θρησκευτικές αρχές θέτοντας τη γυναίκα σε υποδεέστερο ρόλο. Ιδιαίτερα ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι αυτός που γίνεται ιδιαίτερα βίαιος στο όνομα της θρησκείας. Η γυναίκα στο πλαίσιο αυτό δε χάνει μόνο τα δικαιώματα και τις ίσες ευκαιρίες αλλά και την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και πολλές φορές την ίδια τη ζωή της.
Βιβλιογραφία
1. A. Heywood (2007), Πολιτικές Ιδεολογίες, Αθήνα, Επίκεντρο.
2. W. Kymlicka (2005), Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, Αθήνα, Γνώση.
3. T.Ball–R.Dagger (2011), Πολιτικές Ιδεολογίες και το Δημοκρατικό Ιδεώδες, Αθήνα Τουρική
4.M.C.Nussbaum (2005), Φύλο και κοινωνική δικαιοσύνη, Αθήνα, Scripta.