Γράφει ο Αντώνης Ηλίας
Η Ελλάδα, κατά την διάρκεια της σχεδόν τριακονταετούς αντιπαράθεσής της με τη νυν Β. Μακεδονία, είχε πολλές ευκαιρίες επίλυσης του ονοματολογικού μέρους του Μακεδονικού ζητήματος με ευνοϊκότερους όρους καθώς και τη διεθνή κοινή γνώμη υπέρ της. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια του άρθρου, η σωρεία λανθασμένων ενεργειών των κυβερνήσεων του παρελθόντος, η έλλειψη ωριμότητας και ρεαλιστικής αντίληψης στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η ανάδειξη του Μακεδονικού ζητήματος σε «μείζον εθνικό» με εθνικιστικές αγκυλώσεις και, κυρίως, ο παράγοντας χρόνος, που πέρασε ανεκμετάλλευτος, δημιούργησαν και παγίωσαν μια διεθνή συγκυρία εναντίον της Ελλάδας με την ίδια τη χώρα να τελεί σε πλήρη διεθνή απομόνωση. Ενώ λοιπόν το «Μακεδονικό ζήτημα» κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αποτέλεσε ζήτημα ασφάλειας και εδαφικής ακεραιότητας για την Ελλάδα, τον 21ο αιώνα μετατράπηκε σταδιακά σε ζήτημα εθνικής ταυτότητας και διπλωματικής διαμάχης μεταξύ της Ελλάδας και της νυν Β. Μακεδονίας.
Μετά την πτώση του Τίτο, το όραμα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας άρχισε να καταρρέει. Τα μέχρι τότε ομόσπονδα κράτη σταδιακά εγκατέλειπαν την ομοσπονδία. Την αποχώρηση της Σλοβενίας και της Κροατίας ακολούθησε η ανεξαρτητοποίηση του νότιου μέρους της Γιουγκοσλαβίας (μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ονομαζόταν Vardaska) φέροντας το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με επίσημη γλώσσα τη «μακεδονική», πληθυσμό με την επωνυμία «Μακεδόνες» και εθνικό σύμβολο το «Αστέρι της Βεργίνας» εντός κόκκινου πλαισίου, το οποίο αποτελεί ένα κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό σύμβολο. Ως ήταν φυσικό, η Ελλάδα αντέδρασε έντονα για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο και έγειρε θέμα μη αναγνώρισης του κράτους αυτού.
Το 1991, ύστερα από έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων στο Βελιγράδι, προτάθηκε από τον Σέρβο Πρόεδρο η διχοτόμηση του νεοσύστατου κράτους και ο διαμοιρασμός των εδαφών του σε Ελλάδα και Σερβία. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά απέρριψε την πρόταση, χάνοντας οριστικά την ευκαιρία της τελικής επίλυσης του «Μακεδονικού ζητήματος». Με τη συναίνεσή της ουσιαστικά δέχτηκε την ανεξαρτητοποίηση του «κράτους των Σκοπίων» στα βόρεια σύνορα της, λαμβάνοντας διαβεβαιώσεις μόνο για τη διασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι την περίοδο εκείνη, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τη χώρα μας, καθώς η Δύση πίεζε για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας του Μιλόσεβιτς και η ΕΣΣΔ – άρα το διπολικό σύστημα- είχε καταρρεύσει, επομένως δεν αναμένετο ανάμειξη των υπερδυνάμεων στην εν λόγω κρίση. Άλλωστε, ακόμη δεν είχε τεθεί θέμα ένταξης του νεοσύστατου κράτους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ), προκειμένου να περιοριστεί η ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια. Επιπλέον, η Δύση δεν αναγνώριζε τότε την ύπαρξη ξεχωριστού «μακεδονικού» ή «σλαβομακεδονικού» έθνους ώστε να προκύψει ζήτημα αυτοδιάθεσης του ντόπιου πληθυσμού στον ΟΗΕ. Η Τουρκία, από την άλλη, αφενός την περίοδο εκείνη ήταν ανίσχυρη ως προς την ανάμειξη και διείσδυση στα Βαλκάνια, αφετέρου η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δεν ήταν μουσουλμανικό έθνος, το οποίο όφειλε να προστατέψει η Άγκυρα. Τέλος, η Ελλάδα διέθετε ικανές στρατιωτικές δυνάμεις για τη διεξαγωγή μιας ειρηνευτικής επιχείρησης, με σκοπό την εξασφάλιση της σταθερότητας στα Βαλκάνια, σε αντίθεση με τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» που δεν μπορούσε να διεξάγει ένοπλη αντίσταση – η Σερβία δεν την υποστήριζε διπλωματικά ή/και στρατιωτικά.
Πάρα ταύτα, η επίσημη ελληνική θέση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 1991, είχε αποδεχθεί τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους από την «σλαβομακεδονική» πλευρά, με τον όρο ότι θα άλλαζε το όνομα «Μακεδονία», το οποίο έχει γεωγραφική και όχι εθνοτική έννοια. Ακόμη, θα αναγνώριζε ότι δεν εγείρει εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας καθώς και ότι δεν υφίσταται εθνική πληθυσμιακή μειονότητα εντός των ελληνικών εδαφών.
Για το ζήτημα της ύπαρξης εθνικής μειονότητας του «σλαβομακεδονικού στοιχείου» στα ελληνικά εδάφη, το οποίο έθιξε την περίοδο εκείνη το «κράτος των Σκοπίων», η ελληνική απάντηση ήταν και είναι ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει μόνο μια μουσουλμανική μειονότητα στην περιοχή της δυτικής Θράκης και πως ακόμα και αν διαβιούν στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας Έλληνες πολίτες, που μιλούν και σλαβικά ιδιώματα παράλληλα με την ελληνική μητρική τους γλώσσα, δεν δύναται να αποτελέσουν εθνική μειονότητα, καθώς δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας εθνικής μειονότητας, όπως αυτά έχουν καθοριστεί από το Διεθνές Δίκαιο.
Λόγω της πολιτισμικής μείξης των πληθυσμών που έλαβε χώρα σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων από τη Βυζαντινή περίοδο ακόμα, είναι απολύτως φυσιολογικό να απαντώνται ακόμα και στις μέρες μας γλωσσικά απομεινάρια, όπως είναι τα «βλάχικα», τα «αρβανίτικα» ή τα σλαβικά ιδιώματα. Επομένως, οι ελληνόφωνοι πολίτες που διαβιούν στη Β. Μακεδονία ακόμη δεν αποτελούν εθνική ελληνική μειονότητα αλλά φυσική εξέλιξη της προαναφερθείσας μείξης.
Η Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη δεκαετία του 1990 ήταν θετικά διακείμενη όχι μόνο στην ανεξαρτητοποίηση του «κράτους των Σκοπίων» αλλά και σε μια σύνθετη ονομασία του, όπως «Άνω Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Βαρδάρη». Άλλωστε, η Αθήνα ήταν πρώτη αυτή που μιλούσε από τις αρχές του 20ου αιώνα για «σλαβομακεδονικό έθνος», το οποίο προσπάθησε να προσεταιριστεί και να αφομοιώσει, όχι όμως με την προπαγάνδα της αρχαιοποίησης που καλλιεργήθηκε σκόπιμα από το καθεστώς Τίτο εντός της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας.
Η ελληνική θέση ως προς το ονοματολογικό υιοθετήθηκε κι από την τότε ΕΟΚ, γεγονός που αποτέλεσε μία μικρή νίκη για την ελληνική διπλωματία. Τότε φάνηκε ότι η Αθήνα προέβλεψε την επερχόμενη απειλή για τα ζωτικά της συμφέροντα και έδρασε με διαλλακτικότητα και ευελιξία, δεδομένου ότι ο αντικειμενικός στόχος της ΕΟΚ και των δυτικών δυνάμεων ήταν η ομαλοποίηση της κατάστασης στα Βαλκάνια, μέσω της αναγνώρισης των πρώην γιουγκοσλαβικών ομόσπονδων κρατών. Η Ελλάδα κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση, προωθώντας παράλληλα και τα δικά της εθνικά συμφέροντα και συνδέοντάς τα με τα δυτικά.
Εντός αυτής της συγκυρίας, το «κράτος των Σκοπίων» ανταποκρίθηκε θετικά προβαίνοντας σε δυο τροποποιήσεις στο Σύνταγμα του: α) δεν θα εγείρει εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον άλλων γειτονικών κρατών και β) δεν θα παρεμβαίνει στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Δυστυχώς όμως, δεν αποδέχτηκε τους όρους για αλλαγή στο όνομα της χώρας, στο όνομα του έθνους, της γλώσσας καθώς και στις ανιστόρητες υποθέσεις σύνδεσης αυτών με την αρχαία εποχή και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό της περιοχής της Μακεδονίας.
Επιπρόσθετα, επιτροπή Badinter δέχτηκε την αναγνώριση του «κράτους των Σκοπίων» ως «Μακεδονία», εφόσον ο όρος δεν υπαινίσσεται καμία εδαφική διεκδίκηση έναντι άλλου κράτους. Αυτό αποτέλεσε μια νίκη για την διπλωματία της «σλαβομακεδονικής» πλευράς και αντίστοιχα, μια ελληνική διπλωματική ήττα με σύγχρονες προεκτάσεις. Έτσι, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του «Μακεδονικού ζητήματος». Η χάραξη της εσωτερικής πολιτικής των Σκοπίων επικεντρώθηκε στο όνομα του νέου κράτους και στην προσπάθεια υφαρπαγής ενός τμήματος της ελληνικής ιστορίας και ταυτότητας.
Αναλυτικότερα, η «μακεδονική» εθνική ταυτότητα που το «κράτος των Σκοπίων» προσπάθησε να εμφυσήσει στο εσωτερικό του, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και να διαδώσει στο εξωτερικό μέσω συστηματικής προπαγάνδας, υπαγόρευε ότι οι «Μακεδόνες» αποτελούν ξεχωριστό έθνος, το οποίο όμως δεν κατάφερε ποτέ να σχηματίσει ενιαίο ανεξάρτητο κράτος. Αντίθετα, μόνο το τμήμα εντός των συνόρων της εν λόγω χώρας έχει καταφέρει να απελευθερωθεί, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα βρίσκονται υπό ελληνική και βουλγαρική κατοχή.
Για να ισχυροποιηθεί αυτό το επιχείρημα, το «κράτος των Σκοπίων» επιχείρησε να παρουσιάσει μία εθνική συνέχεια του «μακεδονικού λαού» από την αρχαιότητα έως σήμερα. Οι νυν «Μακεδόνες» προέρχονται από τους αρχαίους Μακεδόνες και δεν έχουν καμία φυλετική συγγένεια με τους Βούλγαρους. Για τους «Μακεδόνες», οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν ένα ελληνικό φύλο, αλλά ένα εθνικά ξεχωριστό φύλο, το οποίο αναμείχθηκε με τα σλαβικά φύλα και το αποτέλεσμα της ανάμειξης αυτής είναι το σημερινό «μακεδονικό έθνος», κάτι που ιστορικά αμφισβητείται στο έπακρο.
Σύμφωνα με τον λαό της νυν Β. Μακεδονίας λοιπόν, η χρήση του συνταγματικού τους ονόματος αποτελεί δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στην έκφραση της εθνικής τους ταυτότητας. Μελανό σημείο βέβαια αποτελεί το γεγονός ότι πάνω από το 30% του πληθυσμού της χώρας είναι αλβανικής καταγωγής και δεν ασπάζεται τα προαναφερθέντα. Επίσης, το «κράτος των Σκοπίων» υποστήριξε την ύπαρξη «μακεδονικών» μειονοτήτων στα γειτονικά της κράτη (Ελλάδα και Βουλγαρία), τις οποίες οφείλει τουλάχιστον να προστατεύει, αν όχι να απελευθερώσει.
Αποτιμώντας, λοιπόν, την περίοδο 1991-1995 θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στα Βαλκάνια ήταν σε γενικές γραμμές ανεπιτυχής. Πέραν της διπλωματικής επιτυχίας ως προς τη μη αναγνώριση του «κράτους των Σκοπίων» με το όνομα «Μακεδονία» χωρίς να ασκηθεί το δικαίωμα της αρνησικυρίας (Veto) και την αρχική σύμπνοια με την ΕΟΚ στο γιουγκοσλαβικό ζήτημα, δεν απέφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα, καθώς βασίστηκε σε λανθασμένη διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Η Ελλάδα δεν αντιλήφθηκε τη μεταβολή του διεθνούς περιβάλλοντος, το τέλος του διπολικού κόσμου, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένη εκτίμηση των ευκαιριών αλλά και των απειλών, θέτοντας ταυτόχρονα και λανθασμένες προτεραιότητες.
Η δημιουργία του «κράτους των Σκοπίων» εν τέλει θεωρήθηκε απειλή και όχι ευκαιρία διείσδυσης στα Βαλκάνια και κατ’ επέκτασιν ανάληψης ηγετικής θέσης που θα καθιστούσε την Ελλάδα πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή.
Μπροστά στο όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας και της Μεγάλης Αλβανίας, η Αθήνα είχε ζωτικό συμφέρον να διατηρήσει το νέο κράτος ως ανάχωμα στον επεκτατισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό των Βουλγάρων και των Αλβανών αντίστοιχα. Παράλληλα, το «κράτος των Σκοπίων» θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα και στην εξάπλωση των ένοπλων συγκρούσεων που μαίνονταν στον βορρά μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τέλος, η αναπτυσσόμενη οικονομία του νεοσύστατου κράτους, θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για τις επενδύσεις ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες εκμεταλλευόμενες το φτηνό εργατικό δυναμικό της χώρας θα κατάφερναν να ανθίσουν και να αποτελέσουν εργαλείο οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Calvocoressi. P. (2010). Η διεθνής πολιτική μετά το 1945. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κολιόπουλος. Τουρίκη. Αθήνα.
- Βακαλόπουλος. Κ. (1993). Το Μακεδονικό Ζήτημα. Παρατηρητής. Αθήνα.
- Ήφαιστος. Π. & Πλατιάς Αθ. (1992). Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική. Παπαζήσης. Αθήνα
- Ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου.(2007).Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, μια αποτίμηση, πολιτικές, ιδεολογικές, ιστοριογραφικές προεκτάσεις, Αθήνα
- Ιωακειμίδης. Π. (2007). Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό σύστημα. Ιστορικές εννοιολογήσεις και σύγχρονη πραγματικότητα. Θεμέλιο. Αθήνα.
- Κολιόπουλος Ι. & Χασιώτης. Ι. (1992). Το Μακεδονικό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως την εποχή μας. στο: Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, τ. Β΄, Παρατηρητής. Θεσσαλονίκη.
- Κώνστας. Δ. (1999). Ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτική 1991-1999. Παπαζήσης. Αθήνα.
- Κωφός. Ε. (2001). Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα 1875-1881. Εκδοτική Αθηνών. Αθήνα.
- Μιχαηλίδης. Ι. (2004). Τα πρόσωπα του Ιανού. Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις τις παραμονές του εμφυλίου πολέμου (1944-1946). Πατάκης. Αθήνα.
- Τζιαμπίρης. Αρ. (2003). Ελληνική εξωτερική πολιτική και Μακεδονικό ζήτημα, 1991-2002: Από τη Σύγκρουση στη Συνεργασία. στο: Π. Τσάκωνας (επιμ.) Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Π. Τσάκωνας (επιμ.) Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική- Μία συνολική προσέγγιση, τ. Α-Β. Σιδέρης. Αθήνα.
- Πηγή φωτογραφίας : https://www.ethnos.gr/opinions/article/162291/symfoniatonprespontriaxroniametaoimnhmestoydixasmoykindyneyoynnazontanepsoynxana