Γράφει ο Αλέξανδρος Βασιλείου
Η Τουρκία δεν είναι απλώς ένας ακόμη γείτονας της ΕΕ. Δεν πρόκειται για άλλο ένα κράτος με το οποίο η ΕΕ συνάπτει συμφωνίες και τεντώνει επιδεικτικά τους μύες ωφελειών που προσφέρει. Αντιθέτως, η Τουρκία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αποτελεί ένα ζήτημα τόσο αμφιλεγόμενο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, που φέρνει πονοκεφάλους στα πλαίσια της Ένωσης. Η χώρα προκαλεί, απειλεί και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τους κόλπους της ΕΕ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το γειτονικό μουσουλμανικό κράτος θα κρατήσει απασχολημένη την Ένωση για πολλά χρόνια ακόμη.
Ωστόσο, τα πράγματα ξεκίνησαν πολύ διαφορετικά. Ήδη από το 1958 η Τουρκία είχε δηλώσει την προθυμία της να ενισχύσει τους οικονομικούς της δεσμούς με την ΕΟΚ, πράγμα που επιτεύχθηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης της Άγκυρας το 1963. Χάρη σε αυτή τη Συμφωνία, ξεκίνησε η εγκαθίδρυση μιας Τελωνειακής Ένωσης μεταξύ των δύο που ολοκληρώθηκε το 1995. Στην ουσία όμως, η Συμφωνία Σύνδεσης ήταν -όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας- το πρώτο βήμα για την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΟΚ.
Ακολούθησαν τρεις μεγάλες κρίσεις. Πρώτα το 1974, λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Έπειτα, το 1980 εξαιτίας ενός σκληρού πραξικοπήματος στην Τουρκία και το επακόλουθο κύμα καταστολής του. Παρόλα αυτά, η Τουρκία έκανε αίτηση το 1987 να γίνει πλήρες μέλος της ΕΟΚ. Δέκα χρόνια αργότερα, η ΕΕ (πλέον) αρνήθηκε να δώσει στον γείτονα της το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας, γεγονός που μας φέρνει στην τρίτη κρίση: ως αντίδραση σε αυτή την άρνηση, η Τουρκία σταμάτησε κάθε πολιτικό διάλογο με την Ένωση.
Οι καταστάσεις άλλαξαν, για ακόμη μια φορά, με την Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999. Οι πράσινοι πολιτικοί στην Γερμανία απέκτησαν μεγαλύτερη ισχύ και υποστήριξαν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Στην Ανατολική Μεσόγειο, δύο σεισμοί (ένας στην Κωνσταντινούπολη και ένας στην Αθήνα) δημιούργησαν κλίμα συμφιλίωσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Συνδέοντας την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας , η ελληνική πλευρά ήταν πλέον πολύ πιο πρόθυμη να δεχτεί τον γείτονα της στην ΕΕ. Έτσι, η Τουρκία πήρε το καθεστώς υποψηφίου προς ένταξη στην ΕΕ. Το Ελσίνκι σηματοδότησε μια νέα εποχή για την χώρα, μια εποχή μεταρρυθμίσεων, που όχι μόνο την έφερναν πιο κοντά στην ΕΕ, αλλά της έδιναν και την πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα.
Όλα προχωρούσαν ομαλά και λίγα χρόνια αργότερα, το 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι η Τουρκία πληρούσε όλα τα πολιτικά κριτήρια για την ένταξη της. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έδωσε κι αυτό το πράσινο φως του και έναν χρόνο αργότερα ξεκίνησαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Τα νέα έφεραν ικανοποίηση σε όσους ζητούσαν αλλαγές στην Τουρκία, χωρίς όμως αυτό να κρατήσει πολύ.
Το 2004, η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ. Από εκεί, μπορούσε να θέσει τους δικούς της όρους που θα την βοηθούσαν να λύσουν το πρόβλημα του νησιού. Οι νέες συντηρητικές κυβερνήσεις στην Γερμανία (Μέρκελ) και στην Γαλλία (Σαρκοζί) δεν ήταν τόσο πρόθυμες να δεχθούν την Τουρκία, ενώ και στην Άγκυρα, το AKP, το κόμμα που είχε αποκτήσει την κυβερνητική εξουσία το 2002, κατάφερε μια συντριπτική νίκη στις εκλογές του 2007. Δηλαδή, ήταν πλέον τόσο δυνατό που δεν χρειαζόταν την δικαιολογία της ΕΕ για να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που ήθελε. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 είδε την ΕΕ να χάνει το κύρος της. Από την ματιά της Άγκυρας, μάλλον η ΕΕ χρειαζόταν την Τουρκία παρά το αντίστροφο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήρθαν απλά για να παγιώσουν την ψυχρή κατάσταση. Η ΕΕ διαρκώς εκφράζει την ανησυχία της για την επιδείνωση της πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία. Οι πρακτικές του Ερντογάν στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ελευθερία του λόγου και την δικαιοσύνη αναγκάζουν την ΕΕ να ασκεί συχνά κριτική προς την χώρα και σε κάθε περίπτωση, είναι ξεκάθαρο ότι η Τουρκία δεν πληροί τα πολιτικά κριτήρια για να μπει στην Ένωση. Εξάλλου, αν κοιτάξει κανείς την πολιτική ηγεσία της χώρας, θα συναντήσει πολιτικούς που έχουν μεγαλώσει στην Ανατολία, έχουν λάβει εκπαίδευση σε θρησκευτικά ιδρύματα και διατηρούν μία καχυποψία προς την Δύση, μια καχυποψία που έβλεπε κανείς και στους προγόνους τους. Εκτός αυτού, ο μέσος Τούρκος πολίτης έχει σταματήσει να υποστηρίζει την Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας του. Μια δημοσκόπηση του 2017 αποκάλυψε ότι μόλις το 48,4% του τουρκικού πληθυσμού υποστηρίζει την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ενώ το 2016 το ποσοστό αυτό έφτανε το 61,8%. Κάτι τέτοιο είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς την τακτική του Τούρκου Προέδρου να χρησιμοποιεί δηλώσεις και αποφάσεις της ΕΕ ώστε να παρουσιάζει τον εαυτό του ως το θύμα μιας δυτικής συνωμοσίας.
Παράλληλα, η Τουρκία επενδύει πλήρως στην προσπάθεια της να παίξει έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο στην γεωγραφική της περιφέρεια. Οι εντάσεις με την Κύπρο και την Ελλάδα έχουν μεγαλώσει, λόγω προκλητικών απαιτήσεων και δράσεων της τουρκικής κυβέρνησης. Το άνοιγμα της στην Μέση Ανατολή και την Αφρική, γεμάτο επεμβάσεις και προσπάθειες επιρροής, ενοχλεί την Γαλλία που θεωρεί ότι τα συμφέροντα της στις πρώην αποικίες και σφαίρες επιρροής της απειλούνται από έναν νέο ανταγωνιστή. Το βλέμμα της Τουρκίας είναι, πλέον, στραμμένο προς την περιφερειακή ηγεμονία. Η ΕΕ, από την πλευρά της, έχει αλλάξει πολιτική και είναι πολύ πιο απρόθυμη να δεχτεί μία χώρα όπως είναι η Τουρκία στο εσωτερικό της. Η εποχή που η Ένωση εντόπιζε την επίλυση των προβλημάτων της στην διεύρυνση έχει φτάσει στο τέλος της. Στην κοινή γνώμη παρατηρεί κανείς μια άνοδο στην ισλαμοφοβία, ενώ σε κάθε περίπτωση, μία χώρα τόσο μεγάλη όσο η Τουρκία θα έφερνε μεγάλες ανακατατάξεις στην ΕΕ, αλλάζοντας τελείως την ισορροπία ισχύος στα κόλπους της.
Από όλα τα παραπάνω, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι τουλάχιστον ασταθής, γεμάτη περιόδους προόδου, ακολουθούμενες από ταραχές και εντάσεις κάθε φορά που η Τουρκία ένιωθε αρκετά ισχυρή ώστε να αμφισβητήσει τους γείτονες της. Θα μπορούσε ο καθένας να ισχυριστεί ότι πλέον, όχι μόνο δεν υπάρχει νόημα να συζητάμε για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά είναι και χάσιμο χρόνου και πόρων. Οι συνθήκες, βέβαια, διαρκώς αλλάζουν και δεν πρέπει να αποκλείουμε αλλαγές στο εσωτερικό, τόσο της ΕΕ όσο και της Τουρκίας, που θα μπορούσαν να δώσουν νέα ώθηση στην διαδικασία. Θα είναι, ωστόσο, ποτέ πρόθυμα τα μεγάλα, σημαίνοντα κράτη της ΕΕ να μοιραστούν την επιρροή που ασκούν στα πλαίσια αυτής με μια χώρα τόσο μεγάλη όσο η Τουρκία;
Βιβλιογραφία
Cengiz, S., (2012). Turkey’s relationship with the EU is the story of a Sisyphean dream, Arab News. Διαθέσιμο σε
Cevikoz, U., (2017). EU-Turkey relations: the beginning of the end?, European Council on Foreign Relations. Διαθέσιμο σε
European Union External Action Service(2018). Turkey and the EU. Διαθέσιμο σε
European Commission. European Neighborhood Policy And Enlargement Negotiations. Διαθέσιμο σε
Kuneralp, S., (2017). Turkey-EU Relations: Past, Present- and Future?, Heinrich Boll Siftung Brussels. Διαθέσιμο σε
Lecha, E., (2019), EU-TURKEY RELATIONS Mapping landmines and exploring alternative pathways, Barcelona Centre for International Affairs. Διαθέσιμο σε
Pierini, M., (2019). Options for the EU-Turkey Relationship, Carnegie Europe. Διαθέσιμο σε