Γράφει η Σίλεια Σκάρα
Η ιστορία της κοινοβουλευτικής επίβλεψης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ξεκίνησε με αφορμή τις αποκαλύψεις των New York Times σχετικά με τις παρακολουθήσεις πολιτών και με την επέμβαση στο εσωτερικό ενός τρίτου κυρίαρχου κράτους, της Χιλής. Από τα αρχικά στάδια της επίβλεψης των Αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φύσει και θέσει είναι δημοκρατικοί φορείς, οι οποίοι δύνανται και οφείλουν να λειτουργούν βάσει της ανοιχτότητας (openness) και της διαφάνειας. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά θα τα οδηγήσουν να αναλάβουν το ρόλο της «τέταρτης εξουσίας» και ως τέτοια θα κληθούν να ασκήσουν έλεγχο σε όλες τις κρατικές δομές, και κυρίως σε αυτές που διακρίνονται για τη μυστικότητα και την απόκρυψη γεγονότων και δεδομένων.
Σύμφωνα με την Hillebrand, τα ΜΜΕ κατέχουν τρεις ρόλους στην επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών: αρχικά, λειτουργούν ως «πομποί πληροφοριών», οι οποίοι ενεργοποιούν τους επίσημα θεσμοθετημένους φορείς για την επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών, ενώ ταυτόχρονα φέρνουν στο φως της δημοσιότητας ενέργειες και πρακτικές των Υπηρεσιών Πληροφοριών που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα δημοσιεύονταν και θα παρέμεναν στη «γκρίζα ζώνη» μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Ο δεύτερος ρόλος που καλούνται να αναλάβουν τα ΜΜΕ, είναι αυτός του «αναπληρωτή επιτηρητή» (Substitute Watchdog). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ΜΜΕ δημοσιοποιούν πληροφορίες, οι οποίες, ενώ παρουσιάστηκαν ενώπιον των αρμόδιων ελεγκτικών φορέων, δεν έλαβαν την αρμόζουσα προσοχή, με αποτέλεσμα τα επιφορτισμένα με την επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών σώματα να μην ασκήσουν τον αναγκαίο έλεγχο. Τέλος, τα Μέσα Ενημέρωσης δρουν και ως νομιμοποιητικός παράγοντας, καθώς είναι ο μοναδικός φορέας που μπορεί να ενημερώσει το ευρύ κοινό για τις αρμοδιότητες, τις ευθύνες, το έργο και τα όρια των Υπηρεσιών Πληροφοριών. Τα ΜΜΕ είναι οι μόνοι δρώντες που έχουν τη δυνατότητα να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στον λαό, ο οποίος πολλές φορές τείνει να διατηρεί μία δύσπιστη στάση προς τις Υπηρεσίες Πληροφοριών, καθώς με τη δημοσιοποίηση των ενεργειών της Κοινότητας Πληροφόρησης, ο λαός αισθάνεται πως δεν λειτουργεί ανεξέλεγκτα αλλά αντιθέτως εντός των ορίων της δημοκρατίας και της ηθικής.
Στις ΗΠΑ τα ενημερωτικά μέσα έχουν κληθεί πολλές φορές να συμμετάσχουν ενεργά στη διαδικασία επίβλεψης των Υπηρεσιών Πληροφοριών, είτε αποκαλύπτοντας έκνομες πρακτικές είτε δημοσιοποιώντας στοιχεία τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψιν από τους μηχανισμούς επίβλεψης, παρόλο που ενοχοποιούν μέλη της Κοινότητας Πληροφόρησης. Στην πρόσφατη ιστορία των αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών εντοπίζονται οι εξής τρεις περιπτωσιολογικές μελέτες μέσω της ανάλυσης των οποίων υπογραμμίζεται ο ουσιώδης ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι επικοινωνιακοί φορείς στον έλεγχο των Υπηρεσιών Πληροφοριών: α) Οι αποκαλύψεις από τους The New Yorker και Washington Post σχετικά με την ύπαρξη Μυστικών Φυλακών (Black Sites) της CIA, β) Οι αποκαλύψεις από τον Julian Assange (Wikileaks) σε Guardian και Der Spiegel σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και περιστατικά οικονομικής κατασκοπείας εναντίον συμμαχικών κρατών και γ) Η διαρροή εγγράφων από τον Edward J. Snowden στους New York Times που αποδεικνύουν περιπτώσεις συνακροάσεων και κυβερνοεπιθέσεων της National Security Agency (NSA).
Τον Φεβρουάριο του 2005 η Jane Mayer και τον Νοέμβριο του 2005 η Dana Priest δημοσίευσαν στη The New Yorker και στη Washington Post, αντίστοιχα, άρθρα τους στα οποία αποκαλύφθηκε η ύπαρξη δικτύου μυστικών φυλακών εκτός της αμερικανικής επικράτειας, το οποίο χρησιμοποιείται από τη CIA και τον Αμερικανικό Στρατό για φυλάκιση και διεξαγωγή ανακρίσεων. Και οι δύο αρθρογράφοι αμφισβήτησαν το νομικό καθεστώς υπό το οποίο λειτουργούσαν οι συγκεκριμένες φυλακές, αλλά κυρίως τις βάναυσες μεθόδους που σύμφωνα με πληροφορίες χρησιμοποιούσαν οι αξιωματούχοι της CIA προκειμένου να εκμαιεύσουν τις πληροφορίες που ήθελαν από τους κρατούμενους, οι οποίοι είχαν είτε άμεση είτε έμμεση σύνδεση με την al Qaeda και τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Οι αποκαλύψεις των Mayer και Priest ήταν αυτές που έφεραν στο προσκήνιο όχι μόνο την ύπαρξη των Black Sites, αλλά και τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι κρατούμενοι με απώτερο σκοπό να εξαναγκαστούν σε ομολογία, παρόλο που η ύπαρξη τέτοιων φυλακών φημολογούταν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, με τις αρμόδιες αρχές να μην ερευνούν τη νομιμότητά τους. Αναλυτικότερα, τα άρθρα των δύο κατέδειξαν με τον πλέον φανερό τρόπο πως οι μηχανισμοί επίβλεψης των Υπηρεσιών Πληροφοριών δεν είχαν ενεργοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή, με τον Γερουσιαστή Rockefeller να αναφέρει χαρακτηριστικά πως «το Κογκρέσο έχει αγνοήσει το θέμα» και πως «η Επιτροπή της Γερουσίας για θέματα πληροφόρησης (Senate Intelligence Committee) αποποιείται την ευθύνη της επίβλεψης μεταφέροντάς την στους δημοσιογράφους.»
Οι συγκεκριμένες αποκαλύψεις, παρόλο που δεν οδήγησαν σε άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά τη λειτουργία και τις μεθόδους των μυστικών φυλακών της CIA, ανάγκασαν τον Πρόεδρο G.W.Bush σε ομιλία του στις 6 Σεπτεμβρίου 2006 να παραδεχτεί την ύπαρξη μυστικών φυλακών στις οποίες χρησιμοποιείται ένα «σύνολο εναλλακτικών μεθόδων» για την ανάκριση των κρατουμένων. Επιπλέον, ώθησαν το 2009 την Επιτροπή της Γερουσίας για Θέματα Πληροφόρησης να διατάξει επίσημη έρευνα σχετικά με τις μυστικές φυλακές της CIA. Κάποια από τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν το 2014, σύμφωνα με τα οποία το πρόγραμμα της CIA που σχετιζόταν με τις μυστικές φυλακές έπαψε να υφίσταται το 2006 λόγω «μη-εξουσιοδοτημένων αποκαλύψεων στον Τύπο, μειωμένης συνεργασίας με άλλα κράτη, νομικών κολλημάτων και προβλημάτων επίβλεψης», ενώ ταυτόχρονα αναγνώρισε το γεγονός πως η CIA αγνόησε για πολλά χρόνια ποικίλες ενστάσεις, προερχόμενες από το εσωτερικό της, αναφορικά με τις πρακτικές που υιοθετούνταν από τους αξιωματούχους των μυστικών φυλακών.
Στην περίπτωση των Black Sites, τα ειδησεογραφικά μέσα The New Yorker και Washington Post όχι μόνο έφεραν στο επίκεντρο της κοινής γνώμης ένα ζήτημα που αφορούσε την παραβίαση κανόνων ηθικής και διεθνούς δικαίου, αλλά παράλληλα λειτούργησαν ως μοχλοί πίεσης ώστε οι μηχανισμοί επίβλεψης των Υπηρεσιών Πληροφοριών να ενεργοποιηθούν και να εξετάσουν τη νομιμότητα των ενεργειών της CIA. Παρόλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης της Επιτροπής της Γερουσίας για Θέματα Πληροφόρησης παραμένει διαβαθμισμένο (classified), οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τα κράτη τα οποία φιλοξενούσαν τις εγκαταστάσεις των μυστικών φυλακών δεν έχουν λογοδοτήσει, ενώ ορισμένοι από τους κρατούμενους εξακολουθούν να βρίσκονται στην απομόνωση στις φυλακές Guantánamo.
Το 2006, ιδρύεται ο οργανισμός Wikileaks από τον Julian Assange με στόχο να καταπολεμήσει τη διαφθορά και τη μυστικότητα και ταυτόχρονα να ωθήσει τις κυβερνήσεις προς περισσότερη διαφάνεια, αποκαλύπτοντας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιστατικά διαφθοράς και άλλες παράτυπες ενέργειες κυβερνήσεων ανά τον κόσμο.
Κάποιες από τις διαρροές που στοχοποιούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αφορούσαν έγγραφα σχετικά με τις επιχειρήσεις σε Ιράκ και Αφγανιστάν, καθώς και περιπτώσεις οικονομικής κατασκοπείας εναντίον συμμάχων. Οι συγκεκριμένες αποκαλύψεις διέρρευσαν μέσω των ειδησεογραφικών φορέων Guardian και Der Spiegel, οδηγώντας έτσι εμμέσως στην άσκηση εξωτερικής επίβλεψης των πρακτικών των Αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, οι οποίες αναγκάσθηκαν να υιοθετήσουν πιο δημοκρατικές πρακτικές με περισσότερη διαφάνεια, ενώ ταυτόχρονα οδήγησαν σε μία «επαναξιολόγηση των μηχανισμών επίβλεψης των Υπηρεσιών Πληροφόρησης».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Edward J. Snowden, πρώην εργαζόμενος στη CIA και στην NSA, διέρρευσε σημαντικό αριθμό διαβαθμισμένων εγγράφων που αφορούσαν μυστικά προγράμματα παρακολούθησης, κυβερνοεπιθέσεις εναντίον την Κίνας και υποκλοπές των επικοινωνιών Αμερικανών πολιτών, σε μία προσπάθεια να αποδείξει πως η NSA είχε καταφέρει να παρακάμπτει τις δικλείδες ασφαλείας που είχαν τεθεί με βάση τη νομοθεσία για την επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών.
Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, για ακόμη μία φορά, δημοσιεύσεις σε ενημερωτικά μέσα, και συγκεκριμένα στους New York Times, οδήγησαν την αμερικανική κοινότητα πληροφόρησης να στρέψει την προσοχή της στις Υπηρεσίες Πληροφοριών και κυρίως στην NSΑ. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει μία διαδικασία αναθεώρησης των πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, με το Κογκρέσο να παραδέχεται ότι η ισορροπία μεταξύ εθνικής ασφάλειας και ιδιωτικότητας, όπως είχε μέχρι τότε διαμορφωθεί, ήταν ανισοβαρής, καταστρατηγώντας τις ελευθερίες των πολιτών. Έτσι, η Κυβέρνηση Obama άνοιξε μία συζήτηση σχετικά με τις υποκλοπές οδηγώντας σε μεταρρυθμίσεις των μηχανισμών επίβλεψης οι οποίες κατέστησαν δυνατό τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των Υπηρεσιών Πληροφοριών. Συγκεκριμένα, το 2014 η Βουλή των Αντιπροσώπων θέσπισε νομοθετική ρύθμιση (USA Freedom Act), η οποία περιόριζε τη δυνατότητα της NSA να συλλέγει μεταδεδομένα, αν και δεν απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά. Παράλληλα, σύμφωνα με τον David M. Barret, οι αποκαλύψεις του Snowden «οδήγησαν το Κογκρέσο, τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία να στρέψουν την προσοχή τους προς την NSA».
Τόσο στην περίπτωση των Wikileaks, όσο και στην περίπτωση του Snowden, τα ΜΜΕ έδρασαν ως δίαυλοι διάδοσης των έκνομων ενεργειών των Αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών προς τον λαό αλλά και προς την κοινότητα πληροφόρησης, η οποία κλήθηκε να εξετάσει τις πρακτικές της, ώστε αυτές να εμπίπτουν στο πλαίσιο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, και να προχωρήσει σε διαδικασίες εκδημοκρατισμού των Υπηρεσιών Πληροφοριών, αν και πρέπει να τονισθεί πως τέθηκαν σε κίνδυνο οι σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους αλλά και μεταξύ των Αμερικανών αξιωματικών και αξιωματούχων.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί και η ύπαρξη ορίων στο βαθμό της επίβλεψης, καθώς παρά τη συμβολή των εν λόγω μηχανισμών στη διασφάλιση των δημοκρατικών και ηθικών αρχών, ενδέχεται να προκύψουν προβλήματα στη λειτουργία των Υπηρεσιών Πληροφοριών λόγω υπερβολικής επίβλεψης.
Αναλυτικότερα, ελλοχεύει ο κίνδυνος διαρροών και αποκαλύψεων κρατικών διαβαθμισμένων εγγράφων και μυστικών, κάτι το οποίο ενδέχεται να εκθέσει σε πολλαπλούς κινδύνους, όχι μόνο τις Υπηρεσίες Πληροφοριών και το ανθρώπινο δυναμικό τους, αλλά και τους πολίτες του κράτους. Επιπροσθέτως, από την υπερβολική επίβλεψη μπορεί να εμφανιστούν περιπτώσεις υπερευαισθησίας και παθητικότητας, οι υπάλληλοι των Υπηρεσιών Πληροφοριών είναι πιθανό να διστάσουν να αναλάβουν ρίσκα, λόγω του φόβου που τους δημιουργούν οι σχετικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να καθυστερεί, ή ακόμη και να αποτυγχάνει η συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Ακόμη, υπάρχει η πιθανότητα οι πολιτικοί να εκμεταλλευτούν τις πληροφορίες για ίδιο όφελος και χειραγωγώντας τα ενημερωτικά μέσα και το ευρύ κοινό, να προωθήσουν προσωπικές ατζέντες ή ακόμη και αναληθείς πληροφορίες, οι οποίες θα οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα, και ως εκ τούτου σε λανθασμένες και παρακινδυνευμένες ενέργειες των εμπλεκόμενων μερών.
Κλείνοντας, η πληροφόρηση, όπως καταδείχθηκε, αποτελεί κεντρικό πυλώνα της άσκησης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, καθώς είναι ένας από τους συντελεστές της αμερικανικής ισχύος και ταυτόχρονα ένας από τους σημαντικότερους πολλαπλασιαστές της ισχύος τους. Αξιοποιώντας με υποδειγματικό τρόπο τη διδαχή του Sun Tzu περί της απαραίτητης άντλησης πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση του εχθρού, οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο 18 Υπηρεσιών Πληροφοριών, το οποίο οφείλει να δράσει ταυτόχρονα υπό το πρίσμα της εθνικής ασφάλειας και της εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων, αλλά και υπό τα νομικά πλαίσια που προτάσσουν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Προκειμένου να ελεγχθούν οι 18 Υπηρεσίες Πληροφοριών, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βασίζονται σε ένα εξίσου δαιδαλώδες δίκτυο υπηρεσιών και επιτροπών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών. Η έννοια της επίβλεψης συνδυάζει ταυτόχρονα την ανάγκη εξασφάλισης των αναγκαίων πληροφοριών για την επιβίωση τους κράτους με την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος των πολιτών στην ελεύθερη έκφραση και στην ιδιωτικότητα. Όταν καταστρατηγούνται οι ελευθερίες των πολιτών, αυτομάτως καταστρατηγείται και ο σκοπός των Υπηρεσιών Πληροφοριών που είναι η προστασία των πρώτων.
Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών δεν ασκείται μόνο από τις τρεις εξουσίες κατά τον Montesquieu -νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική- αλλά και από την τέταρτη εξουσία‧ τον Τύπο. Όπως φάνηκε από τις τρεις περιπτωσιολογικές μελέτες, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δύνανται να λειτουργήσουν ως πομποί μέσω των οποίων γνωστοποιούνται οι πρακτικές που ακολουθούνται από τις Υπηρεσίες Πληροφοριών. Κατά αυτόν τον τρόπο, ασκείται πίεση ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού, οι οποίες με τη σειρά τους θα φέρουν την αναγκαία ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ιδιωτικότητας. Παρόλα αυτά αξίζει να σημειωθεί πως κρίνεται περισσότερο εποικοδομητική η ύπαρξη ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού δικτύου επίσημων μηχανισμών επίβλεψης, ώστε να μην διακυβεύονται τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα, αλλά και όσοι συμμετέχουν ενεργά στον κύκλο της πληροφόρησης, εξαιτίας της διαρροής διαβαθμισμένων εγγράφων και πληροφοριών στα ΜΜΕ.
Η επίβλεψη των Υπηρεσιών Πληροφοριών, αναντίρρητα, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα αμερικανικά θεσμικά αντίβαρα, μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης (Checks & Balances), καθώς σε ένα κράτος δικαίου είναι εκ των ων ουκ ανευ η σύμπλευση των δημοκρατικών και ηθικών αρχών με τις αρχές της πληροφόρησης και της ασφάλειας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Hillebrand, C. (2012). The Role of News Media in Intelligence Oversight. Intelligence and National Security, 27(5), pp.689–706. doi:10.1080/02684527.2012.708521. Διαθέσιμο σε: Full article: The Role of News Media in Intelligence Oversight
Konstantopoulos, I. (2017). Democracy and Ethics vs. Intelligence and Security: From WikiLeaks to Snowden. Democracy and an Open-Economy World Order, pp. 3-23.
Johnson, L, Aldrich, R, Moran, Ch, David M. Barrett, Glenn Hastedt, Robert Jervis, Wolfgang Krieger, Rose McDermott, Sir David Omand, Mark Phythian & Wesley K. Wark. (2014). An INS Special Forum: Implications of the Snowden Leaks, Intelligence and National Security, 29:6, 793-810, DOI: 10.1080/02684527.2014.946242. Διαθέσιμο σε: An INS Special Forum: Implications of the Snowden Leaks: Intelligence and National Security: Vol 29, No 6
Duroy, S. (2022). Black sites. [online] cadmus.eui.eu. Edward Elgar Publishing. Διαθέσιμο σε: https://cadmus.eui.eu/handle/1814/72681?show=full
Gill, P. (2012). Intelligence, Threat, Risk and the Challenge of Oversight, Intelligence and National Security, 27:2, 206-222, DOI: 10.1080/02684527.2012.661643. Διαθέσιμο σε: Intelligence, Threat, Risk and the Challenge of Oversight: Intelligence and National Security: Vol 27, No 2
Hastedt, D. (2016). The Press as an Agent of Oversight: The NSA Leaks, International Journal of Intelligence and CounterIntelligence, 29:1, 26-47, DOI: 10.1080/08850607.2015.1083311. Διαθέσιμο σε: The Press as an Agent of Oversight: The NSA Leaks: International Journal of Intelligence and CounterIntelligence: Vol 29, No 1
Wegge, N. (2017). Intelligence Oversight and the Security of the State, International Journal of Intelligence and CounterIntelligence, 30:4, 687-700, DOI: 10.1080/08850607.2017.1337445. Διαθέσιμο σε: Full article: Intelligence Oversight and the Security of the State
Πηγή εικόνας: Polymeropoulos , M. (2023). Conservatives should be very wary about creating a new Church Committee. [online] Restoring America. Διαθέσιμο σε: https://www.washingtonexaminer.com/restoring-america/fairness-justice/conservatives-should-be-wary-about-creating-a-new-church-committee [Accessed 27 Dec. 2023]