Γράφει ο Αινείας Μανούσης
Στο διάβα των αιώνων ο Περσικός Κόλπος, η Μεσοποταμία και γενικότερα η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, έχουν αποτελέσει λίκνο διάφορων πολιτισμών, καθώς και κοιτίδα των σπουδαιότερων μονοθεϊστικών θρησκειών του κόσμου. Οι πολιτισμικές και πνευματικές ωσμώσεις στη Μέση Ανατολή οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορικότητα και την γεωγραφική της θέση. Η περιοχή αποτελεί συνδετικό κρίκο τριών ηπείρων με πρόσβαση στην ανατολική Μεσόγειο, τη διώρυγα του Σουέζ, τα Στενά του Ορμούζ, και την Άπω Ανατολή μέσω του «Δρόμου του Μεταξιού». Επιπροσθέτως, τα ενεργειακά αποθέματά της είναι τεράστια. Έχει υπολογιστεί πως οι χώρες της Μέσης Ανατολής διαθέτουν περισσότερο από το 39% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου του πλανήτη. Είναι φυσικό, λοιπόν, η συγκεκριμένη περιοχή να είναι συχνά το επίκεντρο διεθνών αλλά και περιφερειακών ανταγωνισμών και εξελίξεων.
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ο ανταγωνισμός του διπόλου Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης ήταν υπερβολικά αισθητός και συνέβαλε στην ισορροπία ισχύος της περιοχής. Την δεκαετία του 1990, ωστόσο, οι συνθήκες αλλάζουν, με την Σοβιετική Ένωση να βρίσκεται πλέον στην παρακμή της. Ο Πόλεμος του Κόλπου ( 1990 – 1991) συμπίπτει χρονικά με την έναρξη του μονοπολισμού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.[1], [2] Ολόκληρος ο κόσμος προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και η Μέση Ανατολή δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού. Κράτη τα οποία ήταν στενά συνδεδεμένα με το καθεστώς της Μόσχας πρέπει να προσαρμοστούν στο δημιουργηθέν κενό ισχύος. Η Συρία, η οποία θα λάβει μέρος στον Πόλεμο του Κόλπου ενάντια στο Ιράκ, αποτελεί παράδειγμα ενός τέτοιου κράτους.
Σχέσεις Συρίας Ιράκ 1960 – 1990
Παρά την αρχική σύμπλευση των κυβερνώντων μπααθικών κομμάτων Συρίας και Ιράκ τo 1963, με το πέρασμα του χρόνου η ψαλίδα των διαφορών τους ολοένα και άνοιγε οδηγώντας τα σε μεταξύ τους ανταγωνισμό. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν μία ιδιότυπη σχέση των δύο, την δεκαετία του 1970. Τα δύο καθεστώτα συνεργάστηκαν το 1973 στον πόλεμου του Γιόμ Κιπούρ ενάντια στο Ισραήλ και εναντιώθηκαν στην συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ που σύναψαν Αίγυπτος-Ισραήλ. Παράλληλα όμως, ήταν και περιφερειακοί αντίπαλοι. Το Ιράκ καταδίκασε την επέμβαση της Συρίας εναντίον της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), η Συρία ήλεγχε την ροή του Ευφράτη για να ασκεί πίεση στο καθεστώς της Βαγδάτης, ενώ και οι δύο χρησιμοποιούσαν τον κοινό αγωγό πετρελαίου για τον αναμεταξύ τους εκβιασμό. Την δεκαετία του 1980 στον πόλεμο Ιράκ – Ιράν η Συρία υποστήριξε το Ιράν και ενίσχυε διάφορες σιιτικές εστίες που έδρευαν στο Ιράκ. Το Ιράκ, με την σειρά του, υπέθαλπε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Συρίας, και υποστήριξε εξεγέρσεις ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ και στον Λίβανο τον στρατηγό Αούν. Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, δεν εκπλήσσει διόλου το γεγονός πως στον Πόλεμο του Κόλπου η Συρία συμμετείχε στον αντι-ιρακινό συνασπισμό.[3]
Πόλεμος του Κόλπου 1990 – 1991
Τον Αύγουστο του 1990, ύστερα από έναν πολυετή πόλεμο με το Ιράν, ο Σαντάμ Χουσεΐν αποφασίζει να εισβάλει στο γειτονικό Κουβέιτ. Στόχος του ο έλεγχος των πετρελαϊκών πηγών με σκοπό την τόνωση της κατακερματισμένης από τον πόλεμο οικονομίας του κράτους και δευτερευόντως η ανάδειξη του Ιράκ ως περιφερειακός ηγέτης και εκπρόσωπος των Αράβων.[4] Η συμμαχία που δημιουργήθηκε απέναντι από τον ιρακινό πρόεδρο τον έφερε αντιμέτωπο με μία πρωτοφανή συνεργασία κρατών. Απέναντι του βρίσκονταν οι ΗΠΑ, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αίγυπτος, η Συρία και άλλες 30 χώρες. Η ΟΑΠ και το βασίλειο της Ιορδανίας ήταν δρώντες φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς της Βαγδάτης χωρίς όμως να μπορούν να κάνουν πολλά. [4] Μετά από αποτυχημένες υποκινήσεις της συμμαχίας προς το Ιράκ για την απόσυρση των στρατευμάτων του από το Κουβέιτ, ξεκινάει τον Ιανουάριο του 1991 η επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου», η οποία οδήγησε στη καταστροφή της ιρακινής αεροπορίας. Έπειτα από την κατά κράτος στρατιωτική υπεροχή των στρατευμάτων της συμμαχίας, οι εχθροπραξίες σταμάτησαν στις 28 Φεβρουαρίου και στη συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε, το Ιράκ έπρεπε να αναγνωρίσει την εθνική κυριαρχία του Κουβέιτ και να καταστρέψει οποιονδήποτε οπλισμό μαζικής καταστροφής είχε στην κατοχή του.[5]
Συρία και διεθνές γίγνεσθαι στην αρχή της δεκαετίας του 1990
Η κομβικότητα του Πολέμου του Κόλπου έγκειται στο ότι σηματοδότησε την έναρξη μίας νέας εποχής σε ένα νέο μεταψυχροπολεμικό τοπίο. Η προβολή ισχύος της Αμερικής στον Κόλπο κατέστησε φανερό πως πλέον δεν υπήρχε άλλος πόλος ισχύος να την ανταγωνιστεί. Ούτε οι πιο φιλόδοξοι αναλυτές της εποχής μπόρεσαν να προβλέψουν την επιτυχία της αμερικανικής επέμβασης. Ο Ζμπίγκνιεφ Μπρεζίνσκι πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, πριν την έναρξη του πολέμου, υπολόγιζε 20.000 θύματα Αμερικανών στρατιωτών.[6] Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η υπεροχή της Αμερικής και της συμμαχίας κατέστη φανερή κάτα τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Ο κόσμος είχε περάσει και επίσημα από την εποχή του διπολισμού σε εκείνη του μονοπολισμού. Ένα επιπλέον παράδειγμα επ’ αυτού ήταν και η μη-άσκηση βέτο της Μόσχας και του Πεκίνου στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την επέμβαση στο Κουβέιτ.[4]
Όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ανέλαβε καθήκοντα ως Γενικός Γραμματέας της ΕΣΣΔ, ανέπτυξε μια μεσανατολική πολιτική αντίστοιχη αυτής των ΗΠΑ στην περιοχή. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, προσέγγισε τις μοναρχίες του Κόλπου και το Ισραήλ. Η παρακμάζουσα εσωτερική κατάσταση του κράτους, όμως, προκάλεσε, από το 1985 και ύστερα, την απόσυρση της Σοβιετικής Ένωσης από την Μέση Ανατολή. Ως αποτέλεσμα αυτών, ο Χάφεζ Αλ Άσαντ, πρόεδρος του συριακού κράτους, προέβη σε αλλαγές στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Συρίας.[7]
Ο πρόεδρος Χάφεζ αλ Άσαντ ήταν ένας ρεαλιστής και προσαρμοστικός πολιτικός, ο οποίος είχε αντίληψη του «παιχνιδιού» της ισχύος και ήταν προσηλωμένος στους στόχους του. Δημιούργησε ένα κράτος εθνικής ασφάλειας επικεντρωμένο στην επιβίωση του καθεστώτος, λαμβάνοντας νομιμοποίηση από την εξωτερική πολιτική του. Οι στόχοι του ήταν: 1) η ανακατάληψη των χαμένων εδαφών του 1967, και κυρίως τα υψίπεδα Γκολάν και 2) η δίκαιη επίλυση του Παλαιστινιακού. Αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι της προεδρίας του σε αυτούς τους στόχους με μεγάλη υπομονή και δεν δίστασε να πάρει δύσκολες και μη-δημοφιλείς αποφάσεις όταν θεωρούσε ότι βοηθούσαν μακροπρόθεσμα στην επίτευξη αυτών των στόχων. Μία τέτοια απόφαση ήταν η επέμβαση ενάντια στην ΟΑΠ στον Λίβανο την δεκαετία του 1970. Θεωρούσε ότι η εθνική ασφάλεια της Συρίας ήταν αλληλένδετη με τον αγώνα των Αράβων ενάντια στο Ισραήλ. [8]
Η Συρία, καθ’ όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε σύμμαχος της ΕΣΣΔ. Η συμμαχία αυτή της εξασφάλισε οικονομική βοήθεια και στρατιωτικό εξοπλισμό από την δεκαετία του 1950 και ύστερα. Η εξάρτηση αυτή της Συρίας από το καθεστώς της Μόσχας την είχε αφήσει, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, παραγκωνισμένη και αποκλεισμένη στο σύστημα της Μέσης Ανατολής. Επομένως, όσο η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης καταλάγιαζε, η Συρία βρήκε την ευκαιρία να κάνει ένα «άνοιγμα» προς την Δύση με την συμμετοχή της στον Πόλεμο του Κόλπου. Εκτός από το μήνυμα που έστειλε στην Δύση, ήθελε επίσης να αποκτήσει και πάλι έναν περιφερειακό ρόλο ανάμεσα στα αραβικά κράτη[7], [9]
Καθοριστικός παράγοντας για την συμμέτοχή της Συρίας στην δυτική συμμαχία ήταν και η οικονομική κατάσταση της χώρας. Την δεκαετία του 1980 η οικονομία υπέστη μεγάλη ύφεση και ένας από τους λόγους ήταν η ξηρασία που έπληξε την χώρα εκείνη την περίοδο. Η ξηρασία σε συνδυασμό με την πτώση των χωρών του σοβιετικού μπλοκ που υπήρξαν, μέχρι πρότινος, οι κύριες αγορές για την Δαμασκό, οδήγησε σε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης της οικονομίας. Με τον ηγετικό ρόλο που ανέλαβε στην συμμαχία, η Συρία έστελνε το μήνυμα στις δυτικές αγορές ότι μπορούσε να αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή.[8] Επιπλέον, έλαβε από την Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ ένα «ευχαριστήριο» ποσό της τάξεως των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που αποτέλεσε ανάσα για την συριακή οικονομία.[9]
Τέλος, ένας εξίσου σημαντικός λόγος ένταξης της Συρίας στο πόλεμο ήταν τα πιθανά κέρδη που θα αποκτούσε ως αντάλλαγμα ο πρόεδρος Άσαντ στον Λίβανο. Τα κέρδη αυτά θα αναφερθούν αναλυτικότερα παρακάτω.
Βιβλιογραφία
[1] Stephen M. Walt, ‘Alliances in a Unipolar World’, World Politics, τ. 61, τχ. 1, σσ. 86–120, 2009, doi: 10.1017/S0043887109000045.
[2] C. Krauthammer, ‘The Unipolar Moment’, Foreign Affairs, τ. 70, τχ. 1, σσ. 23–33, 1990, doi: 10.2307/20044692.
[3] R. Hinnebusch, ‘Syria-Iraq relations: state construction and deconstruction and the MENA state system’, LSE Middle East Centre, τχ. 04, 2014, Ημερομηνία πρόσβασης: Μαΐου 11, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://core.ac.uk/reader/35433600
[4] Lawrence Freedman και Efraim Karsh, ‘How Kuwait Was Won: Strategy in the Gulf War’, International Security, τ. 16, τχ. 2, σσ. 5–41, 1991, Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 23, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://muse.jhu.edu/article/447278/summary
[5] ‘Persian Gulf War’, Encyclopædia Britannica. Encyclopædia Britannica, inc, Ιανουαρίου 09, 2020. Ημερομηνία πρόσβασης: Μαΐου 10, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://www.britannica.com/event/Persian-Gulf-War
[6] T. Mahnken, ‘The Gulf War in retrospect’, Foreign Policy, Ιανουαρίου 20, 2011. Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 22, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://foreignpolicy.com/2011/01/20/the-gulf-war-in-retrospect/
[7] T. L. Shad, S. Boucher, και J. G. Reddish, ‘Syrian Foreign Policy in the Post-Soviet Era’, Arab Studies Quarterly; Detroit, Ill., τ. 17, τχ. 1, σσ. 77–94, Spring 1995, Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 25, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://search.proquest.com/docview/1300243447/citation/217DEFF380BE4EFAPQ/1
[8] R. Hinnebusch, Syria : revolution from above. London: Routledge, 2002.
[9] I. Rabinovich, ‘Syria in 1990’, Current History, τ. 90, τχ. 552, σ. 29, 1991, [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://search.proquest.com/docview/1309778731?accountid=16330
[10] S. C. Pelletiere, ‘ASSAD AND THE PEACE PROCESS’:, Strategic Studies Institute, US Army War College, 1995. Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 24, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: www.jstor.org/stable/resrep11223
[11] R. Hinnebusch, ‘Pax‐Syriana? The origins, causes and consequences of Syria’s role in Lebanon’, Mediterranean Politics, τ. 3, τχ. 1, σσ. 137–160, Ιουνίου 1998, doi: 10.1080/13629399808414644.
[12] M. Kessler, H. Cobban, και H. Melhem, ‘What About Syria?’, Middle East Policy, τ. 7, τχ. 1, σσ. 101–112, Οκτωβρίου 1999, doi: 10.1111/j.1475-4967.1999.tb00345.x.
[13] Ann Mosely Lesch, ‘Contrasting Reactions to the Persian Gulf Crisis: Egypt, Syria, Jordan, and the Palestinians’, Middle East Journal; Washington, τ. 45, τχ. 1, σσ. 30–50, Spring 1991, Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 25, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://search.proquest.com/docview/1290734492/citation/D1A2F9F9C22742C8PQ/1
Πηγή εικόνας: https://abcnews.go.com/International/wireStory/ruins-syria-marks-50-years-assad-family-rule-74164152