Γράφει ο Αινείας Μανούσης
Η Εξωτερική πολιτική
Λίβανος
Ο Λιβανικός Εμφύλιος, που ξεκίνησε με αφορμή την δράση των Παλαιστίνιων και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) στο νότο του Λιβάνου, προβλημάτιζε το καθεστώς Άσαντ καθώς υπήρχε ο φόβος επέμβασης του Ισραήλ στον Λίβανο, εξέλιξη δυνητικά καταστρεπτική για την εθνική ασφάλεια της Συρίας. Αποφασίζει έτσι να επέμβει κατά της ΟΑΠ για να διατηρήσει την ισορροπία ισχύος στην περιοχή. Εν τέλει, δεν κατάφερε να αποτρέψει την εισβολή του Ισραήλ το 1982. Παρ’ όλα αυτά, ο Άσαντ εκμεταλλευόμενος τον φόβο του Ισραήλ και των ΗΠΑ (οι οποίες κλήθηκαν να επέμβουν) για εκτεταμένες απώλειες, και στηρίζοντας την νεοσύστατη σιιτική Χεζμπολάχ, καταφέρνει να ανατρέψει την ισορροπία ισχύος υπέρ του. Το μόνο εμπόδιο του Άσαντ προς το τέλος της δεκαετίας του 80 στον Λίβανο ήταν ο στρατηγός Αούν, ο οποίος είχε την υποστήριξη του Ιράκ.[10]
Ο Πόλεμος του Κόλπου αποτέλεσε ευκαιρία για την Συρία. Εν γνώσει των ΗΠΑ, η Δαμασκός επενέβη επιτυχημένα ενάντια στον στρατηγό Αούν. Μετά την συμφωνία του Ταΐφ η Συρία πλέον είχε τον απόλυτο έλεγχο του Λιβάνου εγκαθιδρύοντας στην ουσία μια «Pax Syriana». Κάθε δομή του Λιβάνου οργανώθηκε με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να είναι υπό τον έλεγχο της Δαμασκού και μακριά από Ισραηλινή επιρροή. Ο Λίβανος αντιμετωπιζόταν σαν συμπληρωματικός χώρος της Συρίας και κυρίως στον τομέα της οικονομίας. Οι απολαβές από τον Λίβανο την δεκαετία του 1990 έφταναν τα 1 δισεκατομμύριο δολάρια τον χρόνο και οι Σύριοι εργάτες που απασχολούνταν εκεί το 1 εκατομμύριο.[11]
Ηνωμένες Πολιτείες
Στις αρχές του 1990 το καθεστώς Άσαντ έκανε μια νύξη στις ΗΠΑ, πως ήθελε βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων και πως ήταν ανοιχτό σε νέες προτάσεις όσον αφορά στη διαμάχη με το Ισραήλ. Η Ουάσιγκτον αναγνώριζε την ηγετική θέση της Συρίας στον Λίβανο, αλλά είχε πρόβλημα με την εργαλειοποίηση της τρομοκρατίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Παρόλα αυτά, με την βοήθεια της Συρίας απελευθερώθηκε ένας Αμερικανός αιχμάλωτος στον Λίβανο.[9] Μάλιστα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο Άσαντ, αλλάζοντας την πάγια τακτική του, δέχεται να ξεκινήσει ξεχωριστές συνομιλίες ειρήνης με το Ισραήλ, υπό την επίβλεψη των ΗΠΑ. Σε αυτές της συνομιλίες, αν και δεν καρποφόρησαν, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος. Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και ο Άσαντ χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να πετύχει μια έντιμη συμφωνία ειρήνης. Η Χεζμπολάχ του Λιβάνου ήταν το κύριο μέσο πίεσης της Συρίας μέσω επιθέσεων στο βορρά του Ισραήλ. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν αμφιβολίες για το αν οι συζητήσεις είχαν στόχο να κωλυσιεργήσουν ή εάν γινόταν όντως προσπάθεια για ειρήνη. Όλα δείχνουν, πως υπήρχε ισχυρή θέληση και από τις δύο πλευρές για σύναψη ειρήνης. Αυτές οι συνομιλίες υπήρξαν σημαντικές και κατέστησαν δυνατές λόγω της αλλαγμένης στάσης της Συρίας.[8], [10], [12]
Αίγυπτος και Κράτη Κόλπου
Μετά την Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ η Συρία είχε διακόψει τις σχέσεις της με την Αίγυπτο, οι οποίες αποκαταστάθηκαν το 1989. Η Συρία δεν επιθυμούσε πλέον την απομόνωση από τα αραβικά τεκταινόμενα. Συρία και Αίγυπτος θεωρούσαν ότι το Ιράκ μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία ισχύος στην περιοχή, με πολλούς αξιωματούχους της Δαμασκού να φοβούνται πως η χώρα θα αρχίσει να εξαρτάται από το καθεστώς του Σαντάμ. Έτσι αποφάσισαν να πορευτούν μαζί με τις υπερδυνάμεις κατά του αναθεωρητικού Ιράκ, παρ’ όλο που η κοινή γνώμη ήταν αντίθετη και στα δύο κράτη. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να περιορίσουν την ισχύ του Ιράκ και έγιναν, από κοινού με την Σαουδική Αραβία, ο πυρήνας των αραβικών χωρών στην συμμαχία κατά του Ιράκ.[12] Ο πρόεδρος Άσαντ ευελπιστούσε οι καλές σχέσεις της Συρίας με την Αίγυπτο και την Σαουδική Αραβία να συνδυαστούν με τις χρόνιες φιλικές σχέσεις που είχε η Δαμασκός με το Ιράν. Μάλιστα, το καθεστώς Άσαντ είχε διαμεσολαβήσει έτσι ώστε να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις μεταξύ Καΐρου και Τεχεράνης. Επιπρόσθετα, θεωρούσε πως ένας άξονας Ριάντ-Δαμασκός-Κάιρο θα έθετε την Συρία σε θέση να έρθει σε μία συμφωνία με το Ισραήλ, που θα επανάφερε την εθνική κυριαρχία της Συρίας στα υψίπεδα Γκολάν και θα έλυνε το Παλαιστινιακό με τρόπο ωφέλιμο για αυτήν.[13] Η στρατιωτική βοήθεια που προσέφερε ο Άσαντ στον Πόλεμο του Κόλπου βοήθησε στην ανάπτυξη των σχέσεων της Συρίας και με τα υπόλοιπα Κράτη του Κόλπου, τα οποία προσέφεραν οικονομική βοήθεια και υποσχέθηκαν να διαμεσολαβήσουν με τα ευρωπαϊκά κράτη για πιθανή συνεργασία τους με την Συρία ανοίγοντας έτσι προοπτικές σε καινούργιες αγορές για την Συρία.[13]
Ιράν
Μπορεί οι σχέσεις με το Ιράν να ήταν σταθερές από το 1979 αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον ρόλο που αυτές διαδραμάτισαν, τόσο για τον έλεγχο του Λιβάνου όσο και για τις ειρηνευτικές συνομιλίες με το Ισραήλ. Η επιρροή του Ιράν στους σιιτικούς πληθυσμούς και ειδικότερα στην Χεζμπολάχ υπήρξε το «κλειδί» για τον Λίβανο.[8] Όσον αφορά στον Πόλεμο του Κόλπου, ο Άσαντ αγωνιούσε η Τεχεράνη να συμφωνήσει με το εμπάργκο που τέθηκε στο Ιράκ από τον ΟΗΕ, πράγμα που όμως δεν συνέβη. Το Ιράν ήταν καχύποπτο απέναντι στο κράτος της Σαουδικής Αραβίας και καταδίκασε την παρουσία Αμερικανών στρατιωτών στην περιοχή. Ως αποτέλεσμα ελλόχευε ο κίνδυνος η Τεχεράνη να έρθει κοντά με την Βαγδάτη και η Συρία να βρεθεί απομονωμένη ανάμεσα στο Ιράκ και το Ισραήλ.[13] Φυσικά όμως, αυτό το σενάριο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Συμπεράσματα
Η στρατηγική της Συρίας για την επιβίωση του καθεστώτος στην αυγή της «νέας τάξης πραγμάτων», συνέπεσε χρονικά με τον Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), τον οποίο και εργαλειοποίησε για να μετατρέψει μια δυσχερή κατάσταση σε ωφέλιμη. Κατάφερε να ανοιχτεί προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα υπόλοιπα αραβικά κράτη, να βοηθήσει στην κατατρόπωση ενός περιφερειακού και επικίνδυνου ανταγωνιστή και να εδραιώσει την ηγεμονία της στον Λίβανο, αλλάζοντας και τις ισορροπίες ισχύος με το Ισραήλ. Εκτός από τις βραχυπρόθεσμες θετικές επιπτώσεις που επέφεραν αυτές οι κινήσεις (οικονομία), ο γράφων θεωρεί ότι αυτές υπήρξαν και μακροπρόθεσμα καταλυτικές για την επιβίωση του καθεστώτος. Μέσω αυτών τον επιτυχιών, ο Χάφεζ αλ Άσαντ έδωσε πολύτιμο χρόνο και συμμάχους στον γιό του και νυν πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, ώστε να επιβιώσει. Παράδειγμα του εν λόγω συλλογισμού θα μπορούσε να αποτελέσει η Χεζμπολάχ, η οποία αποδείχθηκε κομβική στον αγώνα ενάντια των ισλαμιστών την δεκαετία του 2010.
Βιβλιογραφία
[1] Stephen M. Walt, ‘Alliances in a Unipolar World’, World Politics, τ. 61, τχ. 1, σσ. 86–120, 2009, doi: 10.1017/S0043887109000045.
[2] C. Krauthammer, ‘The Unipolar Moment’, Foreign Affairs, τ. 70, τχ. 1, σσ. 23–33, 1990, doi: 10.2307/20044692.
[3] R. Hinnebusch, ‘Syria-Iraq relations: state construction and deconstruction and the MENA state system’, LSE Middle East Centre, τχ. 04, 2014, Ημερομηνία πρόσβασης: Μαΐου 11, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://core.ac.uk/reader/35433600
[4] Lawrence Freedman και Efraim Karsh, ‘How Kuwait Was Won: Strategy in the Gulf War’, International Security, τ. 16, τχ. 2, σσ. 5–41, 1991, Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 23, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://muse.jhu.edu/article/447278/summary
[5] ‘Persian Gulf War’, Encyclopædia Britannica. Encyclopædia Britannica, inc, Ιανουαρίου 09, 2020. Ημερομηνία πρόσβασης: Μαΐου 10, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://www.britannica.com/event/Persian-Gulf-War
[6] T. Mahnken, ‘The Gulf War in retrospect’, Foreign Policy, Ιανουαρίου 20, 2011. Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 22, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://foreignpolicy.com/2011/01/20/the-gulf-war-in-retrospect/
[7] T. L. Shad, S. Boucher, και J. G. Reddish, ‘Syrian Foreign Policy in the Post-Soviet Era’, Arab Studies Quarterly; Detroit, Ill., τ. 17, τχ. 1, σσ. 77–94, Spring 1995, Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 25, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://search.proquest.com/docview/1300243447/citation/217DEFF380BE4EFAPQ/1
[8] R. Hinnebusch, Syria : revolution from above. London: Routledge, 2002.
[9] I. Rabinovich, ‘Syria in 1990’, Current History, τ. 90, τχ. 552, σ. 29, 1991, [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://search.proquest.com/docview/1309778731?accountid=16330
[10] S. C. Pelletiere, ‘ASSAD AND THE PEACE PROCESS’:, Strategic Studies Institute, US Army War College, 1995. Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 24, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: www.jstor.org/stable/resrep11223
[11] R. Hinnebusch, ‘Pax‐Syriana? The origins, causes and consequences of Syria’s role in Lebanon’, Mediterranean Politics, τ. 3, τχ. 1, σσ. 137–160, Ιουνίου 1998, doi: 10.1080/13629399808414644.
[12] M. Kessler, H. Cobban, και H. Melhem, ‘What About Syria?’, Middle East Policy, τ. 7, τχ. 1, σσ. 101–112, Οκτωβρίου 1999, doi: 10.1111/j.1475-4967.1999.tb00345.x.
[13] Ann Mosely Lesch, ‘Contrasting Reactions to the Persian Gulf Crisis: Egypt, Syria, Jordan, and the Palestinians’, Middle East Journal; Washington, τ. 45, τχ. 1, σσ. 30–50, Spring 1991, Ημερομηνία πρόσβασης: Απριλίου 25, 2020. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://search.proquest.com/docview/1290734492/citation/D1A2F9F9C22742C8PQ/1
Πηγή εικόνας: https://abcnews.go.com/International/wireStory/ruins-syria-marks-50-years-assad-family-rule-74164152