Γράφει ο Ευάγγελος Ζαρκαδούλας
Η προκαταρκτική εξέταση είναι η ποινική διαδικασία, μέσω της οποίας η Εισαγγελική Αρχή διερευνά το ενδεχόμενο τέλεσης αξιόποινων πράξεων και της άσκησης ποινικής δίωξης σε υπόπτους. Ως αιτίες της γέννησης της μπορούν να προσδιοριστούν ο περιορισμός του φαινομένου των κατηγορούμενων αθώων, όπως και η επιβάρυνση των δικαστικών αρχών. Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (στο εξής Κ.Π.Δ.) που ψηφίστηκε με τον Ν. 4620/2019 και τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου του 2019, επέφερε αρκετές αλλαγές στο δικονομικό ποινικό δίκαιο. Τροποποιήσεις επήλθαν και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, με τη συστηματοποίηση σε δύο άρθρα διάσπαρτων διατάξεων που την αφορούσαν και είχαν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη, ως αποτέλεσμα της εναρμόνισης με νομοθετικές πράξεις του δευτερογενούς ή παράγωγου ενωσιακού δικαίου.
Ο ισχύων Κ.Π.Δ. ενδυνάμωσε εκ νέου και περαιτέρω την προκαταρκτική εξέταση, προσδίδοντας της υποχρεωτικό χαρακτήρα όχι μόνο στα κακουργήματα, αλλά και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και του Τριμελούς Εφετείου, αφήνοντας ανέγγιχτες τις εξαιρέσεις, εάν έχει διενεργηθεί προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση (αρ. 43). Μία καινοτομία που εισήχθη προκαλώντας ουσιαστική αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης ως ποινικής διαδικασίας, είναι η πρόβλεψη αφενός της χρήσης αποδεικτικών μέσων, όπως ενδεικτικά είναι η αυτοψία και η πραγματογνωμοσύνη, αφετέρου της διενέργειας των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων (αρ. 243). Παράλληλα με την ενίσχυση της προκαταρκτικής εξέτασης, κρίθηκαν απαραίτητα, τόσο ο εξοπλισμός του υπόπτου με νέα δικαιώματα, όσο και η συγκεντροποίηση των δικαιωμάτων του (αρ. 244), που έχουν επιβληθεί με δεσμευτικές νομικές πράξεις υπερνομοθετικής ισχύος του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής Ε.Σ.Δ.Α.) μέσω της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής Ε.Δ.Δ.Α.).
Η υποχρέωση του διενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση να ενημερώσει προηγουμένως τον ύποπτο, πριν την εξέταση του για τα δικαιώματα του περιλαμβανόταν στην παρ. 2, του αρ. 31 του παλαιού Κ.Π.Δ.. Ο Ν. 4236/2014, που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2012/13/ΕΕ, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, προσέθεσε το αρ. 99Α στον παλαιό Κ.Π.Δ., συγκεκριμενοποιώντας το δικαίωμα άμεσης ενημέρωσης στον ύποπτο και διακρίνοντας το στα δικαιώματα παράστασης με συνήγορο, παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών, ενημέρωσης για την κατηγορία, διερμηνείας και μετάφρασης και σιωπής. Διάταξη που επαναλήφθηκε σχεδόν αυτούσια και στον νέο Κ.Π.Δ., με τη προσθήκη στο δικαίωμα σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης (αρ. 95), εξαιτίας της προηγούμενης μεταφοράς της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ με τον Ν. 4596/2019.
Η ενημέρωση του υπόπτου για τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, για να έχει έμπρακτη αξία, προϋποθέτει τον σεβασμό τους, διαφύλαξη που κατοχυρώνεται, τόσο στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρ. 48, παρ. 2), ο οποίος κατέστη δεσμευτικός και μάλιστα με ισχύ πρωτογενούς δικαίου με την Συνθήκη της Λισαβόνας, όσο και με το αρ. 6 της Ε.Σ.Δ.Α.. Σε δικαστηριακό επίπεδο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την πρόσφατη υπ’ αριθ. C-467/18 απόφαση του, έκρινε ότι, ύποπτος στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας, στον οποίο επιβάλλεται ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα, δικαιούται ενημέρωσης των δικαιωμάτων του και πρόσβασης σε δικηγόρο. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τα αρχικά στάδια αστυνομικών ερευνών και διερεύνησης ποινικών υποθέσεων, όπως στην προκαταρκτική εξέταση, είχε ήδη νομολογηθεί με σειρά αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. υπόθεση Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
Με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, ο ύποπτος είχε τα δικαιώματα πρόσβασης σε δικηγόρο και παράστασης με συνήγορο κατά την παροχή εξηγήσεων (αρ. 31, παρ. 2 παλαιού Κ.Π.Δ.). Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο επαναπροσδιορίστηκε με τον Ν. 4478/2017, που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2013/48/ΕΕ, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, προσθέτοντας και το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων, καθώς και προσδίδοντας απόρρητο χαρακτήρα στην επικοινωνία του υπόπτου με τον συνήγορο του σε συμμόρφωση και με την νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. υπόθεση Castravet κατά Μολδαβίας).
Το δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας σε οικονομικώς αδύναμους υπόπτους στην προκαταρκτική εξέταση που συνδέεται με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν προβλεπόταν στον Ν. 3226/2004, ερχόμενο σε αντίθεση με την νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., δικαίωμα που χορηγήθηκε μετά την μεταφορά της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ. Η δε ενημέρωση στον ύποπτο για την κατηγορία εξειδικεύεται στον ισχύον Κ.Π.Δ. με την ελάχιστη πληροφόρηση του για τις διερευνώμενες ποινικές διατάξεις και για τα θέματα επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις (αρ. 244). Αξίωση που προϋπήρχε, σύμφωνα το αρ. 6, παρ. 3, εδ. (α) της Ε.Σ.Δ.Α., κατά το οποίο όπως το έχει ερμηνεύσει το Ε.Δ.Δ.Α. η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τα περιστατικά και τις νομικές διατάξεις στις οποίες υπάγονται, αλλά και στο ενωσιακό ποινικό δίκαιο και συγκεκριμένα στο αρ. 6, παρ. 1 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, που προβλέπει άμεση και δεόντως λεπτομερή ενημέρωση του υπόπτου, σχετικά με την ποινική κατηγορία, το οποίο, όμως, δεν μεταφέρθηκε τότε στην ελληνική ποινική νομοθεσία με την υπόλοιπη Οδηγία.
Η Οδηγία 2010/64/ΕΕ, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 4236/2014, εξειδικεύει το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης όλων των ουσιωδών εγγράφων της διαδικασίας. Αντιστοίχως, η Ε.Σ.Δ.Α. ορίζει την πληροφόρηση σε κατανοητή γλώσσα της φύσης και του λόγου της κατηγορίας (αρ. 6, παρ. 3, εδ. (α)).
Το τελευταίο δικαίωμα ενημέρωσης που απέκτησε ο ύποπτος, αλλά όχι λιγότερης σημασίας από τα προαναφερόμενα, είναι το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Τα δικαιώματα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης αποτελούν εκφάνσεις του δικαιώματος σε μία δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το αρ. 6, παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως νομολογιακά έχει κρίνει το Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. υπoθέσεις Murray και Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Ένα ακόμα δικαίωμα που εισήχθη στην ελληνική ποινική δικαιοταξία με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ είναι η χορήγηση εγγράφου στον ύποπτο που συλλαμβάνεται ή κρατείται για να λαμβάνει γνώση των δικαιωμάτων του (παλαιό αρ. 99Α και νυν αρ. 96 Κ.Π.Δ.).
Στις ρυθμίσεις σχετικά με την προκαταρκτική εξέταση επήλθαν και άλλες αλλαγές. Η μία αφορά το δικαίωμα του υπόπτου να ζητήσει με αίτηση του την διεξαγωγή αποδείξεων προς αντίκρουση της κατηγορίας (αρ. 102 Κ.Π.Δ.), υπό την επήρεια της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. υπόθεση Poropat κατά Σλοβενίας). Άλλες δύο τροποποιήσεις έχουν σχέση με την χρονική προθεσμία κλήσης του υπόπτου πριν την εξέταση του (αρ. 244 Κ.Π.Δ.) και στην χορήγηση προθεσμίας για την παροχή των εξηγήσεων (αρ. 103 Κ.Π.Δ.). Αυτές οι αλλαγές οφείλονται στην προοδευτικότητα του έλληνα νομοθέτη και μπορούν να ενταχθούν στην νομική πρόβλεψη του αρ. 6, παρ. 3, εδ. (β) της Ε.Σ.Δ.Α., στην οποία ορίζεται ότι, ο κατηγορούμενος πρέπει να διαθέτει το χρόνο και την αναγκαία ευκολία για την προετοιμασία της υπεράσπισης του. Στον νυν Κ.Π.Δ. προβλέπεται, αφενός κλήση στον ύποπτο για παροχή εξηγήσεων πριν από πέντε ημέρες αντί των σαράντα οκτώ ωρών, αφετέρου ο ύποπτος μπορεί να ζητήσει προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ ωρών για την παροχή τους, ενώ, πριν, σε αντίθεση είχε δικαίωμα να ζητήσει μέχρι σαράντα οκτώ ώρες, με την δυνατότητα όμως παράτασης.
Δεν μπορεί να τύχει παράβλεψης η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας πέραν των κατηγορουμένων και των υπόπτων. Νομοθετική ρύθμιση που επήλθε λόγω της μεταφοράς της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ και διατηρήθηκε αυτούσια και στον ισχύον Κ.Π.Δ. (αρ. 71).
Καταληκτικά, η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και ιδίως οι ενωσιακές Οδηγίες έχουν «θωρακίσει» τον ύποπτο στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης του ελληνικού ποινικού δικαίου με την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων του. Όσον αφορά το ενωσιακό ποινικό δίκαιο, μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας γνωρίζει μία δυναμική εξέλιξη με την έκδοση Οδηγιών, στοχεύοντας στην σταδιακή εναρμόνιση των ποινικών δικονομικών δικαίων των κρατών μελών μέσω της αρχικής σύγκλισης του επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και των υπόπτων σε ποινικές διαδικασίες. Αυτό επέτρεψε στον έλληνα νομοθέτη να προχωρήσει με τον νέο Κ.Π.Δ. στην ουσιαστική αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης, με την νομική πρόβλεψη χρήσης αποδεικτικών μέσων και διενέργειας ανακριτικών πράξεων για την διευκόλυνση των σκοπών της.
Πηγές:
Αναγνωστόπουλος Η., «Δικαιώματα των Κατηγορουμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2017.
Περάκης Μ., «Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2015.
Κοτσαλής Λ., «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014.
Τζέμος Β., «Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2015.
Καιάφα-Γκμπάντι Μαρία, «Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016.
Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1998.
Φαρσεδάκης Ι. & Σατλάνης Χ, «Ποινική Δικονομία», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014.
EUR-Lex Πρόσβαση στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Νομοθεσία της ΕΕ», http://eur-lex.europa.eu/collection/eu-law/legislation/recent.html
CVRIA Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», curia.europa.eu/juris/recherche.jsf?language=el
ECHR CASE LAW.com Νομολογία ΕΔΔΑ, https://www.echrcaselaw.com/
Βουλή των Ελλήνων, «Αναζήτηση Νομοθετικού Έργου», https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou