Loading...
Latest news
Ιστορία και Πολιτισμός

Η στρατηγική σημασία της τουρκικής γλώσσας και Ιστορίας στη Συσπείρωση των κρατών-μελών του τουρκικού συμβουλίου

Γράφει η Φωτεινή Διακουμάκου

Στην παγκόσμια πολιτική του 21ου αιώνος απαντάται πλήθος πόλων και πολιτισμών, ενώ ο όρος του εκμοντερνισμού δεν ταυτίζεται σημασιολογικά με τον εκδυτικισμό. Την επαύριον του Ψυχρού Πολέμου, η μετάβαση από την παράδοση στη νεωτερικότητα δεν προκαλεί την ανάδειξη ενός οικουμενικού πολιτισμού, ούτε την πολιτισμική αφομοίωση των μη-δυτικών κοινωνιών. Η ισορροπία δυνάμεων μεταβάλλεται, ο δυτικός κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με την οικονομική και πολιτική άνθηση των ασιατικών κρατών, τη πληθυσμιακή αύξηση του Ισλάμ και την επιδίωξη των μη-δυτικών πολιτισμών για επιβεβαίωση και ανάδειξη των αξιών τους. Έτσι αναδύεται μια νέα τάξη πραγμάτων, θεμελιωμένη στην πολιτισμική συγγένεια, στα πλαίσια της οποίας οι κοινωνίες συνεργάζονται μεταξύ τους και τα κράτη συσπειρώνονται υπό την καθοδήγηση κρατών του ιδίου πολιτισμού. Επιπλέον, τα δυτικά πρότυπα της παγκοσμιοποίησης έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα εναλλακτικά μοντέλα.  Η τάση προς ομαδοποίηση των κρατών με βάση τις κοινές γλωσσικές, ιστορικές και πολιτισμικές καταβολές τους εντός του ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος, έγκειται στην ανάγκη τους για επιβίωση και ειρηνική συνύπαρξη, διεκδικώντας ταυτόχρονα τα βέλτιστα πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα.

Στο παρόν άρθρο, εξετάζεται η προσπάθεια της πολιτικοποίησης της τουρκικής γλώσσας, της ιστορίας και της εκπαίδευσης, ως θεμέλιους λίθους του Συμβουλίου των Τουρκόφωνων κρατών. Απώτερο σκοπό της ίδρυσης του οργανισμού αποτελεί η περιφερειακή ολοκλήρωση του Τουρκικού κόσμου. Η βιωσιμότητά του εξαρτάται από την ομοιογένεια και την εδραίωση της αντίληψης της αλληλεγγύης εντός των πληθυσμιακών ομάδων των χωρών-μελών του Συμβουλίου. Η σύγκλιση ενθαρρύνει τη δημιουργία ηθικού και εθνικού φρονήματος, ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωση των μελών και κατά συνέπεια της ίδιας της Ένωσης, στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού.

Το προς εξέτασιν ζήτημα επιχειρείται να διερευνηθεί μέσα από την προσέγγιση της πολιτικής ολοκλήρωσης του Karl W. Deutsch, η οποία γεφυρώνει την κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία ως αντίποδα στην αναρχία που επικρατεί στο διεθνές σύστημα, σε συνδυασμό με την χρήση μέσων ήπιας ισχύος, ώστε να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος.

Ο Karl W. Deutsch εξηγεί στο βιβλίο του «Political Community and the North Atlantic Area: International Organization in the Light of Historical Experience» πως κύριος σκοπός της πολιτικής ολοκλήρωσης είναι να λειτουργεί ως μέσο σταθεροποίησης του κρατικού συστήματος και αποτροπής πολέμων και συγκρούσεων μεταξύ των κρατών. Αυτό επιτυγχάνεται δια των κοινοτήτων ασφαλείας, τις οποίες κατηγοριοποιεί σε δύο πρότυπα: τις αμαλγαματοποιημένες (amalgamated) και τις πλουραλιστικές (pluralistic).

Πυρήνα της συγκεκριμένης προσέγγισης αποτελεί η παραδοχή ότι η επικοινωνία, η γλωσσική και πολιτισμική σύγκλιση δηλαδή, είναι ο συνδετικός κρίκος των κοινωνικών ομάδων γενικά και των πολιτικών κοινοτήτων ειδικότερα. Μέσα από την διεργασία της αλληλεπίδρασης, η ομάδα καθίσταται ικανή να σκέφτεται και να δρα παρόμοια. Ο Deutsch υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι πολιτιστικές συμπράξεις, η εκπαίδευση, οι ανταλλαγές φοιτητών και επιστημονικού προσωπικού, συνηγορούν στη δημιουργία ενός κοινωνικού ιστού όχι μόνο μεταξύ των ελίτ αλλά και των μαζών, ενσταλάζοντας σε αυτές την αίσθηση της κοινότητας και επιτρέποντας την περιφερειακή ολοκλήρωση. Έτσι, προλαμβάνεται η σύγκρουση, μιας και τα μέλη της κοινότητας θα διευθετήσουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα. Στο σημείο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη για επιβίωση και στη συνέχεια μεγιστοποίηση της ισχύος των νεοσύστατων κρατών της περιοχής της Κεντρικής Ασίας, αμέσως μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος και των κρίσιμων ζητημάτων που προέκυψαν εξαιτίας αυτής.

Όπως αναφέρθηκε, η γλωσσική και πολιτισμική σύγκλιση, επιτυγχάνεται με την επιστράτευση μέσων ήπιας ισχύος, ήτοι εκπαίδευση, πολιτιστικά δρώμενα και προβολή προτύπων από τα μέσα ενημέρωσης. Η ήπια ισχύς εφαρμόζεται από τα κράτη ως αντίποδας της σκληρής ισχύος κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Συνδέεται με την ικανότητα μιας χώρας να δελεάσει άλλους λαούς ώστε να αποδεχτούν την κουλτούρα και τις συνήθειες της. Έτσι, σύμφωνα με τον Joseph Nye, δημιουργούνται βαθύτεροι δεσμοί μεταξύ των εμπλεκομένων. Βασικά εργαλεία για την εφαρμογή της ήπιας ισχύος θεωρείται η άσκηση της πολιτιστικής και της δημόσιας κατ’ επέκτασιν διπλωματίας. Η διαδικασία αυτή βασίζεται στην αμοιβαία επικοινωνία και αλληλεπίδραση, την πειθώ και τη συνεργασία. Έτσι χειραγωγούνται οι προτιμήσεις και προβάλλονται νέες αξίες στις πληθυσμιακές ομάδες. 

Το ερώτημα που προκύπτει και θα κληθεί να απαντηθεί μέσα από τη διερεύνηση είναι το εξής: Δύναται η συνύπαρξη των πολιτισμικών και γλωσσικών καταβολών να καταστεί ικανή ώστε να αναδείξει το Τουρκικό Συμβούλιο σε πολιτική σύμπραξη, που θα επιφέρει την περιφερειακή ολοκλήρωση και εν τέλει την ειρήνη στην περιοχή;

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Οι Διεθνείς Οργανισμοί της Δύσης υποστηρίζουν την ανταλλαγή ιδεών, γνώσεων και πολιτιστικών στοιχείων στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Ευνοούν την πολυγλωσσία και τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η πολυγλωσσία κυριαρχεί ανάμεσα στις δράσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής τους στα πλαίσια της πολυπολιτισμικής πολυμορφίας. Με γνώμονα την προαγωγή στον σεβασμό της διαφορετικότητας και την ενίσχυση της αίσθησης της επικοινωνίας μεταξύ χωρών και πληθυσμών, επιδιώκεται η ειρηνική συνύπαρξη των διαφορετικών μορφών κουλτούρας.

Οι γλώσσες ενώνουν τους λαούς και ενισχύουν την διαπολιτισμική κατανόηση. Στα θεσμικά πλαίσια των διεθνών οργανισμών ενισχύεται η συνεργασία μεταξύ των κρατών στον τομέα της πολυγλωσσίας και της διδασκαλίας των γλωσσών στα σχολεία. Ωστόσο, η περιφερειακή ολοκλήρωση δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, ενδεχομένως και εξαιτίας της ανυπαρξίας μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, υπό την έννοια της ομάδας με βασικό χαρακτηριστικό τη γλωσσική και πολιτισμική ετερότητα. Τα κυρίαρχα έθνη κράτη προβάλλουν τις πολιτιστικές τους παραδόσεις ως άμεσα συνδεδεμένες με τις εθνικές τους γλώσσες. Έτσι, ανθίστανται στον γλωσσικό και πολιτισμικό πλουραλισμό. Η χρήση των μέσων ήπιας ισχύος, όπως η εκπαίδευση και η προβολή προτύπων με σκοπό την πολιτιστική και γλωσσική σύγκλιση, θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως μία πολιτική πλήρους ένταξης των ετερόκλητων πληθυσμών στη βάση της κουλτούρας των ισχυρών μελών.

Η ΤΟΥΡΚΟΦΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟΙ ΛΙΘΟΙ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σε αντίθεση με τον πολιτιστικό πλουραλισμό της Δύσης έρχεται το θεμελιώδες, αναφορικά με την ίδρυση του Τουρκικού Συμβουλίου, ιδεώδες της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Η έννοια του έθνους ανάγεται στις κοινές καταβολές όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η ιστορία και ο πολιτισμός. Η κοινή ιστορική πορεία διαμορφώνει τη συλλογική συνείδηση και οδηγεί σε μία ενιαία εθνική ομάδα. Τα μέλη του οργανισμού συσπειρώνονται γύρω από τη γλωσσική, ιστορική και πολιτισμική παράδοση που ξεκινά να διαμορφώνεται με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ριζώνει στα χρόνια του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αναθεωρείται μετά την πτώση της ΕΣΣΔ.

Η γλώσσα και η ιστορία κατέχουν διακριτή θέση στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Η μυθοπλασία περί της μακραίωνης τουρκικής ιστορίας και των καταβολών της τουρκικής φυλής και γλώσσας, αποσκοπούν στην ομογενοποίηση του πληθυσμού και την προβολή της ετερότητας του τουρκικού έθνους. Η καλλιέργεια συνείδησης περί αρχέγονης προέλευσης των Τούρκων από τα βάθη της Ανατολής εξυπηρετεί στην αναγνώριση της τουρκικότητας σε διεθνές επίπεδο, μιας και το εν λόγω έθνος – σύμφωνα πάντα με τα ανυπόστατα ιστοριογραφικά κατασκευάσματα – υπήρξε ήδη από τα προϊστορικά χρόνια στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής (εμφανίστηκαν μόλις τον 8ο αιώνα μ.Χ.). Έτσι, καλλιεργείται μέχρι και σήμερα η ενίσχυση της λαϊκής υπερηφάνειας προς τον τουρκικό πολιτισμό, με αποτέλεσμα οι Τουρκόφωνοι να διεκδικούν μια αξιόλογη θέση ανάμεσα στους πολιτισμούς του κόσμου.

Ο Κεμάλ υποστήριζε ότι «η συγγραφή της ιστορίας είναι πολυτιμότερη ακόμη κι από την ίδια την ύπαρξή της». Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η θέση για την Ιστορία του τουρκικού έθνους προωθήθηκε μέσα από τις εργασίες του Ινστιτούτου Τουρκικής Ιστορίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1930 και αποστολή του ήταν να πείσει τους τουρκόφωνους λαούς περί της ανωτερότητας και της αρχέγονης προέλευσης της φυλής τους. Αναλυτικότερα, στο πρώτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1932, αναφέρεται ότι η ύπαρξη του έθνους τοποθετείται πολύ νωρίτερα από την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μάλιστα είναι οι Τούρκοι ο λαός εκείνος, που μεταλαμπάδευσε τον πολιτισμό στα άλλα έθνη. Επιπλέον, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ίδιου συνεδρίου, όπως αυτά παρατίθενται από τον Σπύρο Βρυώνη, η τουρκική φυλή δεν ταυτίζεται με την κίτρινη. Οι Τούρκοι είναι λευκοί και βραχυκέφαλοι, απόγονοι αυτών που ίδρυσαν τον πρώτο πολιτισμό στην οικουμένη, ο οποίος κατοικούσε την Κεντρική Ασία.

Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση συγκροτεί μία διαδικασία επιστράτευσης της μυθοπλασίας κατά την ιστοριογραφία, με σκοπό την εξιδανίκευση του προϊσλαμικού παρελθόντος. Η επιδίωξη για πλήρη κατανόηση και εδραίωση του αισθήματος κοινής ταυτότητας, πραγματοποιείται ακόμα και με σημείο αναφοράς ένα πλαστό κατασκεύασμα.

Η γλώσσα, από την άλλη μεριά, λειτουργεί ως σύμβολο αλλά και µέσο επικοινωνίας, ικανό να ενισχύσει την συναισθηματική και οργανική προσκόλληση στο έθνος. Είναι, δηλαδή, η μέθοδος διαμέσου της οποίας συναισθηματικώς φορτισμένα προϊόντα περνούν από γενιά σε γενιά, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί «τρόπο συγκόλλησης» ενός έθνους ευρείας διασποράς. Η συμβολή της στη δημιουργία και αναγνώριση της ταυτότητας, καθώς και στη διαμόρφωση του αισθήματος εθνικής υπερηφάνειας είναι υπερμεγέθης, ενώ ταυτόχρονα παίζει βαρυσήμαντο ρόλο στη δημιουργία και διατήρηση του αισθήματος του «ανήκειν» εντός των πληθυσμών.

Παρομοίως, κατασκεύασμα μυθοπλασίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η Γλωσσική Θεωρία του Ήλιου. Η θεωρία στηρίχθηκε στο έργο του Hermann F. Kvergic, ενός Βιεννέζου γλωσσολόγου, ο οποίος επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα «ποια ήταν η πρώτη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος στη γη». Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι η τουρκική υπήρξε η πρώτη γλώσσα που άρθρωσαν οι πρώτοι νοήμονες άνθρωποι.  Επικεντρώνεται στο ρόλο του Ηλίου, καθώς το μέγεθος και η μεγαλοπρέπειά του τούς προκάλεσαν δέος και θέλοντας να το εκφράσουν γεννήθηκε η πρώτη λέξη. Ο Κεμάλ Ατατούρκ άδραξε την ευκαιρία και προέβαλε την εν λόγω θεωρία το 1935. Ως επιστέγασμα της γλωσσικής μεταρρύθμισης που είχε ήδη προηγηθεί και περιελάμβανε την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου προς αντικατάσταση του αραβικού και την εκκαθάριση της γλώσσας από μη τουρκικά στοιχεία, η Θεωρία του Ήλιου αποτέλεσε απόπειρα να προβληθεί η δεσπόζουσα θέση της τουρκικής γλώσσας στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας, από όπου προέρχεται το τουρκικό έθνος.

Συμπερασματικά λοιπόν, η γλώσσα επηρεάζει αλλά και επηρεάζεται από τη διεργασία για τη δημιουργία και την επιβίωση ενός έθνους. Επίσης, γλώσσα και αυθεντικότητα συνδέονται άρρηκτα. Υπό αυτή την έννοια, τα έθνη προσανατολίζονται στις αρχέγονες ρίζες τους, στις προγονικές γλωσσικές και πολιτισμικές καταβολές τους, που συνεχίζουν να  υπάρχουν μέχρι και σήμερα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η γλωσσική και πολιτισμική σύγκλιση αποτελεί τη βάση της διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας, η οποία προωθείται μέσα από εκπαιδευτικές δράσεις και αξιοποιείται στα θεσμικά πλαίσια των περιφερειακών οργανισμών. Η διαμόρφωση των κοινοτήτων ασφαλείας, έτσι όπως ορίζονται από τον Deutsch, δύναται να επιφέρει την ειρηνική αλλαγή, ως επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων εντός των θεσμών και χωρίς την ανάγκη για προσφυγή στη χρήση βίας. Τα μέλη της κοινότητας δεν θα πολεμήσουν μεταξύ τους, αλλά θα διευθετήσουν τις διαφορές τους μέσα από τη συνεργασία και τις συμπράξεις στα πλαίσια περιφερειακών οργανισμών, επιτυγχάνοντας μελλοντικά την ολοκλήρωση. Το Τουρκικό Συμβούλιο αποτελεί παράδειγμα μιας τέτοιας πολιτικής σύμπραξης, εντός της οποίας τα μέλη προσπαθούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και ταυτόχρονα να επιτύχουν στο μέγιστο τα εθνικά τους συμφέροντα.

Ωστόσο, το κατά πόσον ο εν λόγω περιφερειακός οργανισμός θα εξελιχθεί σε μια ολοκληρωμένη ένωση, η οποία θα διαθέτει ισχυρή γεωπολιτική επιρροή, εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, κυρίως από το στρατηγικό όραμα και την πολιτική βούληση των εθνικών ελίτ των κρατών-μελών. Η τάση για ομαδοποίηση και η ανάδειξη των περιφερειών δεν διασφαλίζει ότι θα εφαρμοστούν οι σωστές στρατηγικές πολιτικές. Η τουρκική ολοκλήρωση θα πρέπει να στηριχθεί σε υγιείς βάσεις, αποτελεσματικές δομές και κατάλληλα εκπαιδευμένους πολίτες. Η επίτευξη του απώτερου στόχου έγκειται στην ικανότητα των κρατών-μελών να προωθήσουν την εσωτερική αλληλεγγύη μεταξύ τους και να εμβαθύνουν το επίπεδο συνεργασίας, αναπτύσσοντας καινοτόμα σχέδια τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΒΡΥΩΝΗΣ, Σ., 1991, «Το Τουρκικό Κράτος και η Ιστορία: Η Κλειώ συναντά τον Γκρίζο Λύκο», Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, σελ. 131.
  • ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ, Β., 2004, «Πολιτικές γλωσσικού πλουραλισμού και ξενόγλωσση εκπαίδευση στην Ευρώπη», Επιμέλεια: Δενδρινού Β., Μητσικοπούλου Β.,   Διαθέσιμο: http://scholar.uoa.gr/sites/default/files/mbessie/files/02_politikes_glossikou_plouralismou_front_material.pdf  σελ 8-9.
  • ΜΙΚΕΛΗΣ, Κ., 2015., «Ο πολιτισμός στην παγκόσμια πολιτική: θεωρία και πράξη». [Κεφάλαιο Συγγράμματος]. Στο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Ν., ΜΠΟΥΤΣΙΟΥΚΗ, Σ. 2015. Πολιτιστική διπλωματία. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. κεφ 9. Διαθέσιμο στο:  http://hdl.handle.net/11419/4419 
  • ΠΑΡΑΣΧΑΚΗ, Χ., 2008 (ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ) «Η Γλωσσική Μεταρρύθμιση στην Τουρκία και τα αποτελέσµατά της», Θεσσαλονίκη.
  • ΤΡΟΥΛΗΣ Μ., 2015 (ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ), «Επιθετικός ρεαλισμός και τουρκική εξωτερική πολιτική: το στρατηγικό βάθος του ενεργειακού συντελεστή ισχύος», Αθήνα.
  • AKILLI, E., 2019, «Turksoy, Turkic Council and Cultural Diplomacy: Transactionalism Revisited», Bilig/Nο.91, Διαθέσιμο: https://dergipark.org.tr/tr/download/issue-full-file/49613 
  • AYDINGÜN ,A., AYDINGÜN , I., 2004, «The role of language in the formation of Turkish national identity and Turkishness», Tailor and Francis, Volume 10, Issue 3, σελ. 415-432, Διαθέσιμο: https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/13537110490518264    
  • BRENT F. N. and STUBB A., 1998, «The European Union: Readings on the Theory and Practice of European Integration», Lynne Rienner Publishers, σελ. 124.

ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-seykroese-ston-kaekaso-kai-to-doyma-toe-pantoerkismoe_gr_5f7ea96fc5b6a9322e22f182