Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Η Σουηδική Απάντηση στην Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 1930

Γράφει η Πηνελόπη Ευθυμιάδη

Εισαγωγή

Κατά την διάρκεια του Great Depression , η Σουηδία όχι μόνο απέφυγε να ενταχθεί και αυτή – τηρώντας τον ευρωπαϊκό κανόνα –  σε μια  περίοδο βαθιάς ύφεσης, αλλά τουναντίον  σημείωσε μια  ραγδαία οικονομική ανάπτυξη . Ακολούθησε η άνθιση των κοινωνικών πολιτικών και η παγίωση των δημοκρατικών θεσμών πετυχαίνοντας το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη. Την κίνηση αυτή και την υλοποίηση της  ανέλαβαν οι Σουηδοί Σοσιαλδημοκράτες ,  με υψηλά σταθερά ποσοστά και με  στήριξη του λαού αλλά και άλλων κομμάτων, με αξιοσημείωτη πολιτική δεξιοτεχνία.  Η Σουηδία ριζοσπαστικοποιήθηκε  σε μια προσπάθεια να στήσει ένα βαθιά δημοκρατικό κράτος που να συνάδει με τις ανάγκες του παγκόσμιου καπιταλιστικού ρυθμού ενώ αποτέλεσε εξαίρεση στην παράδοση της εποχής  με τα  φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα. Στην συνέχεια , θα αναλυθούν οι πολιτικές σε βασικούς τομείς λειτουργίας του κράτους , συμπεριλαμβάνοντας και το ιδεολογικό υπόβαθρο,  όπως η εργασία, η βιομηχανία και οι εξαγωγές και γενικά η οικονομία, οι κοινωνικές πολιτικές και οι πολιτειακοί θεσμοί, η εκπαίδευση. Τα προαναφερθέντα αποτελούν τους λόγους για τους οποίους – που θα αναλυθούν στη συνέχεια –  , η χώρα της Βόρειας Ευρώπης γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και έδωσε αρνητική απάντηση στο κύμα της παγκόσμιας κρίσης του 1929.

To ιδεολογικό υπόβαθρο

Ο ρόλος των ιδεών τόσο στην πρωτογενή πολιτική σκέψη όσο και στη πολιτική πράξη καθαυτή έγκειται στο να χρωματίζει τις θεσμικές αλλαγές ως προς τον σχεδιασμό, την αμφισβήτηση αλλά και παγιοποίησή τους στο κρατικό πλαίσιο. Οι οικονομικές, λοιπόν, ιδεολογικές προσεγγίσεις λειτουργούν ως στρατηγικά σχέδια  και «θεσμικά όπλα» σε περιόδους που χρήζουν επέμβασης λόγω της αβεβαιότητάς τους . «Γνωστικές κλειδαριές» σύμφωνα με τους Hamilton και Rolander[1] που καλούνται να «ξεκλειδώσουν» βάσει ιδεολογικών μεθόδων οικονομικά πρακτικά ζητήματα[2].  

Στην σουηδική περίπτωση , η Σοσιαλδημοκρατία καταλαμβάνει το πολιτικό τοπίο και παγιώνεται σε αυτό την δεκαετία του 30’. Η τελευταία, καθώς προκύπτει ως ένα κράμα  πάλης σοσιαλισμού και καπιταλισμού εμποτισμένου με δημοκρατικούς θεσμούς, θέτει ως βασικό άξονα της το ενδιαφέρον για τους ασθενέστερους της κοινωνίας. Στο επίκεντρό της τίθεται ένας συμβιβασμός μεταξύ της αποδοχής του καπιταλισμού ως το μόνο αξιόπιστο μηχανισμό παραγωγής πλούτου αλλά και της επιθυμίας διανομής πλούτου ( Heywood , 2014). Επεκτείνει και εξελίσσει τις αρχές της ισότητας στην σφαίρα της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνίας έναντι στη καθημερινότητα προκειμένου οι επιλογές των ανθρώπων για την απόλαυση της ζωής τους να μην περικλείονται σε στενά πλαίσια. Τα ανωτέρω πραγματοποιούνται όταν ένα σοσιαλδημοκρατικό κράτος διαθέτει: α) θωρακισμένους και ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς ,β) συμβιβασμό κοινωνικοοικονομικής τάξης (γ) καθολικό κράτος πρόνοιας (Einhorn and Logue 2003, Pontusson 2005, Esping-Andersen 1990). Όργανα και αυτοσκοποί λοιπόν τίθενται η κοινωνική πρόνοια  και η κοινωνική δικαιοσύνη. Απόδειξη αποτελεί ότι το πρόσωπο της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκει τη μορφή του στο ιστορικό Σουηδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Svenska Socialdemokratiska partiet/SAP)[3]   όπου θα πραγματώσει ιδέες της υπηρετούσας ιδεολογίας του. Αργότερα, η κατασκευή των ιδεών και των θεσμών που θα αποτελούσαν το σουηδικό πρότυπο ξεκίνησε εν μέσω της οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όπου  η κοινοβουλευτική ομάδα του SAP συνεργαζόμενη με Σουηδούς οικονομολόγους, άρχισαν να ενδιαφέρονται για ιδέες μείωσης της ανεργίας σε ανεπαρκή ζήτηση. Ιδιαίτερα αμφισβητήθηκαν τα κλασσικά αξιώματα που οι αγορές διακρίνονται σε επίπεδα πλήρους απασχόλησης ενώ η ανεργία ήταν φυσικό φαινόμενο[4]. Προασπιζόμενοι το δικαίωμα του ελεύθερου ανθρώπου στην απολαβή των αγαθών μιας κοινωνίας κράτους δικαίου πρότειναν ότι «πρέπει το κράτος να διαδραματίσει διαφορετικό ρόλο από ό, τι πριν, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η απασχόληση σε υψηλό επίπεδο». ( Bergstorm , 1992 )

Οικονομικές πολιτικές

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της δεκαετίας του 1920, οι βιομηχανίες της  Σουηδίας επεκτάθηκαν για να καλύψουν την ευρωπαϊκή ζήτηση σουηδικού χάλυβα, ρουλεμάν, χαρτοπολτού και αγωγών (Baten, Jörg 2016 . Δεδομένου  όμως ότι ο πόλεμος δημιουργούσε πληθωριστικές πιέσεις μετά την έναρξη του πολέμου,  το SAP εγκατέλειψε τον εθελοντικό περιορισμό των μισθών και επέκτεινε τις ιδέες και τους θεσμούς της δεκαετίας του 1930 στο μοντέλο οικονομικής διαχείρισης Rehn-Meidner με τρία κύρια στοιχεία. Πρώτον, η δημοσιονομική πολιτική έπρεπε να είναι περιοριστική, διότι μια πολιτική γενικού επαναπροσδιορισμού θα προκαλούσε «φουσκωμένα» κέρδη και μετατόπιση μισθών. Αντίστοιχα, τα κέρδη ήταν με τέτοιο τρόπο προσαρμοσμένα για να ωθήσουν τους εργοδότες να αντισταθούν στις πληθωριστικές μισθολογικές απαιτήσεις. Δεύτερον, παρά τον περιορισμό του κέρδους, οι μισθοί έπρεπε ακόμη να ελέγχονται, αντιπροτείνοντας τον μισθό αλληλεγγύης· δηλαδή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα λειτουργούσαν μια κεντρική μισθολογική πολιτική που θα έδινε έμφαση στην αρχή της ίσης αμοιβής για ισότιμη εργασία μεταξύ των τομέων (Malmo, 1953).  Αυτή η πολιτική αύξησε αποτελεσματικά τον μισθό κράτησης τομέων χαμηλής παραγωγικότητας οι οποίοι με τη σειρά τους ανάγκασαν τις αναποτελεσματικές επιχειρήσεις είτε να αυξήσουν την παραγωγικότητα είτε να πάνε σε πτώχευση, ενώ παράλληλα προωθούν τους στόχους αναδιανεμητικής πολιτικής. Το τρίτο στοιχείο του μοντέλου, μια ενεργή πολιτική για την αγορά εργασίας, σχεδιάστηκε για να καταστήσει αποτελεσματικότερο τον καθορισμό των κερδών και του μισθού αλληλεγγύης, προωθώντας την κινητικότητα της εργασίας μέσω προγραμμάτων κατάρτισης, μετεγκατάστασης και επενδυτικών προγραμμάτων από την πλευρά της προσφοράς. Το θέμα ήταν να ενθαρρυνθεί η περαιτέρω προσαρμογή της βιομηχανίας και η αύξηση της απασχόλησης ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος[5] (Blyth , 2001).

Ο συμβιβασμός ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο

Στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια η σουηδική οικονομική πολιτική φαίνεται να βασίστηκε σε γενικά κεϋνσιανές ιδέες σύμφωνα με τις οποίες η πλήρης απασχόληση πρέπει να διατηρηθεί μέσω της χρήσης της δημοσιονομικής πολιτικής για τη διατήρηση υψηλών επιπέδων συνολικής ζήτησης. Καθιερώθηκε μια κορπορατιστική δομή διαπραγματεύσεων και διαρκή γόνιμη αλληλεπίδραση μεταξύ εργατών και εργοδοτών, συνδικάτων και επιχειρήσεων, την κυβέρνηση και την κοινωνική πολιτική  (Meidner,1978). Η LΟ συνήψε σύμφωνο με την ένωση εργοδοτών ( Svenska Arbetsigivareföreningen ) που καθιέρωνε τις συλλογικές δραστηριότητες και έναν κώδικα πρακτικής για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων (Scase, 1957 ). Το αποτέλεσμα που απορρέει από την συμφωνία ήταν πως τα συνδικάτα αποδέχονται το δικαίωμα της διεύθυνσης της εταιρίας να διευθύνει την εταιρία, ενώ η ένωση εργοδοτών αναγνώριζε το δικαίωμα των συνδικάτων να αντιπροσωπεύουν τους εργάτες. Το σύμφωνο επιβίωσε ως θεμελιώδη βάση σχέσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών έως το 1970. Άξιο αναφοράς είναι η  αδυναμία της Δεξιάς που οδήγησε τους εργοδότες να αποδεχτούν την Συμφωνία. Εν τέλει, το SAP τα κατάφερε  χάρη στο de facto συμβιβασμό με την αστική τάξη.

Αξιοσημείωτη πρωτοπορία αποτέλεσε η καθιέρωση του οκτάωρου ήδη από τα τέλη του 1920 – αρχές 1930. Από το 1932, με την εκλογή της πρώτης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης η ενασχόληση του εργατικού κινήματος με την διαμόρφωση πολιτικής συνυφάνθηκε με την πολιτική καθημερινότητα. Τόσο η συνδικαλιστική συνομοσπονδία (η Landorganisationen – LO ) όσο και η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έδωσαν προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.  

Εκδημοκρατισμός

Πρωταρχική βλέψη των Σουηδών Σοσιαλδημοκρατών από την πρώτη μέρα που έκαναν χρήση λόγου στο βήμα του Riksdag[6], ήταν η θεσμοποίηση δημοκρατικών θεσμών. Για τα πολιτικά οράματά τους, αποτελεί βοηθητικό δίαυλο η δημοκρατία στους θεσμούς και στις κρατικές λειτουργίες. (Stephen McBride, 1998 ) . Η σουηδική πολιτική εξέλιξη στον εικοστό αιώνα χαρακτηρίστηκε από ισχυρά θυγατρικά ιδρύματα που συνεργάστηκαν με το κομματικό σύστημα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο αρμοδιότητας λήψης αποφάσεων. Η επιρροή αυτών των οργανώσεων στην διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι σημαντική. Οι ηγέτες των οργανώσεων βρίσκονταν συχνά κοντά στην κορυφή των καταλόγων για τις έδρες στο κοινοβούλιο, ενώ τα μέλη του κοινοβουλίου συμμετέχουν συνήθως στα διοικητικά συμβούλια του. Η θεσμική δημοκρατία διακρίνεται στα τρία θεσμικά όργανα της Σουηδίας: το μεγάλο εργατικό σωματείο, Landsorganisationen (LO), ο σουηδικός συνεταιρισμός καταναλωτών, Kooperativa Forbundet (KF) και η Ομοσπονδία Σουηδών Αγροτών, Lantbrukarnas Riksforbundet (LRF). Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην αξιολόγηση της δημοκρατικής υγείας αυτών των οργανώσεων ποικίλλουν. Δυσκολία στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος ήταν η έλλειψη διαθέσιμων στοιχείων σχετικά με την οργάνωση.

Το 1917, ο πρώτος συνασπισμός σοσιαλιστών-φιλελεύθερων είχε προχωρήσει στον εκδημοκρατισμό της Άνω Βουλής, καθορίζοντας ότι τα μέλη της πρέπει να εκλέγονται και είχε καταργήσει όλους τους ιδιοκτησιακούς περιορισμούς στις τοπικές εκλογές. Κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος τα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα του κόσμου ανάγκασαν τις συντηρητικές δυνάμεις στη Σουηδία να δώσουν τελικά το δρόμο για μια διεξοδική μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος τόσο για τις γυναίκες και τους άνδρες. Το 1918, το Riksdag υιοθέτησε τη νέα μείζονα συνταγματική μεταρρύθμιση για τα καθολικά και ίσα δικαιώματα ψήφου. Το 1921, η ναυτικός Agda Östlund και η  φωτογράφος Nelly Thüring έγιναν οι πρώτες σοσιαλδημοκρατικές γυναίκες στο κοινοβούλιο. Εκλέχθηκαν στο Riksdag σε σχέση με τις νέες εκλογές, αφού οι γυναίκες στη Σουηδία είχαν δικαίωμα ψήφου. Και οι δύο ήταν ενεργές στο Σοσιαλδημοκρατικό Σύνδεσμο Γυναικών και η Agda Östlund ήταν πρόεδρος της Δημόσιας Λέσχης Γυναικών της Στοκχόλμης[7] (Σασούν 2001).

Κράτος πρόνοιας

Σε μια περίοδο όπου το Great Depression[8] είχε ξαποστάσει σαν σύννεφο πάνω από τις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών, οι ρηξικέλευθες και πρωτάκουστες μεταρρυθμίσεις στην χώρα της Βόρειας Ευρώπης έδιναν την αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει κατακερματιστεί οριστικά και ότι ο δρόμος προς  τον εκσυγχρονισμό και την «νέα εποχή» έχει ήδη κατασκευαστεί. Πρώτα  θεμέλια, οι ριζικές μεταρρυθμίσεις του πολυσυζητημένου “Swedish Welfare State” .

 Από το 1932 οι κοινωνικοί επιστήμονες άρχισαν να γιορτάζουν στη Σουηδία την εφαρμογή του «Μέσου Δρόμου[9]» .  Αποκτώντας μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία,  έλαβαν μέτρα τύπου New Deal[10]για  οικονομική εξυγίανση ενόψει της Μεγάλης Ύφεσης – εισαγωγή δημόσιων έργων, προγράμματα επανεκπαίδευσης εργαζομένων και κυβερνητικές επιδοτήσεις,  κυρίως για τους γεωργούς[11],   εισαγωγή δημόσιων έργων, προγράμματα επανεκπαίδευσης εργαζομένων και κρατικές επιχορηγήσεις προς τους αγρότες που διανέμονται μέσω ενός δικτύου γεωργικών συνεργατικών ενώσεων .

Oι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες επικεντρώθηκαν στα παιδιά, τις οικογένειες και τους γηραιότερους. Μεταξύ του 1934 και του 1937, το Κοινοβούλιο της Σουηδίας Riksdag ενέκρινε εθελοντική ασφάλιση ανεργίας, εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, επιχορηγήσεις για οικογένειες, παροχές μητρότητας, κρατικές επιχορηγήσεις σε αναπήρους και ορφανά και κρατικές επιδοτήσεις για το σχολείο .

 Η σουηδική υγειονομική περίθαλψη  διέθετε τις υψηλότερες επενδύσεις στις ιατρικές υπηρεσίες και το χαμηλότερο ποσοστό παιδικής θνησιμότητας. Το άθροισμα αυτών των επιτευγμάτων, όπως επισημαίνει ο Harold Wilensky στο The Welfare State and Equality, είναι ότι η Σουηδία «όχι μόνο διανέμει την ιατρική περίθαλψη πιο επιθετικά και δίκαια αλλά επίσης επενδύει σε προγράμματα σχετικά με τη στέγαση, τη διατροφή, την εκπαίδευση για την υγεία και φροντίζει για τη φροντίδα των παιδιών και τραβάει το ύψος του εισοδήματος για τον καθένα υψηλότερα και πιο ομοιόμορφα · με λίγα λόγια, εξασφαλίζει στο λιγότερο προνομιούχο πληθυσμό του ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο » (Hancock , 1977 ). 

Μέσω της εισαγωγής των φόρων επί του πλούτου, τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για νέες θέσεις εργασίας.  Η εθνική σύνταξη αυξήθηκε, εισήχθη ασφάλιση ανεργίας και οι οικογένειες που είχαν πολλά παιδιά είχαν τη δυνατότητα να δανειστούν χρήματα για την κατασκευή κατοικιών. Μεταξύ άλλων, σχεδόν καθολικά επιδόματα μητρότητας   για ευημερία εισήχθησαν στις ανύπαντρες και μη  μητέρες. Το 1938 αποφασίστηκε επίσης η δημόσια οδοντιατρική περίθαλψη,  οι νόμιμες αργίες δύο εβδομάδων, οι πληρωμένες διακοπές και κρατικά δάνεια σε νιόπαντρα ζευγάρια[12].  

Εκπαίδευση ως παράγοντας ακμής βιοτικού επιπέδου

Οι ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις των Σοσιαλδημοκρατών στο πεδίο της μόρφωσης και της εκπαίδευσης, αποτέλεσαν αίτιο αύξησης του προσδόκιμου ζωής και του βιοτικού επιπέδου. Οι πολίτες, υποχρεωμένοι στην σχολική φοίτηση, κατάφεραν να μειώσουν την θνησιμότητα κατά 20%[13]  και ορθά καταρτισμένοι πλέον, απέδιδαν ανάλογα ποσοστά απόδοσης στην οικονομία. Η ανοδική της πορεία ήταν πλέον αναμφισβήτητο ζήτημα. Συγκεκριμένα, η αύξηση των αναδιανεμητικών επιπτώσεων των αντισταθμιστικών κοινωνικών υπηρεσιών είναι ο “εκδημοκρατισμός” της πρόσβασης στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Σουηδία. Το 1930, το 91% του ενήλικου πληθυσμού είχε μόνο πρωτοβάθμια εκπαίδευση και λιγότερο από το 1% είχε πανεπιστημιακό πτυχίο. (Donald Hancock , 1977) .Ο στόχος ήταν να πυροδοτηθεί η άνοδος των ρυθμών ανάπτυξης από τη στασιμότητα πριν από τον δέκατο όγδοο αιώνα έως την αύξηση κατά 2% του 20ού αιώνα. Oι αυξήσεις του προσδόκιμου ζωής άγγιζαν το κίνητρο για την απόκτηση εκπαίδευσης, η οποία με τη σειρά της έχει μόνιμες επιπτώσεις στην ανάπτυξη μέσω της κίνησης του ανθρώπινου κεφαλαίου

Συμπέρασμα

Η  Σουηδία, καταληκτικά, απάντησε μάλλον επαρκέστερα σε σχέση με όλη την υπόλοιπη Ευρώπη στο κύμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που παραμόνευε σαν σύννεφο σε βροχή για τις οικονομικές πολιτικές των χωρών. Αυτό διότι μπόρεσε να κατανοήσει την λεπτομέρεια του συνόλου και παρέχοντάς του μια «μέση λύση» , έναν «μέσο δρόμο» . Όταν οι σουηδικές σοδιαλδημοκρατικές δυνάμεις έχουν λόγο στο κοινοβουλευτικό βήμα και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Χίτλερ διοικεί ήδη, ο Μουσολίνι έχει αναλάβει τα καθήκοντά του. Απέδειξαν έμπρακτα την βασική αρχή της ιδεολογίας τους,  η οποία αποτυπώνεται στην βιβλιογραφία ως: ένας  καλός συμβιβασμός μεταξύ της αποδοχής του καπιταλισμού ως το μόνο αξιόπιστο μηχανισμό παραγωγής πλούτου αλλά και της επιθυμίας διανομής πλούτου , επεκτείνοντας και εξελίσσοντας τις αρχές της ισότητας στην σφαίρα της πολιτικής , της οικονομίας , της κοινωνίας έναντι στη καθημερινότητα με όπλα α) ιδιαίτερα δημοκρατικούς θεσμούς ,β) συμβιβασμό κοινωνικοοικονομικής τάξης (γ) καθολικό κράτος πρόνοιας  (Einhorn and Logue 2003 , Pontusson 2005 , EspingAndersen 1990 ).


[1] O όρος «γνωστικές κλειδαριές» (“cognitive locking”) προέρχεται από τους Carl Hamilton και Dag Rolander, Att leda Sverige in i krisen: moral ochpolitik i nedg?ngstand (Stockholm: Norstedts Forlag, 1993).

[2] Οι ιδέες που θεωρούνται γνωστικές κλειδαριές είναι μια προσέγγιση που βασίζεται στις ιδέες του Hall και άλλων ιστορικών θεσμικών και επιδιώκει να εξηγήσει πώς οι νέες ιδέες, όταν εγκαθίστανται με επιτυχία, μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα πολιτικής. Οι ιστορικοί θεσμικοί υποστηρίζουν γενικά ότι, από τη στιγμή που οι ιδέες έχουν ενσωματωθεί θεσμικά, η χάραξη πολιτικής είναι εφικτή μόνο με βάση αυτές τις ιδέες. Ως εκ τούτου, οι ιδέες μπορούν να παράγουν αποτελέσματα ανεξάρτητα από τους πράκτορες που τα ανέπτυξαν αρχικά.

[3] Το SAP[3] ως Ιστορικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα

Στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα στην Σουηδία , αποτελεί πως τα μοναρχικά στοιχεία είχαν αρχίσει να απειλούν την ίδρυση του κόμματος το 1889 .  Από το 1914 και εξής υπήρξε το μεγαλύτερο κόμμα σε έδρες στο Riksdag  ενώ το 1917 οι κομμουνιστές αποσχίστηκαν από το κόμμα όπου και ίδρυσαν μετέπειτα το Κομμουνιστικό Κόμμα Σουηδίας[3] .  Προχωρώντας τα έτη, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 άρχισαν να σχηματίζουν κυβερνήσεις είτε κατά μονάς είτε κυβερνήσεις συνεργασίας όπως ετούτη του παρόντος με το Κόμμα των Πρασίνων . Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως κυβερνά επί  δεκαετιών με μια μικρή παύση τη δεκαετία του 70’ και το 2010, όπου έχασε την εξουσία από τους Σουηδούς Δημοκράτες [3] . Τα υψηλά ποσοστά που διεκδικεί στις εκλογικές καταμετρήσεις ( κατά μέσο όρο 45,3% ) δίκαια το καθιστούν ένα από τα πιο επιτυχημένα πολιτικά κόμματα στην ιστορία του φιλελεύθερου δημοκρατικού κόσμου. Όσον αφορά ηγετικές προσωπικότητες του κόμματος , ο Hjalmar Branting ήταν ο πρώτος ηγέτης του κόμματος, παραμένοντας σε αυτό το αξίωμα μέχρι το θάνατό του το 1925. Περισσότερο από κάθε άλλη φιγούρα βοήθησε να καθοριστεί ο χαρακτήρας  του κόμματος . Εν συνεχεία , Ο Olof Palme [3] , ο πολιτικός – δίαυλος σοσιαλδημοκρατικών ιδεών που ακολούθησε στο αξίωμα του Πρωθυπουργού τον Tage Erlander. Ο τελευταίος εισήγαγε στον σκανδιναβικό χώρο την πολιτική του Τρίτου Δρόμου  .

[4] Επεξηγηματικά θα λειτουργήσουν στην κατανόηση τα λόγια που παραθέτουν τα μέλη του κόμματος στην επίσημη ιστοσελίδα: « Οι αδικίες ενίσχυαν τους εργαζομένους και τους σοσιαλδημοκράτες του παρελθόντος, πιστεύοντας ότι η κοινωνία πρέπει να αλλάξει. Ως εκ τούτου, σχηματίστηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες.»

[5] Όπως σημείωσε και ο Meinder : Η πολιτική για την αγορά εργασίας έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την εξάλειψη των εμποδίων την οικονομία που ονειρευόταν οι κλασσικοί οικονομικοί θεωρητικοί. Tο στοιχείο του σχεδιασμού σε αυτή την οιονεί φιλελεύθερη ιδεολογία περιορίστηκε στη μέθοδο για την εξάλειψη αυτών των εμποδίων. Όταν η οικονομία απελευθερώθηκε από αυτό , θα μπορούσε να λειτουργήσει .

[6] Ονομασία του Κοινοβουλίου της Δημοκρατίας της Σουηδίας.

[7] https://www.socialdemokraterna.se

[8] Παγκόσμια οικονομική ύφεση 1929

[9] πολιτική του Τρίτου Δρόμου :  [ The Third Way is a position akin to centrism that tries to reconcile right-wing and left-wing politics by advocating a varying synthesis of centre-right economic and centre-left social policies (Antony Giddens 1998) ]

[10] Roosvelte’s New Deal 1933, U.S.A.

[11] Οι γεωργοί διατρέχουν καθοριστικό ρόλο εν όψει της Μεγάλης Ύφεσης

[12] Το 1934, ο Gunnar και ο Alva Myrdal δημοσίευσαν ένα βιβλίο με τίτλο “Κρίση στον Πληθυσμό”. Έγραψαν για μια εντελώς νέα πολιτική διανομής. Μεταξύ άλλων, πρότειναν ότι οι άνθρωποι θα συνεισφέρουν από κοινού και θα πληρώσουν μεγαλύτερο μέρος του κόστους παροχής παιδιού. Το βιβλίο δημιούργησε μια ζωηρή συζήτηση σχετικά με την πολιτική για τα παιδιά, την οικογένεια και τη στέγαση και ήταν σημαντική στο σχεδιασμό της μεταρρυθμιστικής πολιτικής.

[13] Αναφορικά με την έρευνα των de la Croix, T Lindh, and B. Malmberg το 2008

Bιβλιογραφία

  • Baten, Jörg (2016). A History of the Global Economy. From 1500 to the Present. Cambridge University Press. p. 25. 
  • Blyth M.(Oct., 2001), The Transformation of the Swedish Model: Economic Ideas, Distributional Conflict, andInstitutional Change , Cambridge University Press
  • Byström M. (July 2014), “When the State Stepped into the Arena: The Swedish Welfare State, Refugees and Immigrants 1930s-50s” , Journal of Contemporary History  – Special Issue: Refugees and the Nation-State in Europe,  49(3) , pp. 599-621
  • Crouch C. (January 1980), “Varieties of Trade Union Weakness: Organised Labour and Capital Formation in Britain, Federal Germany, and Sweden,” West European Politics, 3 ,pp. 94-95
  • Wilensky H. (1975) , The Welfare State and Equality, Berkeley: University of California Press, , p. 102.
  • De la Croix D. , Lindh T. , Malmberg B. (2008) “Swedish Economic Growth and Education since 1800” ,  The Canadian Journal of Economics / Revue canadienne d’Economique , 41 (1) , pp. 166-185
  • Gosta Esping-Andersen (1985) , Politics against MarketsThe Social Democratic Road to Power , Princeton: Princeton University Press , p. 203
  • Hancock M. (Autumn, 1977) , “The Swedish Welfare State: Prospects and Contradictions” , Wilson Quarterly , 1(5),pp. 111-126
  • La Botz D. (Mar. 28 – Apr. 3, 2009) , “The World Crisis, Capital and Labour: The 1930s and Today” , Economic and Political Weekly , 44(13) , pp. 179-185
  • Landsorganisationen (1953) , Trade Unions and Full Employment , Malmo: Framtiden 
  • Le Roy M. (Apr., 1995), “Participation, Size, and Democracy: Bridging the Gap between Citizens and the SwedishState”  , Comparative Politics, Ph.D. Programs in Political Science, 27 (3) , pp. 297-316
  • McBride S. (Apr., 1988) , “The Comparative Politics of Unemployment: Swedish and British Responses to Economic Crisis” , Comparative Politics , 20 (3) , pp. 303-323
  • Sasoon D. (1996) , One Hundrend Years of Socialism : The West European Left in the Twentieth Century , London : I.B.Tauris & Co Ltd
  • Tilton Τ.  (June 2000) ,  “A Swedish Road to Socialism: Ernst Wigforss and the Ideological Foundation of Swedish Social Democracy,” American Political Science Review, 73
  • Scase Richard (1977) , Social Democracy in Capitalist Society : Working Class Politics in Britain & Sweden , London : Croom Helm
  • Laudauer Carl (1959) , European Socialism. A History of Ideas and Movements , Los Angeles Berkley : University of California Press