Γράφει η Φλορεσίτα Σέχου
Σύνθεση Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού
Οι Χρηματοδοτικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ κρατών μελών και Ευρωπαϊκής ένωσης συνιστούν εξελικτικό παράγοντα της διαδικασίας ολοκλήρωσης της Ε.Ε. Ο ενωσιακός προϋπολογισμός αντανακλά τις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών δημοσίων πολιτικών καθώς αποτελεί και ένα χρήσιμο εργαλείο οικονομικoύ προγραμματισμού βάσει του οποίου αναδιανέμονται οι πόροι εντός της Ε.Ε αλλά και πέραν αυτής. Ειδικότερα τα χρήματα αυτά συμβάλουν στη βελτίωση της καθημερινότητας μας αφού ο καθένας άμεσα ή έμμεσα επωφελείται από τη χρηματοδότηση κάποιας δράσης. Τα βελτιωμένα οδικά δίκτυα, οι καθαρές παραλίες, τα ασφαλή τρόφιμα ,οι δυνατότητες επαγγελματικής κατάρτισης κινητικότητα των φοιτητών στο εξωτερικό και η προστασία του περιβάλλοντος είναι μερικά από τα αμέτρητα οφέλη που προσφέρει ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Πηγές των εσόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν οι δασμοί που επιβαρύνουν τα εισαγόμενα προϊόντα (ΦΠΑ) και οι συνεισφορές των κρατών μελών. Επίσης περιλαμβάνονται κι άλλες πηγές εσόδων όπως οι φόροι από τους μισθούς των υπαλλήλων της Ε.Ε, οι συνεισφορές τρίτων κρατών και τα πρόστιμα εταιρειών που προκύπτουν από παραβιάσεις κανόνων. Παρόλο που σε όλα τα κράτη μέλη αναλογεί μερίδιο από τον προϋπολογισμό, κράτη όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία λαμβάνουν περισσότερα χρήματα συγκριτικά με χώρες περισσότερο ισχυρές οικονομικά όπως η Γερμανία. Υπό το πρίσμα αυτό, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια αναδρομή στις χρηματικές ροές μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε και η αποτίμηση του αν και κατά πόσο η Ελλάδα είναι ωφελημένη αναλογικά με τις συνεισφορές της στην Ε.Ε.
Εισροές χρημάτων
Οι πρώτες ενδείξεις χρηματικής διασύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζονται το 1962 με την υπογραφή της «Συμφωνίας των Αθηνών». Αυτή συνοδεύτηκε με την υπογραφή ενός πρωτοκόλλου χρηματοδότησης με βάση το οποίο η Ελλάδα μπορεί να αιτείται την χρηματοδότηση επενδυτικών έργων τα οποία θα βελτίωναν την παραγωγικότητα της χώρας και θα βοηθούσαν στην εκπλήρωση των σκοπών της συμφωνίας σύνδεσης της χώρας. Η βοήθεια αυτή είχε τη μορφή δανείων τα οποία θα έπρεπε να αξιοποιηθούν εντός πέντε ετών όπως προέβλεπε το Πρωτόκολλο. Όμως τα σχέδια αυτά σταμάτησαν εξαιτίας της έλευσης του δικτατορικού καθεστώτος στη χώρα οπότε και οι προσπάθειες για επανεκκίνηση συνεχίστηκαν μετά το 1974. Από την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε και μετά οι χρηματοδοτήσεις που λαμβάνει αποκτούν σαφέστερη και σταθερότερη ροή. Aπό το 1981 έως τα τέλη της δεκαετίας (1989) οι εισροές χρημάτων διπλασιάζονται και ανέρχονται συνολικά σε 14,1 δις με μέσο όρο τα 1,6 δις. ευρώ ετησίως. Ομοίως, οι πόροι που έλαβε η Ελλάδα από σχεδόν 3 δις. ευρώ το 1990 αυξήθηκαν σε 5 δις. ετησίως στα τέλη του 1999 ενώ τα έτη 1993 και 1996-98 καταγράφηκαν ποσά άνω των 5 δις ευρώ ετησίως. Είναι φανερό ότι κατά την περίοδο 1990-1999 η χώρα εισέπραξε συνολικά 47,2 δις , ποσό υπερδιπλάσιο από εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζεται την περίοδο 2000-2009 καθώς παρατηρούνται οι υψηλότερες εισροές χρημάτων από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Ειδικότερα, η Ελλάδα έλαβε συνολικά 61,4 δις ευρώ τα οποία αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο σε 6,1 δις ευρώ ανά έτος. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι κατά τα έτη 2007 και 2008 καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις για όλη τη χρονική περίοδο 1981-2016. Τέλος κατά την περίοδο 2000-2016 οι εισροές ακολούθησαν μια πτωτική πορεία ιδιαίτερα μεταξύ του 2015-2016 όταν η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα πριν την έξοδο από το ευρώ. Συγκεκριμένα στα ταμεία της χώρας εισέρχεται το ποσό των 45 δις. ευρώ συνολικά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από το 1981 έως το 2018 η Ελλάδα έλαβε συνολικά 167,7 δις. ευρώ, ποσό που μπορεί να ταυτιστεί με το ΑΕΠ μιας ολόκληρης χώρας. Συνολικά αυτό που μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς, είναι το γεγονός οτι οι διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε φάνηκαν να επηρεάζουν το μέγεθος των εισροών προς την Ελλάδα.
Συνεισφορές Ελλάδας
Όπως ήδη αναφέρθηκε ο προϋπολογισμός της Ε.Ε στηρίζεται πρωτίστως στις επιμέρους συνεισφορές των κρατών οι οποίες συνδέονται με προκαθορισμένα ποσοστά του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και του ΦΠΑ. Οι ετήσιες εισφορές της Ελλάδας ξεκινούν το 1981 από 151 εκατ. ευρώ και αγγίζουν το 2007 τα 2,8 δις. ευρώ. Από τότε παρατηρήθηκε μια μείωση των εισφορών ενώ την περίοδο 2000-2009 οι συνολικές εισφορές ανέρχονται στα 16,8 δις. ευρώ. Η συνολική συνεισφορά της Ελλάδας για την περίοδο 1981-2016 αγγίζει τα 39,5 δις. Η σύγκριση μεταξύ των χρημάτων που δέχτηκε η Ελλάδα από την Ε.Ε (167,7δις) και των χρημάτων που η ίδια έχει συνεισφέρει (39,5δις) οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση διότι λαμβάνει υπερδιπλάσια ποσά από αυτά που συνεισφέρει. Μέσα από τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι τα οικονομικά ισχυρά κράτη μέλη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) συνεισφέρουν περισσότερα χρήματα στον προϋπολογισμό από όσα εισπράττουν. Αντίθετα κράτη μέλη της κεντρικής ανατολικής και Νότιας Ευρώπης με περιφέρειες που παρουσιάζουν αναπτυξιακή υστέρηση έχουν εισπράξει περισσότερους πόρους απ’ όσους έχουν καταβάλλει στον ενωσιακό προϋπολογισμό. Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.
Αποτελέσματα και οφέλη
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ποσοτικά δεδομένα μπορεί κανείς εύλογα να συμπεράνει οτι το μικρό μέγεθος του ενωσιακού προϋπολογισμού δεν συνεπάγεται ότι η συμβολή του είναι ασήμαντη. Στην περίπτωση της Ελλάδας η θετική του συμβολή είναι αναμφισβήτητη καθώς έχει στηρίξει και ενισχύσει το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που χαρακτηρίζονται ως «καθαροί λήπτες» πόρων. Τα ποσά που έλαβε η Ελλάδα την περίοδο 1981-2016 ισοδυναμούν με άνω του μισού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας (έτους 2016) γεγονός που υποδηλώνει το ιδιαίτερα σημαντικό οικονομικό όφελος από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. Το μεγαλύτερο μέρος των εισροών από τον προϋπολογισμό δόθηκε για δράσεις που αφορούν τον αγροτικό τομέα όμως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεταβολή της εν λόγω τάσης. Το μεγαλύτερο μέρος των πόρων κατευθύνθηκε προς το πεδίο της πολιτικής συνοχής. Έτσι, υλοποιήθηκε πλήθος έργων σε κομβικής σημασίας τομείς όπως είναι οι υποδομές, οι μεταφορές, τα δίκτυα, η εκπαίδευση, το περιβάλλον, η υγεία και ο πολιτισμός. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου εφόσον τεθούν ζητήματα κάλυψης της θέσης του, η Ελλάδα ενδέχεται να χρειαστεί να συνεισφέρει περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό από ότι στο παρελθόν.
Βιβλιογραφία
–Ναπολέων Μαραβέγιας,Θεόδωρος Σακελλαρόπυλος(2018),Ελλάδα και Ευρωπαική ενοποίηση:H ιστορία μιας πολυκύμαντης σχέσης 1962-2018,Εκδόσεις Διόνικος,Αθήνα
-Παναγιώτης Λιαργκόβας,Χρήστος Παπαγεωργίου(2018),Το ευρωπαικό φαινόμενο Ιστορία,θεσμοί,Πολιτικές,2η έκδοση, Εκδόσεις Τζιόλα,Αθήνα
-Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής ένωσης με μια ματιά. Διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/budget/library/biblio/publications/glance/budget_glance_el.pdf
-‘Τα ποσά που πληρώνουν τα κράτη-μέλη στην Ε.Ε-Ποια είναι η εισφορά της Ελλάδος’.Διαθέσιμο σε: https://www.taxheaven.gr/news/31214/ta-posa-poy-plhrwnoyn-ta-krath-melh-sthn-ee-poia-einai-h-eisfora-ths-ellada
-Τράπεζα της Ελλάδος,(2014),Οι πολιτικές που χρηματοδοτούνται από τον Κοινοτικό προυπολογισμό και η Ελληνική οικονομία(Μελέτη εκπονηθείσα απο το ΕΛΙΑΜΕΠ).Διαθέσιμο σε: https://www.bankofgreece.gr/Publications/ELIAMEP-vivlio%20teliko%20gia%20WEB.pdf
-Πηγή εικόνας: https://ec.europa.eu/greece/node/881_el