Γράφει ο Κωνσταντίνος Λαμπράκης
Τα πρώτα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Λιβύης και της γειτονικής Αλγερίας ανακαλύφθηκαν από αμερικανικές και ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρίες στη δεκαετία του 1950, όταν και ο ψυχρό-πολεμικός ανταγωνισμός καθιστούσε την ενεργειακή τροφοδοσία της Γηραιάς Ηπείρου έναν πονοκέφαλο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η απεξάρτηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας από τις σοβιετικές εξαγωγές γαιάνθρακα και η εξασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας των ευρωπαϊκών κρατών, έστρεψε τις χώρες του Βόρειο-Ατλαντικού Συμφώνου στο μεσανατολικό πετρέλαιο ως βασική πηγή. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Αλγερία, υπό τον βάρβαρο γαλλικό έλεγχο, και η Λιβύη, με το φιλοδυτικό καθεστώς του βασιλιά Ιντρίς, θα αποκτήσουν στρατηγική σημασία ως χώρες παραγωγοί, ιδιαίτερα «αγνού» πετρελαίου με χαμηλό κόστος εξόρυξης, στις ακτές του ευρωπαϊκού νότου.
Αν και στην Ευρώπη, το αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ θα «μπαλώσει» τις καταστροφές του ΒΠΠ, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, οι συνέπειες του πολέμου εκδηλώνονται σε οικονομικό-πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η από-αποικιοποίηση και η ανεξαρτησία, που ήρθε μέσω διπλωματίας (π.χ. Λιβύη, Συρία κ.α.) ή ένοπλου αγώνα(Αλγερία, Αίγυπτος), αναδιαμόρφωσαν τον αραβικό κόσμο και σε συνδυασμό με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, γέννησε το παναραβικό κίνημα που απέκτησε από νωρίς αντί-ιμπεριαλιστικά και αντί-δυτικά χαρακτηριστικά. Στις δεκαετίες 1960-1970, τα περισσότερα φιλοδυτικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής/Βόρειας Αφρικής είχαν καθαιρεθεί και είχαν αντικατασταθεί από παναραβικά ή/και φίλο-σοβιετικά καθεστώτα. Τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη δεν θα αργήσουν να αντιληφθούν την δυναμική του πετρελαίου ως μέσου πίεσης και διαπραγμάτευσης, επιβάλλοντας τα πετρελαϊκά εμπάργκο του 1967 και 1973 σε όσα κράτη υποστήριζαν και διατηρούσαν οικονομικές και στρατιωτικές συμφωνίες με το κράτος του Ισραήλ. Ωστόσο, η ιδιαίτερη εξάρτηση των καθεστώτων της περιοχής από τα οικονομικά κέρδη της εξαγωγής του πετρελαίου για την διατήρηση τους στην εξουσία, ανάλογη της ευρωπαϊκής εξάρτηση από τις εξαγωγές αυτές, κατέστησαν τα εμπάργκο πετρελαίου ένα παρελθόν και αποτέλεσαν για τις επόμενες δεκαετίες τους στυλοβάτες της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η Λιβύη αναδεικνύεται σε έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου με αμέτρητα κοιτάσματα επί του εδάφους της, συμβάλλοντας σημαντικά στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των ενεργειακών σχεδιασμών της Ευρώπης. Παρά την αντί-δυτική, επιθετική και αναθεωρητική πολιτική του Καντάφι, η Λιβύη θα παραμείνει ένας βασικός πυλώνας της ενεργειακής τροφοδοσίας των κρατών του ευρωπαϊκού νότου. Ακόμα και την περίοδο της διεθνούς απομόνωσης του καθεστώς και των κυρώσεων του ΟΗΕ στη δεκαετία του 1990, πολλά ευρωπαϊκά, ασιατικά και αφρικανικά κράτη παρέβλεψαν τις κυρώσεις και διατήρησαν οικονομικές και διπλωματικές επαφές με το καθεστώς Καντάφι, στην προσπάθεια τους να καλύψουν το κενό που άφησε η οικονομική και πολιτική αποχώρηση των ΗΠΑ από τη χώρα, την οποία αποχώρηση εκμεταλλεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι χώρες της Ευρασίας, η Ρωσία, Τουρκία και η Κίνα.
Η Αραβική άνοιξη και οι επιπτώσεις της στον πετρελαϊκό τομέα
Παρά την εξομάλυνση των σχέσεων του Καντάφι με τις ΗΠΑ και τη Δύση στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η πολυετής απομόνωση της χώρας είχε δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα στη Λιβύη. Οι ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις Τουρκία και Αίγυπτος, αλλά και οι μεγάλοι ανταγωνιστές των ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος στην αξιοποίηση του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας. Η πτώση του καθεστώτος, που αναδείχτηκε ως βασικό αίτημα και των διαδηλώσεων του 2011, ήταν μονόδρομος για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, η οποία αποδέχτηκε, όπως σε Αίγυπτο, Τυνησία, ή και στήριξε, όπως σε Συρία, Λιβύη, την ανατροπή των «παλαιών καθεστώτων», προκειμένου να οικειοποιηθούν τα νέα καθεστώτα και να ανακόψουν την επέκταση την ανταγωνιστών τους στον αραβικό κόσμο.
Με τις επαναστάσεις της Αραβικής Άνοιξης και την αναδιαμόρφωση των ισορροπιών σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, ο πετρελαϊκός τομέας δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Οι εμφύλιοι πόλεμοι σε Συρία και Λιβύη και η αστάθεια σε Αίγυπτο και Ιράκ δημιούργησαν ένα πολιτικό και ενεργειακό κίνδυνο για την Ευρώπη και τα συμφέροντα της που εδράζονται ή/και διέρχονταν από τις αραβικές χώρες. Στη Λιβύη, η πτώση του καθεστώτος Καντάφι, που επήλθε μετά τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Λιβύη και την νατοϊκή επέμβαση με τις ευλογίες του ΟΗΕ, αποδιοργάνωσε το ιδιόμορφο πολιτικό σύστημα που είχε οικοδομήσει ο Μουαμάρ Καντάφι και οδήγησε σε δύο εμφύλιους πολέμους, στους οποίους συγκρούστηκαν αντιπολιτευόμενες φυλές, θρησκευτικές ομάδες και πολιτικά κόμματα για την εξουσία.
Οι πολιτικές αυτές εξελίξεις μείωσαν αισθητά και για περιόδους ακόμα και πάγωσαν την παραγωγή και μεταφορά ενέργειας προς την Ιταλία και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αποδυναμώνοντας την στρατηγική σημασία της Λιβύης ως ενεργειακή εναλλακτική στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό απεξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Από την ημερήσια παραγωγή του 2010 που έφτανε το 1,5 εκ βαρέλια, η χώρα έφτασε το 2020 να παράγει λιγότερο από 300 χιλιάδες βαρέλια τη μέρα, ενώ μεγάλο μέρος του πετρελαίου πωλούταν παράνομα από τις ένοπλες ομάδες που κατείχαν τις πετρελαϊκές πηγές και εγκαταστάσεις, ή από τις περιφερειακές δυνάμεις που τις υποστήριζαν στον αγώνα τους για την εξουσία.
Έτσι, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Λιβύης, από οικονομικό-πολιτικός παράγοντας σταθεροποίησης της χώρας και στήριξης της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος, κατέστη ένα στρατηγικό μέσο στον αγώνα των αντιμαχόμενων πλευρών για επικράτηση στο εσωτερικό και διεθνή αναγνώριση. Η κατοχή των πετρελαιοπηγών και ο έλεγχος της παραγωγής και διανομής των υδρογονανθράκων από τις ένοπλες ομάδες και φυλές της ανατολικής (LNA/Χαφταρ) και δυτικής Λιβύης(Misrata, Zintan κ.α.) αποτελεί ένα σημαντικό μέσο για την ενεργειακή επάρκεια των δυνάμεων τους και μια σημαντική πηγή πόρων για την στήριξη αυτών αλλά και την αγορά σύγχρονου οπλισμού και τεχνολογίας που θα τους βοηθήσουν στην εμφύλια σύγκρουση. Η συνεργασία των αντίπαλων πλευρών με μεγάλα πετρελαιοπαραγωγά κράτη (ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία, Κατάρ) επέτρεψε σε αυτές να πωλούν το πετρέλαιο της Λιβύης, παρά τους επιβαλλόμενους διεθνείς περιορισμούς που προέκυψαν λόγω των εμφυλίων συρράξεων, αξιοποιώντας τα δίκτυα εμπορίας των κρατών αυτών, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τον ένοπλο αγώνα τους.
Η στρατηγική σημασία της Λιβυκής ενέργειας υπό το πρίσμα του πολέμου στην Ουκρανία
Η ρωσική εισβολή στο ουκρανικό έδαφος αναδιαμόρφωσε τις ισορροπίες ισχύος και τους συσχετισμούς εντός του δυτικού στρατοπέδου. Οι σχεδιασμοί του παρελθόντος για σταδιακή ενεργειακή απεξάρτηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, κατέστησαν πλέον την απεξάρτηση αυτή μια αναγκαιότητα που επιβάλλεται δια της βίας σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, στα πλαίσια απομόνωσης και οικονομικής εξόντωσης της Ρωσίας. Η Ρωσία σήμερα καλύπτει πάνω από το ¼ των ευρωπαϊκών αναγκών ενέργειας, διατηρώντας σημαντικές συμφωνίες και συνεργασίες με κράτη των Βαλκανίων και ιδιαίτερα με την πρωτοπόρο της ΕΕ, τη Γερμανία. Η διακοπή των ενεργειακών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και τις ευρωπαϊκές χώρες, σε μια περίοδο μάλιστα που τα υπόλοιπα πετρελαιοπαραγωγά κράτη δεν φαίνονται διατεθειμένα να προσαρμόσουν την δική τους παραγωγή για να καλύψουν το κενό που θα αφήσει το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, δημιουργεί οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς κινδύνους για αμφότερες τις πλευρές. Ιδιαίτερα όμως για τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου, οι ελλείψεις σε ενέργεια μεταφράζονται σε πτώση του βιοτικού επιπέδου, περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση των τιμών, πληθωρισμό και άλλες κοινωνικό-οικονομικές συνέπειες που οδηγούν σε κοινωνικές εσωτερικές εντάσεις, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε και τον σημαντικό ρόλο της Ουκρανίας και Ρωσίας στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών των ευρωπαίων.
Η διακοπή των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας γεννά το πιεστικό ερώτημα της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης, με οποιοδήποτε κόστος, όπως δείχνει και η στροφή στο αμερικανικό LNG. Στην πραγματικότητα όμως, η αύξηση των ενεργειακών ροών από τις ενεργειακά αυτάρκης ΗΠΑ προς την ενεργειακά εξαρτημένη Ευρώπη, δεν θα επιλύσει το ζήτημα αυτάρκειας και ενεργειακής ασφάλειας της δεύτερης. Στον αραβικό κόσμο, αν και η σκόνη της Αραβικής Άνοιξης «κατακάθισε» και παγιώθηκε σε μια σύγκρουση του πολιτικού Ισλάμ με τα «παλαιά καθεστώτα» του Κόλπου, η παραγωγή πετρελαίου διατηρήθηκε ανεπηρέαστη παρά την αναδιαμόρφωση των ισορροπιών ισχύος. Ωστόσο, ο προσδιορισμός της ημερήσιας παραγωγής και διακίνησης πετρελαίου, και μέσω αυτών ο έλεγχος της τιμής του προϊόντος εναπόκειται στους διακρατικούς θεσμούς που έχουν συγκροτήσει τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο. Η μεταβολή ενός από αυτούς τους παράγοντες είναι ικανή να επιφέρει τους υπόλοιπους παράγοντες σε απορρύθμιση, καθιστώντας την αύξηση της παραγωγής και διακίνησης μεσανατολικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, στο βαθμό που απαιτείται για να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης, ένα απίθανο σενάριο σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ιδίως αν λάβουμε υπόψη πως οι μελλοντικές εξαγωγές των παραγωγών είναι ήδη δεσμευμένες βάσει διακρατικών και πολυεθνικών συμφωνιών.
Η ιδιαίτερη στρατηγική σημασία των λιβυκών υδρογονανθράκων βασίζεται στην δυναμική που θα δημιουργούσε η επάνοδος της λιβυκής παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στα προ-εμφυλιακά υψηλά επίπεδα. Η σταθεροποίηση και παγίωση της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας θα δημιουργούσε μια νέα πραγματικότητα για την άμεση τροφοδοσία του ευρωπαϊκού νότου με πετρελαίου και φυσικό αέριο και η διοχέτευση τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, μέσω των πολυάριθμων αγωγών και τερματικών σταθμών αποθήκευσης που διασυνδέθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ανάμιξη των ανταγωνιστών στη χώρα, όπως της Ρωσίας και της Κίνας αποτελεί ένα εμπόδιο στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Δύσης. Ωστόσο, η πολυετής παρουσία και έντονη δραστηριότητα των δυτικών μονοπωλίων ενέργειας, ιδιαίτερα της ιταλικής ENI, έχει εξασφαλίσει ένα σημαντικό μερίδιο της λιβυκής ενεργειακής πίτας, με τον αγωγό GreenStream, που συνδέει την Λιβύη με την Ιταλία, να αποτελεί κομβικό σημείο στην τροφοδοσία των Βαλκανίων καθώς και της νότιας και κεντρικής Ευρώπης.
Η σημερινή κατάσταση στη Λιβύη παραμένει τεταμένη. Η προηγούμενη προσωρινή κυβέρνηση, που είχε αναλάβει να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές του Δεκέμβρη του 2021, διατηρεί την εξουσία λόγω της αναβολής των εκλογών, όσο ταυτόχρονα το λιβυκό κοινοβούλιο, που βρίσκεται στην ανατολική Λιβύη και υπό τον έλεγχο του Χάφταρ, εξέλεξε νέα προσωρινή κυβέρνηση. Τα αντίπαλα κέντρα εξουσίας ήρθαν μάλιστα σε αντιπαράθεση γύρω από την αναγνώριση της νέας κυβέρνησης, στην οποία η παλιά προσωρινή κυβέρνηση και οι σύμμαχες φυλετικές και θρησκευτικές πολιτοφυλακές, που την διατηρούν στην εξουσία, αρνήθηκαν την είσοδο στη Τρίπολη και την επίσημη ανάληψη της διακυβέρνησης της Λιβύης τον Μάρτιο του 2022. Ωστόσο οι περιφερειακές αραβικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις επιδιώκουν πλέον την σταθερότητα και την ασφάλεια στη Λιβύη, προκειμένου η χώρα να πάψει να αποτελεί έναν παράγοντα αστάθειας και ένα άντρο τρομοκρατίας, και αντ΄αυτού να καταστεί ένας βασικός πυλώνας σταθερότητας στη νότια Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική, κατάσταση που θα ευνοήσει την εκμετάλλευση όχι μόνο της Λιβύης αλλά και της υπόλοιπης Αφρικής. Έτσι, οι αντίπαλες εξουσίες αδυνατούν να βρουν κάποιον περιφερειακό σύμμαχο και σπόνσορα στην προσπάθεια τους να εκδιώξουν τους αντιπάλους τους και να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας.
Για να ενταχθεί όμως η Λιβύη ενεργά στο σύστημα παραγωγής και διακίνησης ενέργειας, σε βαθμό που θα επιτρέψει την εν μέρει κάλυψη των απωλειών ρωσικής ενέργειας, η χώρα θα πρέπει να οδηγηθεί σε εκλογές και σε μια κυβέρνηση κοινής αποδοχής, στην οποία η πραγματικότητα θα επιβάλλει την αναγνώριση των ισορροπιών, δηλαδή τη δυναμική του Χάφταρ στην ανατολή και της φυλής Μισράτα στη δύση, παρά την χάραξη νέων ισορροπιών. Η πολιτική της Δύσης για σταθεροποίηση της Λιβύης και αξιοποίηση της στρατηγικής σημασίας της στον τομέα της ενέργειας θα στηριχθεί στα ένοπλα τμήματα και τις πολιτοφυλακές που θα εξασφαλίσουν τον έλεγχο των πηγών, την ροή και τα κέρδη του πετρελαίου. Βέβαια, πλέον η Δύση θα πρέπει να αποδειχτεί την νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε από την οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική εμπλοκή περιφερειακών δυνάμεων , όπως η Αίγυπτος, η Ρωσία, η Τουρκία, το Κατάρ, τα ΗΑΕ στη Λιβύη και να κινηθεί εντός αυτού του πλαισίου για την εξεύρεση λύσης σε βασικά ζητήματα, όπως η ανεμπόδιστη παραγωγή και διακίνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου και η διανομή των κερδών τους στα αντίπαλα κέντρα εξουσίας στη Λιβύη.
Βιβλιογραφία
Clark-Lowes, D. & Hallett, D. (2016). Petroleum Geology of Libya, (2nd ed.) Elsevier.
Genugten van, S. (2016). Libya in Western Foreign Policies 1911-2011, Palgrave Macmillan.
Megerisi, T. (2019). Libya’s Global Civil. European Council on Foreign Relations. Διαθέσιμο σε:http://www.jstor.org/stable/resrep21624
Megerisi, T. (2020). EU Policy towards Libya. Insight Turkey, 22(4), 29–40. Διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/26981714
Lutterbeck, D. (2009). Migrants, weapons and oil: Europe and Libya after the sanctions. The Journal of North African Studies, 14:2, 169-184, Διαθέσιμο σε: 10.1080/13629380802343558