Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η πολυπλοκότητα του όρου της τρομοκρατίας

Γράφει η Μαρία Λεριώτη

Εισαγωγή

Η τρομοκρατία είναι ένας όρος του οποίου η ύπαρξη απασχολεί την διεθνή κοινότητα εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, είναι ένα ζήτημα το οποίο πρόσφατα άρχισε να απασχολεί τον σύγχρονο κόσμο και την διεθνή ασφάλεια. Από τις ιστορικές εξεγέρσεις και τα επαναστατικά κινήματα μέχρι τη σύγχρονη ταύτιση της τρομοκρατίας με εξτρεμιστικές ιδεολογίες, οι ρίζες της τρομοκρατίας τρέφονται από μια πληθώρα πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών και οικονομικών παραγόντων.

Η 11η Σεπτεμβρίου θεωρείται το ορόσημο της τρομοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο, το σημείο καμπής στην κατανόηση της τρομοκρατίας και στη συλλογική συνείδηση. Έκτοτε, η τρομοκρατία αρχίζει να μελετάται ως ξεχωριστό πεδίο έρευνας, με αφοσιωμένους μελετητές και τεράστιες επενδύσεις στον τομέα της έρευνας. Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι η 11η Σεπτεμβρίου δεν ήταν το εναρκτήριο γεγονός το οποίο άλλαξε την προσέγγιση και την αντίληψη της τρομοκρατίας.

Ιστορική εξέλιξη και τρεις ημερομηνίες κλειδιά

Σύμφωνα με την ακαδημαϊκή έρευνα, υπάρχουν τρία βασικά ορόσημα που έχουν διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και μελετάμε την τρομοκρατία · Το 1972 ήταν ένα από αυτά και θεωρείται ως η ημερομηνία «κλειδί» στο πεδίο μελέτης της τρομοκρατίας. Οι επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου συγκλόνισαν τον κόσμο. Οι πρώτοι παγκόσμιοι Ολυμπιακοί Αγώνες σε ζωντανή μετάδοση σημαδεύτηκαν από μία τρομοκρατική επίθεση, η οποία όμως άνοιξε τον δρόμο προς την νοηματοδότηση της τρομοκρατίας. Οφείλει να ληφθεί υπόψιν ότι πριν από το 1972, υπήρχε μηδενικό πολιτικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της τρομοκρατίας, καθώς δεν θεωρούταν πρόβλημα του δυτικού κόσμου. Αφού προκάλεσε το ενδιαφέρον, η τρομοκρατία άρχισε να αναγνωρίζεται ως ξεχωριστή μορφή πολιτικής βίας, προσελκύοντας πολλούς μελετητές. Συνεπώς, το 1972 επινοήθηκε ο πρώτος ορισμός της τρομοκρατίας, καθώς μέχρι τότε ο όρος της τρομοκρατίας δεν υπήρχε καν ως τίτλος σε διεθνείς εφημερίδες. Ειδικότερα, πριν από το 1972, οι επιθέσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τρομοκρατικές θα χαρακτηρίζονταν ως δολοφονίες, βομβαρδισμοί, βασανιστήρια, ομηρίες κ.λπ. Το 1972, λοιπόν, προκηρύσσει μια νέα εποχή, καθώς η τρομοκρατία αναγνωρίζεται ως μία παγκόσμια απειλή και σοβαρό πρόβλημα για τις κοινωνίες.

Η δεύτερη ημερομηνία, που θεωρείται, από τους περισσότερους, ορόσημο για το πεδίο μελέτης της τρομοκρατίας είναι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1947-1991), περίοδος η οποία συσχετίστηκε με το τέλος της ΕΣΣΔ και του διπολισμού. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου διαμόρφωσε ένα νέο πολιτικό τοπίο και οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στην ισορροπία των δυνάμεων, στην οποία τα κράτη έπρεπε να αναπροσαρμοστούν. Κατά συνέπεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως η μοναδική υπερδύναμη και το γεωπολιτικό τοπίο άλλαξε ριζικά. Επακόλουθες συνέπειες ήταν η πολιτική αστάθεια και οι επαναστάσεις που σημειώθηκαν σε μια σειρά από πρώην σοβιετικά κυριαρχούμενα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Καθώς ο κομμουνιστικός έλεγχος και η σοβιετική επιρροή μειώθηκαν, έθνη όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία και άλλα πραγματοποίησαν την μετάβαση σε δημοκρατικές κυβερνήσεις. Ωστόσο, δεν ήταν ο κανόνας και για τις υπόλοιπες πρώην Σοβιετικές χώρες. Νέες προκλήσεις και συγκρούσεις αναδείχθηκαν με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, όπως εθνοτικές εντάσεις και εμφύλιοι πόλεμοι. Εθνοτικές και εθνικιστικές εντάσεις ξέσπασαν, οδηγώντας στη διάλυση πολυεθνικών κρατών, όπως η Γιουγκοσλαβία και συμβάλλοντας στην άνοδο εθνικιστικών κινημάτων, τα οποία κατέφυγαν στην τρομοκρατία ως μέσο  για την επίτευξη των στόχων τους. Παρ ‘όλες  τις ευκαιρίες για εκδημοκρατισμό, οι προκλήσεις ασφαλείας όπως η διάδοση των παράνομων όπλων, η χρήση βίας και τρομοκρατίας από εθνοτικές ομάδες και η εμφάνιση μη κρατικών δρώντων, υπονόμευσαν κάθε πιθανότητα εδραίωσης της ειρήνης και κατέστησαν την αντιτρομοκρατική συνεργασία όνειρο θερινής νυκτός.

Η τρίτη και τελευταία ημερομηνία ορόσημο στη μελέτη της τρομοκρατίας είναι η «χρυσή εποχή», ο απόηχος της 11ης Σεπτεμβρίου. Η «νέα» τρομοκρατία κάνει την εμφάνισή της, σε αντιδιαστολή με την «παλιά», υποκινώντας την ακαδημαϊκή ανάπτυξη. Ένα νέο επίπεδο επείγοντος επαγγελματισμού χαρακτήρισε το πεδίο μελέτης της τρομοκρατίας, καθιστώντας την αντιμετώπιση της βίας ως αυτοσκοπό παρά ως πολιτικό μέσο, με διακρατικές προθέσεις. Τι πραγματικά άλλαξε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ώθησε τις κοινωνίες σε «υστερικές» αντιδράσεις. Η «παλιά» τρομοκρατία εξαρτιόταν από πολιτικά και εθνικιστικά κίνητρα, τα οποία για τις περισσότερες κοινωνίες εξακολουθούσαν να αποτελούν απειλή για την ασφάλεια.  Αλλά η «νέα» τρομοκρατία  συνδέθηκε με τη ριζοσπαστικοποίηση και τις ιδεολογικές απειλές.  Το τέταρτο κύμα τρομοκρατίας -το «νέο»- επιδιώκει, υπό τη μορφή κατήχησης, μέσω της θρησκευτικής ανωτερότητας, να διαβρώσει το υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε αβίαστα, είναι η διάκριση μεταξύ της εποχής πριν από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όπου  η τρομοκρατία δεν είναι πλέον «σύμπτωμα», αλλά case study.

Η πολυπλοκότητα του ορισμού της τρομοκρατίας

Το πρωταρχικό ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η πολλαπλότητα των ορισμών για την τρομοκρατία καθώς και η έλλειψη συναίνεσης επί του τελευταίου, καθιστούν τις απαντήσεις μας στην τρομοκρατία πιο αναποτελεσματικές, αποπροσανατολίζοντας από την πραγματική ρίζα του προβλήματος. Ποιοι είναι λοιπόν οι παράμετροι που θα καθορίσουν εάν μία ενέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική; Οι δρώντες, τα θύματα, η χρονική στιγμή, ο τόπος, ο σκοπός.

Λόγω της υποκειμενικότητας του όρου, διαφορετικά άτομα, ομάδες και κυβερνήσεις ενδέχεται να ερμηνεύουν διαφορετικά την τρομοκρατία με βάση τις προοπτικές, τις πολιτικές ιδεολογίες ή τα εθνικά τους συμφέροντα. Αυτό που μια ομάδα μπορεί να θεωρήσει ως τρομοκρατική ενέργεια, μια άλλη ομάδα μπορεί να θεωρήσει ως νόμιμο και δίκαιο αγώνα για απελευθέρωση ή αντίσταση. Διαφορετικές μεταβλητές, όπως κρατικοί ή μη φορείς, το (πολιτικό) μήνυμα που επιδιώκεται, ο στόχος, το κοινωνικό υπόβαθρο, οι μεταβαλλόμενες τακτικές ή ακόμα και η διαφοροποίηση από άλλα είδη βίας, όπως το οργανωμένο έγκλημα, καθιστούν ακόμη πιο αμφιλεγόμενο τον χαρακτηρισμό μίας δράσης ως τρομοκρατική. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ο παράγοντας εξέλιξης του ορισμού(ων), σύμφωνα με την ιστορική περίοδο: κατά τη Γαλλική Επανάσταση διαφέρει η έννοια της «τρομοκρατίας» από αυτό με το οποίο σήμερα τη συνδέουμε. Ωστόσο, η δυσκολία ορισμού της τρομοκρατίας δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς και άλλοι όροι όπως ο φασισμός ή ο ιμπεριαλισμός εξακολουθούν να βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς επαναπροσδιορισμού. Ίσως εν τέλει, ένας ομόφωνα αποδεκτός ορισμός για την τρομοκρατία να περιόριζε την μελέτη των αιτιών και των συνεπειών της καθώς και την ελεύθερη και αμερόληπτη έρευνα.

Λόγοι για τους οποίους η τρομοκρατία συνεχίζει να αποτελεί απειλή

Ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρινόμαστε στην τρομοκρατία είναι πιο σημαντικός από την ίδια την δράση αυτής, καθώς μία τρομοκρατική επίθεση μπορεί να αλλάξει την αντίληψη της ασφάλειας σε δευτερόλεπτα, όπως συνέβη στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι απαντήσεις μας στην τρομοκρατία ανά τα χρόνια, έχουν αλλάξει περισσότερο από την ίδια την τρομοκρατία, αποδεικνύοντας πόσο νευραλγικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε σε αυτή. Οι ενδελεχείς και προσεκτικές κινήσεις είναι απαραίτητες, όχι μόνο μετά το πέρας μιας τρομοκρατικής επίθεσης αλλά και εκ των προτέρων, στο πλαίσιο της πρόληψης.

Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: Γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες που επιτρέπουν στην τρομοκρατία να ευδοκιμήσει; Σύμφωνα με τη Martha Crenshaw, επικρατούν δύο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την «ευημερία» της τρομοκρατίας: οι προϋποθέσεις (preconditions) και τα στοιχεία που επιταχύνουν και προωθούν την εμφάνισή της (precipitants). Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις συνδέονται με δομικούς ή κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι δημιουργούν ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη της τρομοκρατίας χωρίς να είναι άμεσα η αιτία της. Επακόλουθο των προϋποθέσεων είναι οι τα στοιχεία που επιταχύνουν την εμφάνιση της τρομοκρατίας και μπορούν να αποτελέσουν άμεσο έναυσμα για την μετατροπή των προϋποθέσεων σε πραγματικές τρομοκρατικές επιθέσεις, κλιμακώνοντας το ξέσπασμα της βίας.

Η τρομοκρατία είναι ένα πολυεπίπεδο φαινόμενο, στο κέντρο του οποίου επικρατεί η βία και ο φόβος, και το οποίο προσπαθεί με κάθε μέσω να επιδράσει στη πολιτική. Αυτό που επιτυγχάνουν οι τρομοκράτες στην εποχή των μέσων ενημέρωσης είναι η άμεση δημοτικότητα μέσω της ψυχικής φόρτισης και η αναγνωσιμότητα των πράξεων τους, σε σύγκριση με άλλες μορφές βίας που εξίσου προκαλούν θύματα. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση μαρτυρά το ψυχολογικό φορτίο που συνοδεύει μια τρομοκρατική ενέργεια. Ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνουμε από τις οικογένειές μας, τις κοινωνίες μας, τα μέσα ενημέρωσης και τα σχολικά εγχειρίδια σφυρηλατεί τις περισσότερες από τις προκαταλήψεις και τις ιδέες μας για τον κόσμο, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις Ισραήλ-Παλαιστίνης ή το παράδειγμα της Β. Ιρλανδίας, όπου η εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινοτήτων θεωρείται προνόμιο. Μεγαλώνοντας, το αίσθημα της αδικίας, που μεταμορφώνεται σε θέληση για εκδίκηση, συσσωρεύεται και μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο.

Δύο σημαντικοί όροι που δεν πρέπει να λησμονηθούν, σε αυτό το σημείο, είναι η χειραγώγηση και ο φανατισμός, που μπορούν εύκολα να μετεξελιχθούν σε ακραίες μορφές έκφρασης. Η αίσθηση του ανήκειν (στις ιδεολογίες της ομάδας), η αφοσίωση στην προσωπικότητα ενός ηγέτη (που μερικές φορές θυμίζει το «θείο δικαίωμα των βασιλιάδων»), η προπαγάνδα και η εκμετάλλευση των κοινών αδικιών, αποτελούν πειστικές μεθόδους που τείνουν να καλλιεργούν μια αυξημένη πρόθεση για χρήση βίας, ως μέσο αντιποίνων.

Συχνά, η οπτική των θυμάτων ακόμα κι αν θεωρείται υπολογίσιμη, τις περισσότερες φορές παραμερίζεται καθώς πραγματοποιείται ισχνή έρευνα επί του θέματος. Μεγάλο μέρος της πρώιμης έρευνας για την τρομοκρατία επικεντρώθηκε κυρίως στη μελέτη των δραστών, των κινήτρων, των ιδεολογιών και των επιχειρησιακών τακτικών τους. Οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ασφαλείας δίνουν συχνότερα προτεραιότητα στη συλλογή πληροφοριών και στις προσπάθειες καταπολέμησης της τρομοκρατίας, επικεντρώνοντας στους δράστες παρά στα θύματα. Η δυσανάλογη έμφαση στη μελέτη των δραστών και των αντιτρομοκρατικών προσπαθειών συνέβαλε στην παραμέληση της οπτικής γωνίας των θυμάτων, στην έρευνα και στη χάραξη πολιτικής για την τρομοκρατία, εμποδίζοντας την πλήρη κατανόηση του ανθρώπινου αντίκτυπου και των μακροπρόθεσμων συνεπειών των τρομοκρατικών επιθέσεων -στο άτομο.

Πολλοί χαρακτηρίζουν τους τρομοκράτες ως μοναχικούς λύκους. Κατά συνέπεια, αυτό που φαίνεται αδιανόητο είναι πώς μια ομάδα -ανθρώπων- τρομοκρατών ή ακόμα και ένα άτομο μπορούν να σκορπίσουν τόσο πολύ φόβο μέσα σε μια στιγμή. Η τρομοκρατία είναι ένα ψυχολογικό παιχνίδι κλιμάκωσης. Δεν είναι η τελευταία επίθεση που τρομοκρατεί τους ανθρώπους. Είναι η επόμενη.

ΠΗΓΕΣ

English, R. (2010, July 8). Terrorism. Oxford University Press, USA.

Chenoweth, E., English, R., Gofas, A., & Kalyvas, S. N. (2019, March 14). The Oxford Handbook of Terrorism. Oxford University Press.

Crenshaw, M. (1981, July). The Causes of Terrorism. Comparative Politics, 13(4), 379. https://doi.org/10.2307/421717

Richards, A. (2014, February 14). Conceptualizing Terrorism. Studies in Conflict & Terrorism, 37(3), 213–236. https://doi.org/10.1080/1057610x.2014.872023

ΕΙΚΟΝΑ

Διαθέσιμη σε: https://www.kqed.org/lowdown/14066/13-years-later-four-major-lasting-impacts-of-911