Γράφει ο Αντώνης Παπάζογλου
Το Κυπριακό Ζήτημα υπήρξε διαχρονικά μια πολύ σημαντική υπόθεση για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, καθώς αποτελεί ένα θέμα με μεγάλη ευαισθησία για το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, λόγω των εθνικών, ιστορικών και πολιτισμικών δεσμών των δύο χωρών. Οι στρατηγικές που ακολουθήθηκαν στην πάροδο του χρόνου από τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα δεν ήταν πάντοτε οι ίδιες ούτε στη θεωρία, αλλά ούτε και στην πράξη. Ιδιαίτερη σημασία έχει να αναλυθούν τα έτη κατά τα οποία τέθηκαν οι βάσεις για την ανεξαρτησία του νησιού, αλλά και για τις μετέπειτα μακροχρόνιες συγκρούσεις.
Οι βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις που συγκρούονταν, κατά τα έτη 1945-1967, ήταν δύο. Η μία εξ’ αυτών αφορούσε την πεποίθηση πως μια θετική έκβαση του Κυπριακού θα ερχόταν σταδιακά, μέσω της διπλωματίας και με όσο το δυνατόν καλύτερες σχέσεις με τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη. Η έτερη άποψη υποστήριζε πως έπρεπε άμεσα να επιδιωχθεί η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καθώς αποτελούσε το μόνο αποδεκτό εθνικό σκοπό. Η πρώτη προσέγγιση παρατηρείται αρχικά στον Πρωθυπουργό και ηγέτη του κόμματος Φιλελευθέρων Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος και θεωρούσε πως η υπόθεση δε θα έπρεπε να οδηγήσει σε ελληνοβρετανική σύγκρουση, ενώ η δεύτερη έχει επίσημη αφετηρία την κυβέρνηση Παπάγου.
Μια γενική περιοδολόγηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό, μεταξύ των πρώτων μεταπολεμικών ετών και της έλευσης της στρατιωτικής δικτατορίας, καταδεικνύει τη διαφορά στην κατά καιρούς κατεύθυνση. Την περίοδο 1945-1953 οι κυβερνήσεις Κέντρου αλλά και Δεξιάς ακολούθησαν τη γραμμή του Βενιζέλου ασκώντας μια ήπια πολιτική που στόχευε σε μακροπρόθεσμη επίτευξη της Ένωσης, προσπαθώντας πολλές φορές να διερευνήσουν ποιες ήταν οι βρετανικές προθέσεις μέσω διαλόγου. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του Γεωργίου Παπανδρέου: «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει από ασφυξίαν». Τα λόγια αυτά εξηγούνται, καθώς η Ελλάδα είχε βγει αρκετά αποδυναμωμένη οικονομικά από τον πόλεμο και εξαρτιόταν σε τεράστιο βαθμό αρχικά από τη βρετανική στήριξη και στη συνέχεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κομμάτι αυτής της νοοτροπίας ήταν και η απόφαση της Ελλάδας να μην προχωρήσει σε κάποια δράση όταν της παραδόθηκαν από τους Ελληνοκυπρίους τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 1950, όπου δήλωναν τη θέλησή τους να ενωθούν με το ελληνικό κράτος.
Η προαναφερθείσα στάση άλλαξε με την πρώτη ελληνική προσφυγή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1954, επί κυβερνήσεως του κόμματος του Εθνικού Συναγερμού υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο. Εκεί υπήρξε για πρώτη φορά ελληνικό αίτημα για την αυτοδιάθεση των Κυπρίων, σύμφωνα και με τη λαϊκή τους βούληση, κάτι που θα άνοιγε ακολούθως και το δρόμο για ελεύθερη ένωσή τους με τη «Μητέρα Πατρίδα» όπως αποκαλούταν η Ελλάδα. Έτσι, άρχισε να ενσαρκώνεται η στρατηγική της πιο δυναμικής πολιτικής προς την Ένωση, μέσω της διεθνοποίησης του ζητήματος. Η γραμμή αυτή ακολουθήθηκε μέχρι και το 1957 με κυβέρνηση Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και οδήγησε σε αρκετά τεταμένο κλίμα μεταξύ Ελλάδας-Βρετανίας αλλά και μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας Οι Βρετανοί, παρά την προσπάθειά τους, τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να αφήσουν σταδιακά τις αποικίες τους ανά την υφήλιο λόγω του τεράστιου κόστους για τη διατήρησή τους, δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο. Οι Τούρκοι δε σκόπευαν να επιτρέψουν ένα μεγάλο νησί που βρισκόταν παραπλεύρως τους στον χάρτη να περιέλθει στο ελληνικό κράτος, καθώς θεωρούσαν ότι περικυκλώνονταν γεωστρατηγικά. Επιπλέον, υπήρχαν και αναχρονιστικά κίνητρα, μιας και παλαιότερα αυτό ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ήταν διαχρονικά ελκυστική μια επιμέρους αναβίωσή της σε έκταση.
Παράλληλα με τη διεθνοποίηση, ο Παπάγος είχε δώσει τη συγκατάθεση του στην εκκίνηση αντάρτικου στην Κύπρο, με επικεφαλής τον απόστρατο Συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα και αποφάσισε την υλική και επικοινωνιακή υποστήριξη από την Ελλάδα. Η ίδρυση της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) έφερε το ένοπλο στοιχείο στη διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων από τη βρετανική εξουσία, καθώς εκείνη δεν αποδεχόταν τις ελληνικές και ελληνοκυπριακές θέσεις. Η βρετανική διοίκηση θεωρούταν καταπιεστική, χωρίς να δίνει σημαντικά πολιτικά δικαιώματα στον ίδιο τον κυπριακό λαό και απαντώντας στη δράση της ΕΟΚΑ με πλήθος βασανιστηρίων και εκτελέσεων. Επιπρόσθετα, αν και το ελληνικό αίτημα στον Ο.Η.Ε. έλαβε μεγάλο αριθμό ψήφων, δεν υπερψηφίσθηκε ώστε να συζητηθεί επίσημα ως ενδεχόμενο. Όλα αυτά οδήγησαν σε όξυνση των ελληνοβρετανικών σχέσεων και δημιουργία προβλημάτων για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια σημαντική γεωστρατηγικά περιοχή της σφαίρας επιρροής τους. Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιχείρησε να αποφευχθεί η σύγκρουση μέσω διαύλων επικοινωνίας με Βρετανούς και Αμερικανούς και τάχθηκε υπέρ της εύρεσης συμβιβαστικής λύσης.
Στη συνέχεια, η πολιτική του Πρωθυπουργού Καραμανλή και του Υπουργού Εξωτερικών Αβέρωφ υπήρξε η προσπάθεια συζήτησης με την Τουρκία στο πνεύμα εξεύρεσης λύσης. Έτσι, η Ελλάδα υποστήριξε πιστά και τις ακόλουθες συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου που οδήγησαν στην ανεξαρτησία του Κυπριακού κράτους και έθεταν τις τρεις άλλες ενδιαφερόμενες χώρες (Ελλάδα, Βρετανία και Τουρκία) ως εγγυήτριες. Μετά το 1957, και ενώ ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ συνεχιζόταν, η ελληνική κυβέρνηση του Καραμανλή φοβούμενη το μεγάλο κόστος, χωρίς ακόμα την εξεύρεση λύσης, ξεκίνησε επαφές με την Τουρκία. Παρά την προηγηθείσα αντιπαράθεση στον Ο.Η.Ε., οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έλαβαν νέα πορεία, καθώς ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ζορλού και ο Έλληνας ομόλογός του άρχισαν να έχουν βελτιωμένες επαφές και συζητήσεις. Αυτές οδήγησαν σε συνάντηση κορυφής μεταξύ 5-11 Φεβρουαρίου 1959 και την υπογραφή της Συμφωνίας της Ζυρίχης από τους Πρωθυπουργούς Καραμανλή και Μεντερές. Πλέον η Κύπρος θα ήταν ανεξάρτητο κράτος. Αργότερα, πάντως, επανεμφανίσθηκε η επιδίωξη της Ένωσης με το Γεώργιο Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου, καθιστώντας την μια πολιτική που ακολουθήθηκε και από τις επόμενες κυβερνήσεις μέχρι το 1967.
Σχετικά με την αλληλεπίδραση ελληνικών και κυπριακών ηγεσιών, αυτό που παρατηρείται είναι πως ακολουθήθηκαν δύο ειδών πολιτικές από την ελλαδική πλευρά. Η μία ήταν η ήπια αντιμετώπιση, που μετουσιωνόταν με συμβουλές της Αθήνας προς τη Λευκωσία, με τη δεύτερη να αποφασίζει την τύχη του νησιού και την πρώτη να υποστηρίζει την όποια απόφασή της. Τέτοια στάση τηρήθηκε, για παράδειγμα, από την πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή κατά τις συνομιλίες του Βρετανού Χάρντινγκ και του Κύπριου Προέδρου, Μακαρίου. Στη συνέχεια όμως, ο Καραμανλής ανέλαβε την πρωτοβουλία των αποφάσεων και το βάρος αυτών μεταφέρθηκε στην Αθήνα κατά τα έτη 1957-1959. Τα επόμενα χρόνια και συγκεκριμένα μεταξύ 1960 και 1963, η πολιτική που ακολουθήθηκε από τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ ήταν οι προτροπές και συμβουλές της Ελλάδας προς την Κύπρο αλλά με το στοιχείο πως αν η κυπριακή ηγεσία ακολουθούσε την αποκλειστικά δική της πολιτική, τότε θα ήταν ελεύθερη ως ανεξάρτητο, πλέον, κράτος να την υλοποιήσει, χωρίς όμως τη συμβολή και βοήθεια της Αθήνας.
Αντίθετα, υπήρξε και η θέση περί «εθνικού κέντρου», που σήμαινε την καταρχήν συνδιαβούλευση Ελλάδας και Κύπρου αλλά με το προβάδισμα στις αποφάσεις να βρίσκεται στην κυβέρνηση της Αθήνας, η οποία εφόσον λάμβανε υπ’ όψιν τις ανάγκες και συμφέροντα ολόκληρου του Ελληνισμού καθίστατο και ο πυρήνας του. Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Παρ’ όλα αυτά, οι Η.Π.Α. και η Τουρκία θεωρούσαν πως ο Παπανδρέου ακολουθούσε το Μακάριο και όχι το αντίστροφο. Αυτή η εικόνα σχηματίστηκε και με αφορμή την αποτυχία ευόδωσης των σχεδίων Άτσεσον. Συγκεκριμένα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, προτάθηκαν δύο αμερικανικά σχέδια ένωσης Ελλάδας-Κύπρου, με την Τουρκία να λαμβάνει ανταλλάγματα ώστε να συμφωνήσει. Αυτά θα είχαν τη μορφή είτε περιορισμένης έκτασης του νησιού είτε ευρείας στρατιωτικής βάσης. Εν μέσω διαπραγματεύσεων κατατέθηκαν δύο διαφορετικά πλάνα. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε το δεύτερο, θεωρώντας πως ένα όνειρο του Ελληνισμού θα πραγματοποιούταν με μικρό σχετικά τίμημα, όμως η κυπριακή ηγεσία το θεώρησε μορφή τεμαχισμού της νήσου. Λόγω της σθεναρής αντίστασης που συνάντησε, η Ελλάδα αναγκάστηκε να απορρίψει το σχέδιο αυτό.
Τα πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας της Κύπρου εμφανίσθηκε η ιδέα περί δύο ανεξάρτητων, ταυτόχρονα, ελληνικών κρατών, Ελλάδας και Κύπρου από τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Σχολή σκέψης, πάντως, που δε διέθετε σημαντικό έρεισμα στην ελληνική κοινή γνώμη, η οποία πάντοτε επιθυμούσε την Ένωση. Αργότερα, όταν ο Μακάριος υποστήριξε την αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος, που έφερε και την κρίση μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων, οι ελληνικές κυβερνήσεις, τόσο του Καραμανλή όσο και του υπηρεσιακού Πρωθυπουργού Πιπινέλη, δήλωσαν τη διαφωνία τους θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να φθάσει η κατάσταση στα άκρα. Αυτό εκφράσθηκε και από τον Καραμανλή στο Μακάριο μέσω του Πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα Νίκου Κρανιδιώτη. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και η πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων, διέβλεπε πως το σύνταγμα έδινε αρκετή δύναμη σε επίπεδο αποφάσεων και στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, παρά το γεγονός πως αποτελούσε περίπου μόλις το δεκαοκτώ τοις εκατό του πληθυσμού, εγκαθιστώντας μια άδικη και μη βιώσιμη κατάσταση. Έτσι, επιχείρησε να το τροποποιήσει σε 13 σημεία του. Αυτό θεωρήθηκε από την άλλη πλευρά ως πραξικοπηματική κίνηση και ακολούθησε η παραίτηση όλων των Τουρκοκυπρίων από θέσεις εξουσίας, καθώς και η δημιουργία θυλάκων εντός της Κύπρου από χιλιάδες Τουρκοκυπρίους. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, μικρά κράτη εν κράτει, κλείνοντας δρόμους προς τις περιοχές αυτές και επιχειρώντας να ζήσουν αυτόνομα από το επίσημο κράτος του νησιού, το οποίο έπαυσαν να αναγνωρίζουν.
H κρίση του χειμώνα 1963-1964 στην Κύπρο επανέφερε την ιδέα της Ένωσης στην ελληνική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, καθώς οι ιθύνοντες παρατηρούσαν την επικίνδυνη κατάσταση που υπήρχε. Οι Τουρκοκύπριοι είχαν, σε μεγάλο βαθμό αυτοαπομονωθεί σε θύλακες και η Τουρκία έβρισκε, σταδιακά, ευκαιρία να αναμειχθεί στην υπόθεση της Κύπρου. Η στροφή, λοιπόν, αυτή έχαιρε υποστήριξης και από τον ελληνικό λαό αλλά ακόμη και από άλλες πολιτικές δυνάμεις, με παράδειγμα την Ε.Ρ.Ε. που είχε ηγέτη τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Με αφορμή την ένοπλη σύγκρουση Ελληνοκυπρίων με Τουρκοκυπρίους και αργότερα τους βομβαρδισμούς της Τουρκίας σε κυπριακά χωριά, η Ελλάδα απέστειλε τμηματικά στην Κύπρο μία Μεραρχία αποτελούμενη από 7238 οπλίτες και 857 αξιωματικούς, καθώς και το Γεώργιο Γρίβα ως επικεφαλής Η στρατιωτική Μεραρχία στάλθηκε για να αποτρέψει μελλοντική απόβαση της Τουρκίας, καθώς και για να ασκεί μία έμμεση πίεση στο Μακάριο με την παρουσία της σε πιθανές μελλοντικές διαφωνίες Αθήνας-Λευκωσίας.
Όσον αφορά τη στρατηγική που θα ακολουθούταν για την Ένωση υφίσταντο δύο απόψεις. Η μία ήταν η προαναφερθείσα Ένωση με παροχή ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, και η άλλη με ταυτόχρονες διακηρύξεις της από τα Κοινοβούλια Ελλάδας και Κύπρου, λύση που θεωρήθηκε δυνατή και λόγω της αποστολής της ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο υπό το Γρίβα. Ο Παπανδρέου απέρριψε το πρώτο ενδεχόμενο λόγω της αντίδρασης του Μακαρίου. Μπροστά, λοιπόν, στο αδιέξοδο ο Έλληνας Πρωθυπουργός αποδέχθηκε το σχέδιο των ταυτόχρονων ανακηρύξεων της Ένωσης από τα δύο Κοινοβούλια, το ελληνικό και το κυπριακό, κάτι που του είχε προτείνει ο Υπουργός Άμυνας Γαρουφαλλιάς. Ο Μακάριος έδειξε μια διστακτική αποδοχή του σχεδίου με την προϋπόθεση να μην υπήρχε αιματοχυσία και ανταλλάγματα στην Τουρκία. Ο Κύπριος Πρόεδρος σε μεταγενέστερη δήλωσή του ανέφερε πως θεωρούσε το σχέδιο «συμπαιγνία με αντικειμενικό σκοπό την πραξικοπηματική επιβολή του σχεδίου Άτσεσον και την de facto διχοτόμηση του νησιού». Το πλάνο εν τέλει εγκαταλείφθηκε από τον Παπανδρέου.
Κατά τα χρόνια 1965-1967 οι μετά τον Παπανδρέου κυβερνήσεις της Ελλάδας εξ’ αιτίας και της αποτυχίας εφαρμογής κάποιας λύσης λόγω των διαφωνιών του Μακαρίου, προσανατολίσθηκαν σε διμερείς συζητήσεις με την Τουρκία για το Κυπριακό. Οι κυβερνήσεις αυτές εξακολουθούσαν να θέτουν ως επιδίωξη την Ένωση και επέλεγαν να δοθεί ως αντάλλαγμα στην Τουρκία η βάση της Δεκέλειας που όμως ήταν βρετανική και όχι μεγάλου μεγέθους. Από την άλλη, η τουρκική πλευρά προτιμούσε ένα ανεξάρτητο ομόσπονδο κράτος αποτελούμενο από δύο ισότιμες μειονότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή, παρά την τεράστια πληθυσμιακή τους διαφορά. Το Δεκέμβριο του 1966 επί κυβερνήσεως Στεφανόπουλου συναντήθηκαν οι Υπουργοί Εξωτερικών των δύο κρατών Τούμπας και Τσαγλάγιανκιλ. Αν και υπήρχε σημαντική διαφορά επιδιώξεων, παρατηρήθηκε θετικό κλίμα. Συζητήθηκε και το προαναφερθέν αντάλλαγμα της Δεκέλειας με το ερώτημα αν θα δινόταν με μίσθωση ή υπό τουρκική κυριαρχία και συμφωνήθηκε να συνεχιστούν οι συνομιλίες και το επόμενο έτος. Η ανατροπή της κυβερνήσεως Στεφανόπουλου από τη στρατιωτική δικτατορία ανέβαλε, προσωρινά μόνο, αυτόν το διάλογο.
Έπειτα από την ανάλυση των προαναφερθέντων, μπορεί να παρατηρηθεί πως η ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό Ζήτημα επηρεάστηκε από παράγοντες όπως οι σχέσεις με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους δρώντες, το μέτρο του δυνατού, καθώς και το αν εντασσόταν στη σχολή σκέψης της μακροπρόθεσμης επίλυσης ή μιας πιο δυναμικής λύσης. Οι κινήσεις που υλοποιήθηκαν σε προσκήνιο και παρασκήνιο πέτυχαν την ανεξαρτησία της νήσου, αν και εμφανίσθηκε, παράλληλα, μια εποχή νέων εντάσεων και λεπτών ισορροπιών μέσα από τις συνθήκες που θα τη συνόδευαν. Κλείνοντας, οι ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου άλλοτε συμβάδισαν αρμονικά και άλλοτε διαφώνησαν έντονα, μην επιτρέποντας μια περισσότερο οριστική διευθέτηση του Ζητήματος, κάτι που αποδείχθηκε μέσα από τα γεγονότα των επόμενων δεκαετιών.
Βιβλιογραφία
Αλεξανδράκης – Θεοδωρόπουλος – Λαγάκος. (1987). Το Κυπριακό – 1950-1974: Μία Ενδοσκόπηση. Ελληνική Ευρωεκδοτική
Βλάχος Ά. (1980). Δέκα Χρόνια Κυπριακού. εκδόσεις Εστία
Ηρακλείδης Α. (2006). Κυπριακό Πρόβλημα 1947-2004 Από την Ένωση στη Διχοτόμηση;. εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
Θεοτόκης Σ. (1986) Πολιτικές αναμνήσεις, εκδόσεις Επτάλοφος ΑΒΕΕ.
Κρανιδιώτης Γ. (1984) Το Κυπριακό Πρόβλημα 1960-1974. εκδόσεις Θεμέλιο
Χατζηαντωνίου Κ. (2007) Κύπρος 1954-1974 Από το Έπος στην Τραγωδία. εκδόσεις Ιωλκός
Πηγή Εικόνας:
Συλλαλητήριο υπέρ της Ένωσης της Kύπρου με την Eλλάδα.
Διαθέσιμο σε: https://www.kathimerini.gr/k/100yk/1026337/syllalitirio-ype-r-tis-enosis-tis-ky-proy-me-tin-ella-da/