Loading...
Κρίσεις και Ζητήματα Ασφαλείας

Η παρουσία της ομάδας Wagner στην Αφρική
και η σύνδεσή της με το Κρεμλίνο

Γράφει η Ελισάβετ Κάργιου

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και τα γεγονότα που προηγήθηκαν αυτής, ανέδειξαν το είδος της εξωτερικής πολιτικής που υιοθετεί η ρωσική κυβέρνηση απέναντι στη Δύση και την κυριαρχία ορισμένων κρατών. Φυσικά, η δράση της τελευταίας δεν περιορίζεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά επεκτείνεται και στην αφρικανική, όπως φαίνεται από τις συνεργασίες που εξασφαλίζει με Αφρικανούς ηγέτες τα τελευταία έτη. Παράλληλα, ο τομέας της διεθνούς ασφάλειας και των ενόπλων διενέξεων φαίνεται να έχει «εκσυγχρονιστεί» με την εμφάνιση και την ενεργό δράση νέων μη-κρατικών δρώντων, όπως οι ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρίες. Μέσα σε αυτό το κλίμα ρωσικής επέμβασης και διεθνούς (αν)ασφάλειας αναδύθηκε η ομάδα Wagner, το φερόμενο ως νέο εργαλείο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η δράση της σε αφρικανικές χώρες θέτει κρίσιμα ζητήματα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ οι δεσμοί της με το Κρεμλίνο φαίνεται να καταρρίπτουν την εικόνα μιας απλής ιδιωτικής εταιρίας χωρίς κρατικές εμπλοκές.

Η ομάδα Wagner, γνωστή επίσης ως“PMC Wagner”, “ChVK Wagner” και “CHVK Vagner” (όπου “PMC”: Ιδιωτική Στρατιωτική Εταιρία), θορύβησε για πρώτη φορά τη διεθνή κοινότητα με τη συμμετοχή της στις συγκρούσεις της ανατολικής Ουκρανίας το 2014 προς στήριξη των αποσχιστικών δυνάμεων των αυτοαποκαλούμενων «δημοκρατιών» του Donetsk και Luhansk. Όπως τότε έτσι και τώρα, ο ρόλος της στο ρωσοουκρανικό πόλεμο είναι καίριος. Πέρα από την ενεργό συμμετοχή της στα πεδία της μάχης λαμβάνει, μάλιστα, και αιτήσεις εθελοντικής στράτευσης. Η παρουσία της αυτή, όμως, επεκτείνεται και εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Προτού όμως εξετασθεί ο ρόλος της στην Αφρική, και η σχέση αυτής με τη Ρωσία, είναι αναγκαίο να επιχειρηθεί μια σύντομη ανάλυση της ίδρυσης, της νομικής φύσης και των κεντρικών χαρακτηριστικών της. Πίσω από την ίδρυση της φαίνεται να βρίσκεται ο Dmitry Utkin, πρώην αξιωματικός της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (GRU), ενώ χρηματοδοτείται από τον Yevgeny Prigozhin, Ρώσο ολιγάρχη, καταδικασθέντα για σύσταση συμμορίας με σκοπό την τέλεση ληστείας και απάτης, ο οποίος διαθέτει δεσμούς με τον Ρώσο πρόεδρο και εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των εξορύξεων. Παρά τις όποιες παρανοήσεις, νομικά δεν υφίσταται κάποια εταιρία με την επωνυμία Wagner. Άλλωστε, η ίδρυση ιδιωτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων απαγορεύεται από το Ρωσικό Σύνταγμα. Πάντως, ο Ρώσος πρόεδρος σε ερώτηση δημοσιογράφου αναγνώρισε έστω και εμμέσως την ύπαρξή της. Δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία ως προς τη φύση της ομάδας. Αυτό που αποκαλείται «ομάδα Wagner» υποστηρίζεται πως είναι στην πραγματικότητα ένα σύνολο ομάδων που λειτουργούν βάσει διαφορετικών συμβάσεων με διαφορετικά τμήματα του Υπουργείου Άμυνας και του Υπουργείου Εκτάκτων Καταστάσεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Κατ’ ουσίαν φαίνεται πως πρόκειται για ημι-κρατική δύναμη ασφαλείας του ρωσικού κράτους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τη χαρακτήρισε ως ιδιωτική στρατιωτική οντότητα χωρίς νομική προσωπικότητα, με βάση τη Ρωσία και διάδοχο οργανισμό μιας άλλης ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρίας, του Σλαβονικού Σώματος, για να προχωρήσει στη συνέχεια σε επιβολή κυρώσεων. Σε κάθε περίπτωση είναι ενσωματωμένη σε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο δίκτυο επιχειρήσεων, εικονικών εταιριών και κυβερνητικών οντοτήτων, πιθανώς για να αποκρυφθεί η πραγματική της ταυτότητα. Η τακτική στρατιωτική ομάδα Rusich, η οποία ανήκει στην «ομάδα Wagner», εκπαιδεύτηκε από τη «Ρωσική Αυτοκρατορική Λεγεώνα», το στρατιωτικό τμήμα του ακροδεξιού «Ρωσικού Αυτοκρατορικού Κινήματος», που έχει αναγνωριστεί ως τρομοκρατική οργάνωση από τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Παρατηρείται, μάλιστα, μια διασύνδεση ανάμεσά τους, δημιουργώντας ένα ολόκληρο παραστρατιωτικό δίκτυο. Παρόλο που ως ιδιωτική στρατιωτική εταιρία – όπως συχνά αυτοπροσδιορίζεται- δεν υιοθετεί επισήμως κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία, ο αντισημιτισμός, η αντίθεση στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και ο ναζισμός, φαίνεται να είναι κοινοί μεταξύ των μελών της.

Η θέση της ομάδας αναβαθμίστηκε σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής ύφεσης για ορισμένα αφρικανικά κράτη, που βίωσαν και βιώνουν ακόμη τα αποτελέσματα ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου (Λιβύη) ή αλλεπάλληλων στρατιωτικών πραξικοπημάτων (π.χ. Μαλί, μεταξύ άλλων) και επιδιώκουν τη σύναψη συμφωνιών με ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρίες, ώστε να καλύψουν τα κενά ασφαλείας τους. Παρά τις συνεχείς αρνήσεις του Κρεμλίνου, οι περιοχές παρουσίας και δράσης της «ομάδας Wagner» στην αφρικανική ήπειρο, όπως και αλλού (π.χ. Συρία), συμπίπτουν πλήρως με αυτές της ρωσικής διπλωματίας.

Τα κυριότερα αφρικανικά κράτη στα οποία η ομάδα αναπτύσσει τις επιχειρήσεις της είναι η Λιβύη, το Σουδάν, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Μαλί.  Ειδικότερα ως προς την πρώτη, η ομάδα Wagner παρείχε στήριξη στο στρατηγό Khalifa Haftar και το Εθνικό Λιβυκό Στρατό (Libyan National Army), όπως απαιτούσαν τα γεωπολιτικά συμφέροντα του Κρεμλίνου. Εκτιμάται, μάλιστα, ότι συμμετείχε στην επίθεση της Τρίπολης στο πλευρό του LNA, ενώ έχει κατηγορηθεί για τη χρήση ναρκών κατά παράβαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και την κατάληψη πλούσιων σε πετρέλαιο εδαφών, προκειμένου να εμποδίσει την πώληση του καυσίμου για την χρηματοδότηση της αναγνωρισμένης από τα Ηνωμένα Έθνη κυβέρνησης.

Η παρουσία της στο Σουδάν, από το 2017, φαίνεται περισσότερο έντονη και ακολούθησε τη συνάντηση ανάμεσα στη ρωσική κυβέρνηση και τον τότε Σουδανό πρόεδρο Omar al-Bashir, η οποία κατέληξε στη σύναψη συμφωνιών για διενέργεια εξορύξεων, και συνεργασία στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, μεταξύ άλλων. Εταιρία συμφερόντων του Yevgeny Prigozhin πέτυχε συμφωνία με το Υπουργείο Μεταλλευμάτων του Σουδάν για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης χρυσού. Σε αντάλλαγμα των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης η ομάδα προσέφερε επιχειρήσεις πληροφοριών, στρατιωτική και αστυνομική εκπαίδευση, μεταφορά όπλων, ενώ υπήρξαν και σχέδια για την καταπίεση αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, ακόμη και τη χρήση θανατηφόρας βίας κατά πολιτών. Η ανατροπή του Προέδρου προκάλεσε ανασφάλεια στα ρωσικά συμφέροντα και έθεσε σε κίνδυνο τη θέση της ομάδας και του χρηματοδότη της στο Σουδάν. Η παρουσία της πάντως στη χώρα μετά το πραξικόπημα δεν μπορεί να αποκλεισθεί πλήρως, ιδίως δεδομένης της στενής σχέσης του Αναπληρωτή της Στρατιωτικής Μεταβατικής Επιτροπής με τη Ρωσία και τα υψηλά ποσοστά χρυσού που έχει συγκεντρώσει η τελευταία (αξίας $130 δισεκατομμυρίων).

Η άφιξη της ομάδας στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία έλαβε χώρα στο πλαίσιο της παροχής στρατιωτικών συμβουλών στον Πρόεδρο Touadéra, αλλά εξελίχθηκε σε κάτι βαθύτερο. Συγκεκριμένα, ανέλαβε τη διαμεσολάβηση στην πραγματοποίηση αποστολών όπλων και τη στρατιωτική εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων, με αντάλλαγμα και πάλι δικαιώματα εκμετάλλευσης πλούσιων σε διαμάντι και χρυσό εδαφών. Υπόνοιες νοθείας στις εκλογές, σε συνδυασμό με τη λαϊκή δυσαρέσκεια οδήγησαν σε διαδηλώσεις, τις οποίες κατέπνιξαν βιαίως μέλη της ομάδας. Παράλληλα, η ρωσική επιρροή στη χώρα κατέστη εντονότερη με την επιλογή ενός πρώην μέλους της Ρωσικής Κρατικής Ασφάλειας (FSB)στη θέση του Εθνικού Συμβούλου Ασφαλείας από τον Πρόεδρο Touadéra. Η δράση της ομάδας, όμως, δε σταματά. Το 2018 Ρώσοι δημοσιογράφοι, που είχαν βρεθεί στη χώρα για να ερευνήσουν τις δράσεις της, βρέθηκαν νεκροί από σφαίρες με τις αρχές να αποδίδουν το θάνατό τους σε ληστεία. Ομάδα εργασίας του ΟΗΕ έχει επιβεβαιώσει την ευθύνη της Wagner για τη διάπραξη ή τη συνέργεια σε κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως βιασμοί, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και λεηλασίες. Τον Οκτώβριο του 2021 ειδικοί των Ηνωμένων Εθνών στη χώρα κατήγγειλαν μια γενικευμένη πολιτική εκφοβισμού και παρενόχλησης εναντίον πολιτών, δημοσιογράφων, εθελοντών και ειρηνευτών εκ μέρους μελών της ομάδας. Παρά τις αντιδράσεις, η παρουσία της ομάδας Wagner συνεχίζεται.

Το Μαλί συνιστά το τελευταίο πεδίο έρευνας της παρούσας ανάλυσης, και ενδεχομένως το πιο αιματηρό. Η παρουσία της ομάδας εκεί εκκίνησε υπό συνθήκες κρατικής αδυναμίας αντιμετώπισης των ισλαμιστικών κινημάτων, ενός έντονου αντιγαλλικού αισθήματος του λαού και μιας σειράς στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Με την αποχώρηση της Γαλλίας και των Ευρωπαίων συνεργατών της και την αποτυχία τους να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη ασφάλεια στην περιοχή Sahel, η Ρωσία ήρθε το Δεκέμβριο του 2021 να καλύψει το κενό μέσω της ομάδας Wagner. Η τελευταία έκτοτε επιδίδεται σε φιλορωσική προπαγάνδα, με αποκορύφωμα την προσπάθεια κατασκευής πλαστών στοιχείων για την τέλεση μαζικών εκτελέσεων από τις γαλλικές δυνάμεις. Ενισχυμένη από την παρουσία της ομάδας, η χούντα του Μαλί ανέβαλε τις προγραμματισμένες εκλογές, προκαλώντας λαϊκές αντιδράσεις. Αντάλλαγμα στις παρεχόμενες υπηρεσίες φαίνεται πως είναι και πάλι η πρόσβαση σε πολύτιμα μεταλλεύματα. Παράλληλα, καταγγέλλονται σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς σύμφωνα με την Αποστολή του ΟΗΕ στο Μαλί, προσωπικό της ομάδας είναι πιθανότητα ένοχο για συνέργεια στη δολοφονία 30 πολιτών στην πόλη Niono. Το Μάρτιο του 2022 οι κρατικές στρατιωτικές δυνάμεις συνοδευόμενες από στρατεύματα της ομάδας Wagner επιτέθηκαν στην πόλη Moura και υπολογίζεται ότι σκότωσαν 300 πολίτες, με τις αρχές του Μαλί να υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για τζιχαντιστές. Ωστόσο, οι ίδιες αρνήθηκαν την πρόσβαση της Αποστολής του ΟΗΕ (MINUSMA) στην περιοχή για τη διενέργεια ερευνών, ενώ η Ρωσία μπλόκαρε το σχετικό γαλλικό αίτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας και συνεχάρη την κυβέρνηση του Μαλί για τη «σημαντική νίκη» της ενάντια στην τρομοκρατία. Αυτό το περιβάλλον βίας επιβεβαιώνεται και από το Αφρικανικό Κέντρο Στρατηγικών Μελετών, που εκτίμησε ότι οι νεκροί πολίτες της χώρας για το πρώτο τετράμηνο του 2022 ήταν περισσότεροι από ό, τι ήταν συνολικά το προηγούμενο έτος. Οι πράξεις αυτές έχουν διασπείρει τον τρόμο μεταξύ των πολιτών, δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την καλύτερη εδραίωση των ισλαμιστικών ομάδων.

Οι πρακτικές της ομάδας Wagner και, μέσω αυτής, και της Ρωσικής κυβέρνησης αναδεικνύουν την προσπάθεια εκμετάλλευσης του δημοκρατικού ελλείμματος και της δυσαρέσκειας προς τη Δύση, που δεσπόζει σε αρκετά αφρικανικά κράτη. Η ρωσική επιρροή, που είχε περιοριστεί σημαντικά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, αρχίζει να ενισχύεται σε μια προσπάθεια αναζήτησης νέων αγορών, πιθανώς και για την εξισορρόπηση των δυτικών κυρώσεων μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2014. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ 2015 και 2019 υπήρξαν 19 συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας της Ρωσίας με αφρικανικά κράτη, κυρίως στον τομέα της πώλησης όπλων. Η πολιτική της Ρωσίας στην ήπειρο συνίσταται στην υπονόμευση των δημοκρατικών αρχών μέσω της ίδρυσης συνεργατικών δεσμών με αμφιβόλου νομιμότητας κυβερνήσεις. Εκτός από τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της ρωσικής επέμβασης, κρίσιμος είναι και ο πολιτικός παράγοντας, ιδίως στο πλαίσιο των δικαιωμάτων ψήφου των αφρικανικών κρατών στον ΟΗΕ. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά με την αποχή του Σουδάν, του Μαλί και της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας στην ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης για την καταδίκη της Ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία.

Βιβλιογραφία