Γράφει η Αναστασία Τσερμενίδου
Η παγκόσμια αλλά και η ευρωπαϊκή κοινότητα από τις αρχές του 2020 δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την εκτεταμένη υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας του COVID-19. Την ίδια στιγμή, ήρθε αντιμέτωπη και με το ακραίο φαινόμενο της έμφυλης βίας, το οποίο καθίσταται ολοένα και πιο έντονο. Μόνο στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2021 και στο αποκορύφωμα του υγειονομικού χάους σημειώθηκαν 13 δολοφονίες γυναικών. Ο αριθμός φαντάζει τρομακτικός και καλεί την Κοινότητα να αναλάβει δράση.
Η έμφυλη βία, ως φαινόμενο, αποτελεί ένα καθημερινό και παγκόσμιο γεγονός, το οποίο περιλαμβάνει πράξεις που πλήττουν την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα των θυμάτων. Η έννοια της έμφυλης βίας και η διαφοροποίηση της από άλλες μορφές βίας έγκειται στο γεγονός ότι βασίζεται στο φύλο και πηγάζει από την ιδέα περί ανισότητας στις σχέσεις κοινωνικής ισχύος και εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εν ολίγοις, μεταξύ του ισχυρού ανδρικού φύλου και του υποδεέστερου γυναικείου. Η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών έμφυλης βίας αφορούν γυναίκες και κορίτσια ανεξαρτήτως ηλικίας, μορφωτικού, κοινωνικού επιπέδου και εθνικότητας. Όλες βράζουν στην κυριολεξία στο ίδιο καζάνι και όλες βιώνουν το ίδιο επώδυνο βίωμα. Σωματικές βλάβες, ψυχικά τραύματα, έντονες ψυχολογικές διαταραχές και θάνατο.
Η έμφυλη βία πάντοτε υπήρχε. Πάρα τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τα κοινωνικά και τεχνολογικά επιτεύγματα του ατόμου, αυτή συγκαλύφθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο και τώρα, αυτή τη δεδομένη στιγμή, αρχίζει και αποδομείται. Η πανδημία δυστυχώς ή και ευτυχώς ανέδειξε αυτό το πάγιο πρόβλημα, μπροστά στο οποίο η κοινωνία έκλεινε μάτια και αφτιά. Ο κόσμος συνειδητοποίησε την συχνότητα του αποτρόπαιου εγκλήματος, το οποίο, πλέον, ξεδιπλώνεται και ηχεί δυνατά. Ο αντίκτυπος της πανδημίας και οι άνευ προηγουμένου κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της, δημιούργησαν εντονότερες εντάσεις στο εσωτερικό των σπιτιών που με τη σειρά τους αύξησαν τα ποσοστά γυναικών που βιώνουν κακοποιητικές συμπεριφορές αντρών που είναι σύντροφοι, σύζυγοι και πατεράδες.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εφεξής Κοινοβούλιο), σε μία από τις συνεδριάσεις του, έθιξε το ζήτημα υπογραμμίζοντας την επικίνδυνη ροπή του εγκλήματος. Έχοντας ως δεδομένο ότι το 1/3 των γυναικών της ΕΕ έχουν υποστεί σωματική ή και σεξουαλική βία κάλεσε τα κράτη-μέλη να αναλάβουν όχι μόνο τις ευθύνες τους, αλλά και δράση, πραγματική και αληθινή. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο κάλεσε τα κράτη-μέλη στη λήψη αποφάσεων για τη θέσπιση και τη δημιουργία μιας νομικής βάσης που θα συμβάλλει στη δόμηση μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής οδηγίας. Επίσης, τόνισε την ανάγκη υιοθέτησης κοινών κανόνων όσον αφορά τους ορισμούς του ποινικού δικαίου και των κυρώσεων, σύμφωνα με τα πρότυπα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, οι Ευρωβουλευτές αιτήθηκαν ώστε «η έμφυλη βία που τελείται εντός και εκτός του διαδικτύου να αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα με διασυνοριακή διάσταση» .
Επιπρόσθετα, οι Ευρωβουλευτές ενέκριναν με 427 ψήφους υπέρ τη νομοθετική πρωτοβουλία, με την οποία ζητείται η στοχευμένη νομοθετική και πολιτική γραμμή για την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση κάθε είδους βίας και διακρίσεων βάσει του φύλου, εντός και εκτός διαδικτύου. Παράλληλα, κάλεσαν την Επιτροπή να συμπεριλάβει την έμφυλη βία στο κανονιστικό πεδίο του άρθρου 83 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ- πρώην άρθρο 31 της ΣΕΕ), προκειμένου να καταπολεμηθεί και αυτή η αξιόποινη πράξη σε κοινή βάση, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των εγκλημάτων που απαριθμούνται στο άρθρο.
Βεβαίως, ένα εύλογο ερώτημα που εγείρεται στο σημείο αυτό, αφορά το περιεχόμενο της συγκεκριμένης οδηγίας. Είναι προφανές ότι η σημασία της οδηγίας θα κριθεί από τα μέτρα πρόληψης που θα προτείνει μέσω προγραμμάτων με διασυνοριακό και ευρωπαϊκό πεδίο εφαρμογής. Έπειτα, είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν υπηρεσίες υποστήριξης και αποκατάστασης των θυμάτων με κατάλληλα εκπαιδευμένο και επανδρωμένο προσωπικό. Σημαντική είναι ,επίσης, η παράμετρος της εξεύρεσης λύσεων που θα αποδεκατίσουν το ολοένα και αυξανόμενο φαινόμενο της έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένων και των ατόμων της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+. Οφείλουν να διασαφηνιστούν οι προϋποθέσεις επιβολής του νόμου και να θεσπιστούν ειδικότερες διατάξεις που θα εξασφαλίζουν πως αυτά τα περιστατικά βίας θα λαμβάνονται υπόψιν κατά την εκδίκαση υποθέσεων επιμέλειας και ανατροφής τέκνων . Η οδηγία καλείται να εντείνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών για ανταλλαγή πληροφοριών, ιδεών και κατευθυντήριων γραμμών, ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη προστασία των γυναικών και των κοριτσιών και η εξομάλυνση του φαινομένου μέχρι την ολοσχερή εξάλειψή του από το εσωτερικό των κρατών-μελών.
Τα κράτη μέλη καλούνται, λοιπόν, να κάνουν πράξη όσα έθιξε, επιμελώς, το Κοινοβούλιο και να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση μιας ιδιαίτερα κρίσιμης κατάστασης. Οι αριθμοί τρέχουν αυξητικά και ανησυχητικά και οι γυναίκες μεγάλες και μικρές παραμένουν απροστάτευτες. Πολλές μάλιστα που καταφέρνουν να επιζήσουν ,μη έχοντας πόρους , για να δράσουν, προτιμούν να παραμένουν με τους κακοποιητικούς συντρόφους τους λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και εξάρτησης, αποδεχόμενες τον εξευτελισμό, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Η Ευρωπαϊκή αλλά και η Διεθνής Κοινότητα οφείλουν να συνδράμουν ενεργά στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των εκτοπισμένων γυναικών και κοριτσιών προωθώντας τρόπους ανακοπής της τροφοδότησης των υφισταμένων ανισοτήτων και δίδοντας προσοχή στην αναβάθμιση της θέσης των γυναικών, προκειμένου να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να ζήσουν ελεύθερες, χωρίς την απειλή και το φόβο για τη ζωή τους.
Πηγές: