Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Η Λιβύη του 20ου αιώνα: Αποικιοκρατία, Ανεξαρτησία και το πολιτικό Ισλάμ

Γράφει ο Κώστας Λαμπράκης

Η ΛΙΒΥΗ ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Λιβύη δεν υπάρχει. Η περιοχή της σημερινής Λιβύης βρίσκεται υπό τον έλεγχο της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαμοιρασμένη σε τρεις περιφερειακές ενότητες. Για τους Οθωμανούς η Λιβύη διαιρείται στο βιλαέτι της Δυτικής Τρίπολης (Trablusgaro vilayeti), στο βιλαέτι του Φεζάν (Fizan vilayeti) και στο σαντζάκι της Βεγγάζης (Bingazi sancagi). Αντίθετα οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες που εποφθαλμιούν τις μεγάλης σημασίας παράκτιες περιοχές της Βόρειας Αφρικής, χωρίζουν την Λιβύη στην περιφέρεια της Τριπολιτάνιας, της Κυρηναϊκής και της Φεζάν.. Το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού , οι μουσουλμάνοι Άραβες, συγκεντρώνεται στην Τρίπολη και τη Βεγγάζη, ενώ στην περιοχή υπάρχουν πολλοί νομάδες με καταγωγή από τους Βέρβερους, τους αυτόχθονες της περιοχής. Η ευρύτερη περιοχή βρίσκεται υπό την οθωμανική κυριαρχία αλλά με ένα ιδιόμορφο καθεστώς σχετικής ανεξαρτησίας. Την εξουσία ασκούν τοπικοί άρχοντες και ιδιαίτερα η οικογένεια των Καραμανλήδων.

Η πιο σημαντική ομάδα σε τοπικό επίπεδο ήταν το θρησκευτικό κίνημα των Sanusi ή Sanusiya. Οι μουσουλμάνοι της βόρειας Αφρικής έχοντας να αντιμετωπίσουν την οικονομική, πολιτιστική αλλά και στρατιωτική επέμβαση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, βρήκαν ένα στήριγμα και κοινό δεσμό στην θρησκεία.  Ο Μοχάμεντ Ιμπν Αλί ΑΛ-Σανούσι, όπως και άλλοι θρησκευτικοί ηγέτες πριν από αυτόν, δημιούργησαν ομάδες πιστών στρατιωτών αλλά και ένα ευρύ δίκτυο συνεργατών στις αχανείς ερήμους και τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας και Κεντρικής Αφρικής, που βάσιζε την λειτουργία του στα zawiya. Τα zawiya αποτελούσαν εμπορικά, θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και οικονομικά κέντρα, στα οποία ανώτατος νόμος ήταν το Ισλάμ. Η γεωγραφική μορφολογία της Αφρικής έδινε την δυνατότητα στους Sanusi που κατείχαν αυτά τα κέντρα να ελέγχουν τους εμπορικούς δρόμους που ένωναν την υποσαχάρια Αφρική με τις μεσογειακές ακτές.

Οι Sanusi  διατηρούσαν σημαντική παρουσία στην Αίγυπτο, την Τυνησία, το Τσαντ και τον Νίγηρα. Η αποδοχή της ύπαρξης και δράσης τους από τους ομόθρησκους Οθωμανούς και τον τοπικό χαρακτήρα της οργάνωσης, συνέβαλλαν στο να αποκτήσουν σημαντικό έρεισμα στους μουσουλμάνους, και μη, Άραβες και Βεδουίνους της περιοχής. Η απόσπαση της Τυνησίας (1881) και της Αιγύπτου(1882) από τους Γάλλους και Άγγλους αντίστοιχα και η εισβολή των Γάλλων στην Κεντρική Αφρική, στέρησε από τους Sanusi ένα μεγάλο μέρος της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας τους, καθώς και τον γεωγραφικό χώρο άσκησης αυτής. Επομένως οι Sanusi απέκτησαν ένα έντονο αντιαποικιακό αίσθημα που εκδηλώθηκε περίτρανα κατά τον ιταλό-τουρκικό πόλεμο του 1911-1912.

Ο ΙΤΑΛΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1911

Η εισβολή της Ιταλίας στα παράλια της Λιβύης ξεκίνησε επίσημα το 1911. Ωστόσο η προσπάθεια απόσπασης της από την Οθωμανική κυριαρχία ξεκινάει χρόνια πριν. Από τα μέσα ακόμα του 19ου αιώνα η Ιταλία, ενωμένη πια ως ένα ανεξάρτητο κράτος, προσπαθούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα των υπόλοιπων μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και να αποκτήσει τις δικές της αποικίες, για να απομυζεί τον πλούτο τους, σχετικά με πρώτες ύλες και ανθρώπινο δυναμικό.

Τα πρώτα βήματα είναι, η ίδρυση παραρτήματος της Τράπεζας της Ρώμης στην Τρίπολη και η επιδότηση του εποικισμού της Λιβύης από Ιταλούς αγρότες και εμπόρους.  Μέσα σε λίγο χρόνια, οι εργασίες και η παρουσία της ιταλικής τράπεζας επεκτείνονται στα μεγάλα και μεσαία αστικά κέντρα της Βόρειας Λιβύης. Ωστόσο ο ιταλικός πληθυσμός αποδεικνύεται σχετικά επιφυλακτικός με την μετοίκηση σε μια υποανάπτυκτη χώρα, εικόνα την οποία προσέδιδαν οι Ευρωπαίοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις κτήσεις της.

Παράλληλα, η γαλλική απόσπαση της Τυνησίας και η αγγλική «κηδεμονία» της Αιγύπτου δημιούργησαν πίεση στην Ιταλία ώστε να επισπεύσει την κατάκτηση της Λιβύης. Η αποτυχία του προγράμματος άφηνε μονάχα μια επιλογή, αυτήν της πολεμικής εισβολής. Προτού προχωρήσει σε ένα πόλεμο, λίγων εβδομάδων όπως πίστευε, η ιταλική κυβέρνηση ήρθε σε συνεννόηση με την Αγγλία και την Γαλλία για τις κινήσεις της. Στις συμφωνίες αυτές, πολλές από τις οποίες ήταν μυστικές, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μοίρασαν την επιρροή και κατοχή τους επί της Βόρειας Αφρικής.

Τον Σεπτέμβριο του 1911, η ιταλική κυβέρνηση αποστέλλει τελεσίγραφο στην Υψηλή Πύλη, απαιτώντας την απομάκρυνση των οθωμανικών στρατευμάτων από τις παραλιακές πόλεις της Λιβύης. Προτού ακόμα λήξει το τελεσίγραφο, ξεκινάει ο κανονιοβολισμός της Τρίπολης και Βεγγάζης από το ιταλικό ναυτικό. Τα λιγοστά οθωμανικά στρατεύματα που βρίσκονταν στα αστικά κέντρα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να διαφύγουν στο εσωτερικό της χώρας. Παρά την γρήγορη απόβαση και κατάκτηση των παραλιακών πόλεων, η Ιταλοί εισβολείς ήρθαν αντιμέτωποι με μια διαφορετική κατάσταση από αυτήν που περίμεναν.

Η ιταλική προπαγάνδα παρουσίαζε τους ντόπιους πληθυσμούς ως υποδουλωμένους που επιζητούν έναν σωτήρα για να τους απελευθερώσει από τον ζυγό των Οθωμανών. Ταυτόχρονα, η εσωτερική πολιτική κρίση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προβαλλόταν ως το προ-στάδιο της κατάρρευσης της.  Αντιθέτως  οι τοπικοί πληθυσμοί, παρά τις αντιθέσεις και διαμάχες τους με το οθωμανικό καθεστώς, είχαν συμβιβαστεί με την οθωμανική κυριαρχία, την οποία μάλιστα αποδεχόντουσαν ως ένα μεγάλο χαλιφάτο του σουλτάνου, υπό τον οποίο ενώνονταν όλοι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, ενώ από την άλλη έτρεφαν ελάχιστη εκτίμηση για τους αποικιοκράτες Ευρωπαίους. Επιπροσθέτως η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου (CUP), το κόμμα του Μουσταφά Κεμάλ και του Ισμαήλ Ενβέρ, που παρουσίαζε εκπληκτική άνοδο στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας, χάριν στο εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα, αν και ερχόταν σε αντίθεση με τον σουλτάνο και την κυβέρνηση του, εντούτοις παραμέρισε τις πολιτικές έριδες και έστειλε τα πιο σημαντικά του μέλη στην Λιβύη για να οργανώσουν και να εκπαιδεύσουν τους τοπικούς πληθυσμούς για αντίσταση.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε μια μεγάλη καμπάνια προβολής του πολέμου στην Λιβύη, ως μια μάχη του Ισλάμ απέναντι στους άπιστους κατακτητές. Από την Βαγδάτη έως τα Τίρανα και από τον Καύκασο έως την Υεμένη, μουσουλμάνοι έφταναν με κάθε τρόπο στην Λιβύη για να πολεμήσουν ή χρηματοδοτούσαν τον πολεμικό αγώνα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προβλήθηκε ως ο βασικός εκπρόσωπος και προστάτης του αγώνα των μουσουλμάνων απέναντι στον ευρωπαϊκό επεκτατισμό.

Παρά τον αποκλεισμό της Λιβύης τόσο δια θαλάσσης όσο και δια της ξηράς από τους Άγγλους που μετά από συνεννόηση με την Ιταλία υποσχέθηκαν να εμποδίσουν την κίνηση οθωμανικών στρατευμάτων μέσω Αιγύπτου, οι Οθωμανοί αξιωματικοί μεταμφιεσμένοι, έφτασαν στην Λιβύη και με σημαία το Ισλάμ, οργάνωσαν τον τοπικό πληθυσμό. Σημαντικό ρόλο στην αντίσταση έπαιξαν οι Sanusi, γεγονός που τους καταξίωσε στην συνείδηση του λαού της περιοχής και στα πολιτικά σχέδια των Οθωμανών. Oι Sanusi από την άλλη πλευρά, εξαιτίας των κέντρων τους (zawiya), της σημαντικής παρουσίας τους στην νότια και κεντρική Λιβύη, όπου αποτελούσε κέντρο της αντίστασης, και κυρίως εξαιτίας της εμπειρίας τους από τους πολέμους με τους Γάλλους αποικιοκράτες στο Τσαντ και τον Νίγηρα, αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της λιβυκής αντίστασης. Παράλληλα, οι Οθωμανοί προμήθευσαν με όπλα και χρήματα την λιβυκή αντίσταση, ενώ ο Ισμαήλ Ενβέρ και ο Μουσταφά Κεμάλ αναδείχτηκαν ως σημαντικοί στρατηγοί με μεγάλες επιτυχίες, τόσο στην εκπαίδευση των Sanusi όσο και στην αντίσταση ενάντια στους Ιταλούς.

Ωστόσο, το 1912, τα βαλκανικά κράτη αντιλαμβανόμενα την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποκινούμενα από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, η οποία αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή με την Ιταλία, ώστε να επικεντρωθεί στο βαλκανικό μέτωπο. Οι Sanusi, απογοητευμένοι από τις εξελίξεις αλλά με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, κήρυξαν jihad (ιερό πόλεμο) κατά των άπιστων κατακτητών.

Μερικά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Sanusi εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές προτάσεις ανακωχής των Ιταλών, που μοίραζαν την Λιβύη σε σφαίρες επιρροής των Ιταλών και των Sanusi και σε συνεννόηση με τους Οθωμανούς και τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς, ανέπτυξαν έντονη δράση ενάντια των Βρετανών στην Αίγυπτο. Η κατάσταση όμως έμελλε να αλλάξει δραματικά μετά την άνοδο του Φασιστικού Κόμματος στην Ιταλία και την νέα αποικιακή του πολιτική.

Ο «ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΣ» ΠΑΝ-ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ

Στο πρώτο αυτό μέρος αναδεικνύεται πως επέδρασε ο οθωμανικός παράγοντας στην διαμόρφωση μιας κοινής «σημαίας» με τους υπηκόους των επαρχιών τους, του παν-ισλαμισμού. Η οθωμανική στήριξη σε οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο προς τους Sanusi, το ισλαμικό κίνημα που κράτησε στους ώμους του την αντίσταση ενάντια στους Ιταλούς, καθώς και η προπαγανδιστική προβολή του Ισλάμ ως το ενοποιητικό στοιχείο ανάμεσα στους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, δημιούργησε έναν ιδιαίτερο δεσμό ανάμεσα στους μουσουλμάνους επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά στην υφήλιο. Η ανταπόκριση μάλιστα των λαών της Μέσης Ανατολής, που με κάθε τρόπο και υπό πλήρη μυστικότητα ταξίδεψαν στην Λιβύη για να πολεμήσουν στην αντίσταση, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες σελίδες στο κίνημα του παν-ισλαμισμού και το πώς αυτό επηρέασε την ιστορία της χώρας.

ΠΗΓΕΣ

Herrmann, D. (1989). The Paralysis of Italian Strategy in the Italian-Turkish War, 1911-1912. The English Historical Review, 104(411), 332-356. Retrieved August 30, 2020, from http://www.jstor.org/stable/571738

Kologlu, O. (2008). Libya, From The Ottoman Perspective (1835-1918). Africa: Rivista Trimestrale Di Studi E Documentazione Dell’Istituto Italiano per L’Africa E L’Oriente, 63(2), 275-282. Retrieved August 30, 2020, from: http://www.jstor.org/stable/25734505

McCollum, J. (2018). The Anti-Colonial Empire: Ottoman Mobilization and Resistance in the Italo-Turkish War, 1911-1912. UCLA. Retrieved August 30, 2020 from: https://escholarship.org/uc/item/5341c962

Muedini, F. (2015). Sufism and Anti-Colonial Violent Resistance Movements: The Qadiriyya and Sanussi Orders in Algeria and Libya, Open Theology. Retrieved August 30, 2020 , https://doi.org/10.1515/opth-2015-0003

Raza, S. (2012), Italian Colonisation & Libyan Resistance to the Al-Sanusiof Cyrenaica (1911 – 1922), Journal of Middle Eastern and Islamic Studies (in Asia), 6:1, 87-120, Retrieved August 30, 2020 from:

https://doi.org/10.1080/19370679.2012.12023199