Γράφει η Ανθή Κονδυλάτου
Η «κυριαρχία» αποτελεί θεμελιώδη οργανωτική αρχή του κράτους. Με τη χρήση του όρου «κυρίαρχο κράτος» εννοούμε ένα κράτος αυτόνομο, ικανό να αποφασίζει μόνο του για τις εσωτερικές και εξωτερικές του υποθέσεις και κατ΄ επέκταση για την οικονομική και νομισματική πολιτική που θα ακολουθήσει. Ως «Οικονομική και Νομισματική Ένωση» (ONE), από την άλλη μεριά, νοείται η διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών της Ένωσης, με σκοπό την εφαρμογή ενιαίου νομίσματος και την χάραξη κοινής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Η ΟΝΕ συνιστά απότοκο μιας βαθμιαίας οικονομικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαντική προϋπόθεση για την επίτευξη της οποίας είναι η παραδοχή από τα κράτη μέλη που την απαρτίζουν μιας κοινής οικονομικής πορείας. Η τελευταία για να επιτευχθεί απαιτεί την αποδοχή περιορισμών της εθνικής τους κυριαρχίας ως προς τους επίμαχους τομείς. Με τον τρόπο αυτό, το εθνικό νομικό σύστημα αλλάζει, καθώς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) τοποθετείται πάνω από το εθνικό σε μια «διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης» -όπως αναφέρεται στη συνθήκη για την ΕΕ- στον οικονομικό τομέα. Η εμφάνιση πολλών άλλων κέντρων εξουσίας στο πλαίσιο της ΕΕ και η συνύπαρξή τους με το κάθε εθνικό κράτος ξεχωριστά, έθεσε την αμφισβήτηση σε σχέση με τη δύναμη της κυριαρχίας και την προβληματική κατά πόσο πράγματι αυτή υφίσταται ή αν υφίσταται μεν αλλά έχει επουσιώδη ρόλο.
Πιο αναλυτικά, στα όργανα της ONE εκχωρήθηκε σε πρώτη φάση η νομισματική αρμοδιότητα και ως εκ τούτου τα εθνικά κράτη απώλεσαν τα παραδοσιακά «εργαλεία» νομισματικής πολιτικής, τα οποία θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων. Υπό το φως των νέων δεδομένων, η διαχείριση της νομισματικής πολιτικής αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ η δημοσιονομική πολιτική (φορολογία και οικονομικά) ενέπιπτε στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Ειδικότερα, βάσει των συνθηκών η ΕΚΤ, ως πολιτικά ανεξάρτητο όργανο της ΕΕ, ασκούσε κατ’ αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου οργάνου, την κοινή νομισματική πολιτική της Ένωσης με πρωταρχικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών και την αποφυγή τόσο του πληθωρισμού, όσο και του αποπληθωρισμού. Τα κράτη από την άλλη μεριά ακολουθούσαν μια καθορισμένη οικονομική πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το Συμβούλιο της Ένωσης ανέλαβε την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας από τα κράτη μέλη, ενώ τα ζητήματα ρευστότητας και χρηματοδοτικής ενίσχυσης των κρατών μελών τα ανέλαβε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism-ESM), ένα μόνιμο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική εξουσία των κρατών άρχισε σταδιακά να θυσιάζεται στο βωμό της οικονομικής ολοκλήρωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας συνθήκης αποτέλεσε η περιέλευση του εκδοτικού προνομίου του νομίσματος από την Τράπεζα της Ελλάδος στην ΕΚΤ με ρητή συνταγματική κάλυψη, αφού, ενώ κατά την παρ. 2 του άρθρου 80 του Συντάγματος «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την κλοπή ή την έκδοση νομίσματος», η ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 ορίζει ότι «Η παράγραφος 2 δεν κωλύει τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28».
Πλην όμως, η κατάσταση έγινε περισσότερο περίπλοκη με την εμφάνιση της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για μια παγκόσμια κατάσταση οικονομικής ύφεσης στον χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό τομέα, η οποία ξέσπασε το 2007 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) και μέχρι τον Οκτώβριο του 2008 είχε καταστεί σαφές ότι θα επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης και στην Ευρωζώνη. Η εξάπλωση της κρίσης στην Ευρωζώνη κατέστησε αδήριτη την ανάγκη διαπλοκής των δύο αρμοδιοτήτων -της νομισματικής και της οικονομικής- για την έγκαιρη αντιμετώπισή της. Επισημαίνεται ότι, τόσο κατά τη διάρκεια της κρίσης, όσο και κατά το στάδιο προσαρμογής που ακολούθησε, η εθνική κυριαρχία των κρατών – μελών τέθηκε υπό αμφισβήτηση, λόγω της φύσης των μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπισή της. Ειδικότερα, στις υπό κρίση χώρες (πχ Ελλάδα και Πορτογαλία) επιβλήθηκαν αυστηρότατα οικονομικά μέτρα, μέσω της υιοθέτησης και τήρησης των «Μνημονίων συνεννόησης» (Memorandum of Understanding). Σύμφωνα με τα «Μνημόνια συνεννόησης», τα κράτη όφειλαν να υποβάλλονται σε έλεγχο των προϋπολογισμών τους από αρμόδια όργανα της Ένωσης και να τηρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιελάμβαναν οι άτυπες αυτές διεθνείς συμφωνίες, προκειμένου να λάβουν την συμφωνηθείσα χρηματοδότηση από την ΕΕ. Ως μη αμιγώς νομικά κείμενα, χωρίς κανονιστικό περιεχόμενο, τα Μνημόνια δεν συνεπάγονται νομικούς περιορισμούς στην εθνική κυριαρχία, ούτε έχουν τη νομική ικανότητα να αναγνωρίζουν ή να μεταβιβάζουν σε όργανα διεθνών ή και ευρωπαϊκών οργανισμών αρμοδιότητες, οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγμα ως ανήκουσες στα κράτη-μέλη. Όπως είναι προφανές, η υιοθέτηση μνημονίων επέφερε εν τοις πράγμασι σοβαρούς περιορισμούς στην εξουσία άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής εκ μέρους των εθνικών κρατών.
Εν κατακλείδι, η θεσμοθετημένη υποχρέωση τήρησης μιας άτυπης διεθνούς συμφωνίας («Μνημόνιο συνεννόησης») και ο συστηματικός έλεγχος των προϋπολογισμών από αρμόδια όργανα της Ένωσης συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποδυνάμωσης της δημοσιονομικής αυτονομίας των κρατών μελών ως έκφρασης της εθνικής τους κυριαρχίας. Εξάλλου, ο προϋπολογισμός θεωρείται βασική εκδήλωση της κυριαρχίας και μάλιστα μιας από τις ισχυρότερες μορφές κρατικής ρύθμισης. Η επέμβαση, επομένως, στον προϋπολογισμό αποτελεί παρεμβατική μορφή δημοσιονομικού ελέγχου, ο οποίος υπερβαίνει τα όρια του οικονομικού συντονισμού, που έχει ανατεθεί από τα κράτη-μέλη στην Ένωση. Μέσω της έκτασης που έχει λάβει κατά καιρούς ο έλεγχος αυτός, παρατηρείται ότι αφήνεται μικρό περιθώριο δράσης των κρατών μελών στη διαμόρφωση της οικονομικής τους πολιτικής, γεγονός που πλήττει σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία τους. Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι το κράτος υπόκειται στους επίμαχους νομικούς περιορισμούς, επειδή ακριβώς το θέλησε και αντίστοιχα μπορεί να παύσει ανά πάσα στιγμή. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα αποχώρησης έχει πλέον συμπεριληφθεί και στο κείμενο της ΣΕΕ (άρθ.50), ενώ στην περίπτωση της ΟΝΕ, αν και δεν προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι μπορεί να αποχωρήσει το κράτος μέλος σε συνεννόηση με τα λοιπά κράτη.
Ως επιστέγασμα των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η κρατική κυριαρχία πρακτικά διασώζεται, καθώς έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του κράτους εάν θα αποτελεί μέρος της ΕΕ και της ΟΝΕ, έτσι ώστε να του επιβάλλονται και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις και περιορισμοί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Εικόνα κειμένου, διαθέσιμη σε: https://www.ka-business.gr/ygeia/to-77-ton-eyropaion-zita-syndesi-ton-kondylion-tis-ee-me-to-sevasmo-toy-kratoys-dikaioy/
Χρυσομάλλης Μ., Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση. Οικοδόμηση, Εμβάθυνση, Ζητήματα Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2018, σελ. 328
Παπαδοπούλου Ρεβέκκα Εμμανουέλα, Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η οικονομική κρίση. Ανατροπές και μετατοπίσεις στη θεσμική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 211
Γκόρτσος Χρ., Το δίκαιο της ΟΝΕ μετά τη Συνθήκη της Λισαβώνας – Η εξέλιξη του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου ως πηγής του δικαίου της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, Τεύχος 2/2011
Χρυσόγονος Κ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ 2014, σελ. 596
Gortsos Chr,. Legal Aspects of the European Central Bank (ECB) – The ECB within the European System of Central Banks (ESCB) and the European System of Financial Supervision (ESFS), 2018, διαθέσιμο σε: https://www.ssrn.com/index.cfm/en/
Ευρωπαϊκή Επιτροπή,ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, Η συμβολή της Επιτροπής στο θεματολόγιο των ηγετών, 2020, διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/further-steps-completing-emu_el.pdf
Μανιτάκης Αντ., Εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Επιφύλαξη κυριαρχίας κατά το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 Σ, 2003 διαθέσιμο σε: http://www.manitakis.gr/wpress/wp-content/uploads/2019/05/36-2003.pdf
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «H οικονομική και νoμισματική ένωση και το ευρώ», 2014, διαθέσιμο σε: http://publications.europa.eu/resource/cellar/e862fc8f-f3c7-4599-b05e-cf39020ab8f6.0012.02/DOC_1
Ζγαρδανάς Γ., «Η εθνική κυριαρχία σε κρίση: Η έννοια και η άσκησή της σήμερα – Πρέπει σταδιακά να εγκαταλειφθεί;», 2019 , διαθέσιμο σε: https://www.liberal.gr/apopsi/i-ethniki-kuriarchia-se-krisi-i-ennoia-kai-i-askisi-tis-simera-prepei-stadiaka-na-egkataleifthei/240767
Μηλιώνης Ν., Σύμβουλος Ελεγκτικού Συνεδρίου, «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και εθνική δημοσιονομική κυριαρχία», διαθέσιμο σε: http://www.pspa.uoa.gr/fileadmin/pspa.uoa.gr/uploads/Research/EDE/Conferences/SDE_2005/Papers/Milionis_Nikolaos.pdf
Βακαλοπούλου Α., «Εθνική κυριαρχία και νομισματική ένωση: Έννοιες παράλληλες ή αντιφατικές;», 2019,διαθέσιμο σε: https://thesafiablog.com/2019/05/17/vakalopoulou-analysis/