Γράφει ο Κωσταντίνος Βαγιανός
Η Υεμένη είναι μια ιδιαίτερη χώρα, καθώς η κατάσταση και η συνολική πορεία της συναντά πολλαπλές κρίσεις σε πολλούς τομείς. Συγκεκριμένα, συνορεύει με τη Σαουδική Αραβία, το Ομάν, την Ερυθρά Θάλασσα, την Αραβική Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν και είναι η φτωχότερη και πολυπληθέστερη χώρα στη Μέση Ανατολή. Ο πληθυσμός της Υεμένης είναι αυξανόμενος, αλλά πάνω από το μισό του βρίσκεται στο όριο της φτώχειας. Εκτός από τα χρόνια προβλήματα της έλλειψης πόρων και της φτώχειας, η Υεμένη διχάζεται από εντάσεις μεταξύ του βόρειου και του νότου τμήματος, τα οποία υπήρχαν προηγουμένως ως δύο ξεχωριστές οντότητες, ενώ μόνο το 1990 συνενώθηκαν ως ενωμένη χώρα.
Η Δημοκρατία της Υεμένης ιδρύθηκε το 1990 μετά την ενοποίηση της Βόρειας Πρώην Αραβικής Δημοκρατίας και της νότιας Πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης. Οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές έλαβαν χώρα το 1993 με επικεφαλής τον τότε πρόεδρο Ali Abdullah Saleh και αποτελούν ίσως το σημείο εισόδου της χώρας σε έναν αιματηρό δρόμο αστάθειας και μετέπειτα ανθρωπιστικής κρίσης. Ειδικότερα, οι εκλογές του 1993 οδήγησαν σε σαφή διαχωρισμό μεταξύ της νότιας Υεμένης, η οποία ψήφισε υπέρ του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Υεμένης (YSP) και της βόρειας Υεμένης, η οποία ψήφισε υπέρ του κόμματος Islah (ισλαμική ομάδα) και του Γενικού Λαϊκού Συνεδρίου GPC). Οι διαφορές μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Υεμένης και του Γενικού Λαϊκού Συνεδρίου κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο που έληξε το 1994 με την ήττα του νότου.
Ιστορικά, η κρίση στην οποία βρίσκεται δεκαετίες η Υεμένη διαρκεί από το 2004 με 2010 όταν η κυβέρνηση άσκησε εχθροπραξίες εναντίον του ισλαμικού πολιτικού ένοπλου κινήματος Houthis στη βόρεια επαρχία Sa’ada κατά μήκος των συνόρων με τη Σαουδική Αραβία. Τα αίτια της ένοπλης βίας περιελάμβαναν θρησκευτικές διαφορές, πολιτικές διαφορές σε ύψιστο βαθμό και οικονομική δυσαρέσκεια. Η σύγκρουση του Sa’ada περιπλέχθηκε από την εμπλοκή πολλών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των μελών τοπικών ομάδων φυλετικών πολιτοφυλακών. Η κυβέρνηση προσέλαβε μέλη ορισμένων από αυτές τις ομάδες, πρωτίστως από τη συνομοσπονδία Χασίντ, για να υποστηρίξει τις τακτικές δυνάμεις, ενώ άλλες φυλές ευθυγραμμίστηκαν με τον Houthis (Συνομοσπονδία Μπακίλ). Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι πλήρωσε ομάδες τζιχάντ για να βοηθήσουν στην πάλη ενάντια στους Houthis, όπως επίσης και πως οι τελευταίοι υποστηρίζονται από το Ιράν και τη Λιβανέζικη Χεζμπολάχ.
H όλη κατάσταση περιπλέκεται με την εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας, το 2009, η οποία άρχισε να εμπλέκεται άμεσα στις εχθροπραξίες εναντίον του Houthis μετά από διασυνοριακές επιδρομές που διεξήγαγε η τελευταία, φαινομενικά για να επιτεθεί σε στρατιωτική βάση της Υεμένης στη Σαουδική Αραβία. Τον Ιανουάριο του 2010, η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε μια σειρά αεροπορικών επιθέσεων εναντίον των οχυρών των Houthi. Οι ανθρωπιστικές υπηρεσίες εκτιμούν ότι οι πόλεμοι του Sa’ada είχαν ως αποτέλεσμα τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων και τον εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Η ανθρωπιστική κρίση που βιώνει όλα τα εμπόλεμα χρόνια η χώρα είναι συνεχής. Ο μέσος πληθυσμός είναι ως επί το πλείστον αναλφάβητος και συχνά υποσιτιζόμενος. Ανθρωπιστικές οργανώσεις εδράζουν εκεί πολύ καιρό και κάνουν έκκληση για περισσότερη βοήθεια.
Σε εσωτερικό επίπεδο, είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι η ύπαρξη φυλών και δη η φυλετική σύγκρουση υπήρξε κοινό χαρακτηριστικό της ιστορίας της Υεμένης. Δεν υπάρχει σαφές όριο μεταξύ του κράτους και του φυλετικού συστήματος. Η φυλετική παρουσία στην κρίση που βιώνει η χώρα είναι έντονη. Στο βορρά, το Χασίντ και το Μπακίλ είναι οι δύο μεγάλες φυλετικές συνομοσπονδίες – δηλαδή, ομάδες των φυλών – που παραδοσιακά κατέχουν θέσεις εξουσίας στην κοινωνία της Υεμένης. Από τις δύο, η φυλετική συνομοσπονδία Χασίν είναι πιο ισχυρή.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο στα όσα συμβαίνουν στην Υεμένη είναι η παρουσία της Al Qaeda ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η οποία δεν πρέπει να παραληφθεί. Ήταν από αυτή τη χώρα που η AlQaeda ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων σε ξένους στόχους, συμπεριλαμβανομένων, κυρίως, της βομβιστικής επίθεσης του USS Cole στο Aden το 2000. Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας αυτής, η AlQaeda επανεμφανίστηκε στην Υεμένη και σχηματίστηκε η AlQaeda στην Αραβική Χερσόνησο (AQAP). Τον Δεκέμβριο του 2009, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν δύο εκτοξεύσεις πυραύλων στη νότια Υεμένη με στόχο τις βάσεις AQAP. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ ορισμένων φυλών με την κυβέρνηση Saleh επέτρεψε στο AQAP να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής και τη βάση υποστήριξής του. Μετά από πιέσεις από τη Σαουδική Αραβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Ιανουάριο του 2010 ο Saleh κήρυξε «ανοιχτό πόλεμο» στο AQAP. Η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την κυβέρνηση Saleh αυξήθηκε σημαντικά το 2010.
Η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Υεμένη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ανοίγει η συζήτηση της καταπολέμησης της τρομοκρατίας σε ξένο έδαφος. Οι ΗΠΑ πίστευαν ότι, όπως στο Αφγανιστάν, έτσι και στη Υεμένη προσφέρεται μια ιδανική βάση κατάρτισης και ασφαλές καταφύγιο στην AlQaeda η οποία αποτελούσε απειλή για αυτές. Η αυξημένη εμπλοκή των ΗΠΑ στην καταπολέμηση της AQAP στην Υεμένη το 2012 και η συνεργασία με την κυβέρνηση Hadi[1]είναι ιδιαίτερα σημαντική για την πορεία που έλαβε η σύρραξη εν συνόλω.
Τα επόμενα χρόνια ανάμεσα στο έτος 2010 μέχρι και το 2017, πολλές συγκρούσεις και αλλαγές καταστάσεων στην ενδοχώρα κρατούν αυτο το εφιαλτικό σκηνικό στο ίδιο μονοπάτι. Νέες συμφωνίες μεταξυ Houthis και Saleh κατά κυβέρνησης Hadi προέκυψαν. Πολλά σύμφωνα παύσης πυρών υπογράφηκαν και πολλοί εσωτερικοί και εξωτερικοί δρώντες πήραν θέση σε διπλωματικό επίπεδο αλλά ορισμένες όπως είναι τα ΗΑΕ πήραν έμπρακτα θέση εν έτη 2017 όπου υπήρξε σύγκρουση αυτών και της κυβερνησης Hadi πέραν φυσικά των Ηνωμένων Πολιτειών όπως προαναφέρθηκε.
Καταλήγοντας, η κατάσταση έως και σήμερα στην Υεμένη παραμένει το λιγότερο ασταθής. Η συμμαχία Houthi-Saleh δραστηριοποιείται ή ελέγχει τα βόρεια υψίπεδα και τη δυτική ακτή της χώρας. Οι δυνάμεις που ευθυγραμμίζονται με το Hadi ελέγχουν μεγάλα τμήματα της νότιας Υεμένης, αν και η AQAP εξακολουθεί να έχει παρουσία στην περιοχή. Εν ολίγοις πλήρη έλεγχο της κατάστασης δεν έχει κανένας δρών. Ο πληθυσμός βρίσκεται σε κρίσιμα επίπεδα και οι εξωτερικοί παράγοντες, όπως τα Ηνωμένα Έθνη μέσω προσπαθειών υπογραφής συνθηκών ειρήνευσης και συνεργασίας των μερών της διαμάχης, ή οι μονομερείς χώρες, ακολουθούν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα τα οποία άλλοτε συμπίπτουν και άλλοτε όχι με την παύση των εχθροπραξιών.
Πηγές:
-Dr. Mohammed Ahmed Qasem Shaddad και Prof. Dr. Ahmad Hidayat Buang , War and Armed Conflict in Yemen: Causes and Coping Strategies, Social Science Review (2015), Volume 1, Issue 1.
-Louise Arimatsu και Mohbuba Choudhury, The Legal Classification of the Armed Conflicts in Syria, Yemen and Libya (2014), CHATHAM HOUSE: https://www.chathamhouse.org/publications/papers/view/198023
-Barak A. Salmoni και Bryce Loidolt, Madeleine Wells, Regime and Periphery in Northern Yemen The Huthi Phenomenon (2010), National Defence Research Institute, https://www.rand.org/pubs/monographs/MG962.html
-John Odle, Targeted Killings in Yemen and Somalia: Can the United States Target Low-Level Terrorists, 27 Emory International Law Review (2013), 603-660 σελίδες.
-M.-N. Μαρούδα , Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (2015), Κεφάλαιο Δεύτερο, Γ. Παραδοσιακή Τυπολογία: διεθνείς και μη ένοπλες συρράξεις, 75-79 σελίδες.
-Ashley S. Deeks, “Unwilling or Unable”: Toward a Normative Framework for Extraterritorial Self-Defense (2013), Virginia Journal of International Law, 485-501 σελίδες.
-Sari Arraf, The War Report 2017: The Armed Conflict in Yemen: A Complicated Mosaic (2017), Geneva Academy: Academy of International Humanitarian Law and Human Rights,
https://www.geneva-academy.ch/news/detail/84-the-armed-conflict-in-yemen-a-complicated-mosaic
–Yemen, Fragile to failed? the impact of violence and conflict on yemen and its children (2016), Unicef, Διαθέσιμο σε: https://www.unicef.org/spanish/infobycountry/files/Yemen–Fragile_to_Failed.pdf
-Moktary, Shoqi και Katie
Smith, (2017). Pathways for Peace and Stability in Yemen, 1η έκδο. Washington DC: Search for Common Ground.
[1] Ο Σαλέχ υπέγραψε συμφωνία που προτάθηκε από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) να αποχωρήσει από την εξουσία. Σύμφωνα με τη συμφωνία, ο Σαλέχ θα μεταφέρει την εξουσία στον τότε αναπληρωτή του Abd Rabbo Mansour Hadi με αντάλλαγμα την ασυλία από τη δίωξη. Η πρωτοβουλία του ΣΣΚ δεν κατάφερε να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στη χώρα.