Γράφει ο Δημήτρης Τσιντσάρης
Στην τελευταία σύνοδο των κρατών της ομάδας G20ο Ινδός πρωθυπουργός Narendra Modi αναφέρθηκε στη χώρα του με την ιδιότυπη ονομασία Bharat. Τον ίδιο όρο χρησιμοποίησε στη σύνοδο και η Πρόεδρος της χώρας Droupadi Murmu, αναφερόμενη στην ιδιότητά της ως «Πρόεδρος της Μπάρατ». Bharat(भरत) είναι το όνομα της Ινδίας σε ορισμένες Ινδοάριες γλώσσες της ινδικής υποηπείρου και παραπέμπει στην ινδική μυθολογία, όπως αυτή αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στα αρχαία ινδικά έπη Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα, τα οποία θεωρούνται θεμέλια του ινδικού πολιτισμού, κατ’ αντίστοιχο τρόπο με τα ομηρικά έπη για τον Ελληνισμό. Η εναλλακτική χρήση του ονόματος Bharat προβλέπεται μεν από το ινδικό σύνταγμα, ωστόσο, είναι μάλλον πρωτοφανές να χρησιμοποιείται από ανώτατους Ινδούς αξιωματούχους σε διεθνές επίπεδο και με σχεδόν επισημοποιημένο τρόπο, προοικονομώντας την αλλαγή της διεθνούς ονομασίας της χώρας στο άμεσο μέλλον. Υπενθυμίζεται ότι παρόμοια πολιτική πρόσφατα ακολούθησε και η Τουρκία, με την τουρκική κυβέρνηση να απαιτεί να γίνεται αναφορά στο τουρκικό κράτος από διεθνείς οργανισμούς και κράτη με χρήση του ενδωνύμου Türkiye.
Η επιδεικνυόμενη προτίμηση προς ενδώνυμες ονομασίες υποδηλώνει μια επιθυμία ανάδειξης της εθνικής κουλτούρας και γλώσσας αλλά και έμμεση δήλωση πολιτικής αυτονομίας και εθνικού αυτοκαθορισμού. Για τη Δημοκρατία της Ινδίας η χρήση του νεοφανούς ονόματος αποτελεί διακήρυξη αποστροφής προς το αποικιοκρατικό παρελθόν και επαναβεβαίωση της εθνικής ανεξαρτησίας. Γίνεται παραπομπή προς μια ανανεωμένη Ινδία, έχουσα φιλοδοξίες να αναδειχτεί ως ένας ανεξάρτητος πόλος ισχύος του διεθνούς συστήματος και αρνούμενη να ετεροκαθοριστεί με αλλότριους όρους. Ενδεχομένως, η μετονομασία αποτελεί και μια έκφραση αισιοδοξίας σχετικά με τις δυνατότητες διεθνοπολιτικής ανόδου, προαναγγέλλοντας έτσι την άφιξη μιας πολυπόθητης και μάλλον αναβεβλημένης έως σήμερα οικονομικής ανάπτυξης.
Αν και η Ινδία στο παρελθόν θεωρούνταν ένα από τα μεγαλύτερα «πουλέν» της παγκοσμιοποίησης, κατέχουσα ισάξιες οικονομικές προοπτικές με αυτές της Κίνας, η πραγματικότητα διέψευσε τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Η Ινδία παρέμεινε μια αναπτυσσόμενη χώρα του Τρίτου Κόσμου, δίχως να κατορθώσει να θέσει τα θεμέλια για την διαμόρφωση μιας οικονομικά εύρωστης μεσαίας τάξης, στα πρότυπα του βόρειου γείτονά της. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει ορισμένους αναλυτές στο συμπέρασμα ότι η Ινδία δεν πληροί τις προδιαγραφές που απαιτούνται για την ανάδειξή της ως μια ανερχόμενη δύναμη παγκόσμιου βεληνεκούς (Allison, 2023). Πράγματι, σε ορισμένους κρίσιμους τομείς διεθνοπολιτικής επιφάνειας, όπως η υψηλή τεχνολογία, η βιομηχανική και η αμυντική παραγωγή η Ινδία εμφανίζει μέτριες, επί το πλείστον, επιδόσεις. Τούτο αποδίδεται στην παρουσία άκαμπτων γραφειοκρατικών δομών που εμποδίζουν την καινοτομία και τον οικονομικό μετασχηματισμό (Morris, 2010), στην ιδεολογική προσκόλληση σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης που καταπνίγει την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον ανταγωνισμό (Sinha, 2003) αλλά και στην παρουσία ενός δυσλειτουργικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος το οποίο λειτουργεί ελαττωματικά, λόγω της συνεχούς ανάγκης ικανοποίησης ομάδων συμφερόντων και επαρχιακών παραγόντων προκειμένου να διασφαλισθεί η παραμονή της εκάστοτε κυβέρνησης στην εξουσία (Fair, 2019, σελ. 186).
Λαμβάνοντας υπόψη την αποτυχία εκπλήρωσης των εκπεφρασμένων προσδοκιών, η Ινδία συχνά αντιπαραβάλλεται με την Κίνα, η οποία θεωρείται υπόδειγμα κράτους που συνδύασε οικονομική φιλελευθεροποίηση και διεθνοπολιτική άνοδο, δίχως να υπονομευτεί παράλληλα η κοινωνική συνοχή και, το κυριότερο, η νομιμοποίηση των υφιστάμενων πολιτικών δομών. Συνεπώς, για την Ινδία προτείνεται η περαιτέρω εμβάθυνση του φιλελεύθερου μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης, προσδοκώντας σε επανάληψη του success story της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (Mahbubani, 2022, σελ. 103). Κάτι τέτοιο είναι ίσως δυσχερές, κυρίως λόγω της δημοκρατικής φύσης του ινδικού πολιτεύματος και του συνεπαγόμενου πολιτικού κόστους που συνεπάγεται κάθε ριζική μεταρρύθμιση, αν και η αποφασιστική και προσωποκεντρική διακυβέρνηση της χώρας από τον πρωθυπουργό Narendra Modi την τελευταία δεκαετία υποδεικνύει έντονα σημάδια αυταρχισμού και μια τάση παγίωσης ενός μοντέλου «ανελεύθερης δημοκρατίας» (illiberal democracy)(McCarthy, 2023).
Λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ινδικής περίπτωσης εγείρεται το ερώτημα μήπως το προτεινόμενο μοντέλο οικονομικής φιλελευθεροποίησης είναι περισσότερο αχρείαστο παρά ασύμβατο. Είναι αλήθεια ότι η Ινδία, χάρη στη διαχρονικά συγκρατημένη και μη επιθετική συμπεριφορά της, έχει κατορθώσει να αναδειχτεί στη συνείδηση των περισσότερων κρατών της υφηλίου ως ένας διεθνής παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης και ως ένας εν γένει ειρηνικός παγκόσμιος εταίρος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας, από την απόσυρση των βρετανικών αποικιακών δυνάμεων το 1947 μέχρι σήμερα, το ινδικό κράτος έχει επιδείξει σε γενικές γραμμές περιορισμένη διάθεση περιφερειακής επέκτασης, γεγονός το οποίο ερμηνεύεται ως διαχρονική αποστροφή προς στις πολιτικές της ισχύος (Pant, 2009, σελ. 255–256). Παρά το γεγονός ότι η Ινδία κατέχει πυρηνικά όπλα και διαθέτει σαφώς την δυνατότητα αξιοποίησής τους σε μια ενδεχόμενη πολεμική έξαρση της μακροχρόνιας ινδο-πακιστανικής αντιπαλότητάς, έχει υιοθετήσει μια κατά βάση αμυντική πολιτική μη πρώτης χρήσης, στοχεύοντας στη δημιουργία πυρηνικής αποτροπής. Η εν γένει διστακτικότητα της προς την κλιμάκωση των αντιπαραθέσεων ανάγεται σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη υπαγωγή των ενόπλων δυνάμεων στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία, προϊόν διοικητικών μεταρρυθμίσεων του Ινδού ηγέτη και πρώτου πρωθυπουργού της χώρας Jawaharl al Nehru (Fair, 2019, σελ. 175–176). Το γεγονός αυτό ενδεχομένως εξηγεί εν μέρει την ατροφικότητα της ινδικής πολεμικής βιομηχανίας και συνακόλουθα την απουσία καινοτόμων παραγωγικών βιομηχανικών δομών. Στην περίπτωση της Κίνας, αντίθετα, ο πανίσχυρος Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός και οι σχετικές με αυτόν βιομηχανικές δομές αποτέλεσαν, εν πολλοίς, τη βάση για την παραγωγή όχι μόνο στρατιωτικών αλλά και πολιτικών προϊόντων, κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο, θα ήταν μάλλον βεβιασμένο το συμπέρασμα ότι το διεθνοπολιτικό εκτόπισμα της Ινδίας είναι περιορισμένο. Η σχετική υστέρηση στη σφαίρα της σκληρής ισχύος αναπληρώνεται από το διεθνές κοινωνικό status που η Ινδία έχει αποκτήσει χάρη στην, σε μεγάλο βαθμό, φιλειρηνική και κυρίως ουδετερόφιλη διεθνή πολιτική της. Είναι από τις ελάχιστες χώρες με εμπεδωμένες και σταθερές σχέσεις συνεργασίας τόσο με ευρασιατικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία (με έμφαση τη δεύτερη) όσο και με τον ηγέτη του ατλαντισμού, τις ΗΠΑ. Η Ινδία έχει κατορθώσει να αναλάβει έναν κοινώς αποδεκτό εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ μιας στάσιμης Δύσης και μιας ανερχόμενης Ανατολής, χάρη στην ταυτόχρονη συμμετοχή της σε οργανισμούς διεθνούς ασφάλειας ευρασιατικής και ατλαντικής έμπνευσης, όπως ο Τετραμερής Διάλογος Ασφάλειας (Quadrilateral Security Dialogue –Quad)και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization – SCO) αντίστοιχα, προσεγγίζοντας το όνειρο να αναδειχτεί ως ένας διακριτός πόλος ενός προσδοκώμενου πολυπολικού συστήματος. Το όνειρο, όμως, ακυρώνεται εν τοις πράγμασι λόγω της απουσίας υλικών κατά βάση προσόντων που θα επέτρεπαν στην Ινδία ουσιώδη άσκηση διεθνοπολιτικής επιρροής σε περιφερειακό επίπεδο. Αυτή θα ανάγονταν στο συνεπαγόμενο κοινωνικό κύρος που θα απέρρεε από μια ιλιγγιώδης οικονομική μεγέθυνση, πιθανότατα κατ’ ανάγκη περνώντας μέσα από το τούνελ της οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Το γεγονός ότι η Ινδία ήδη απολαμβάνει φιλικές και ειρηνικές σχέσεις με το μεγαλύτερο μέρος του άμεσου γεωπολιτικού της περιβάλλοντος θα συνέδραμεστην εμπέδωση μιας άκρως ευνοϊκής κοινωνικής ατμόσφαιρας, όπου η ινδική ανάπτυξη θα ερμηνεύονταν από τα υπόλοιπα αναπτυσσόμενα νοτιοασιατικά κράτη ως υποδειγματικό και καλοδεχούμενο παράδειγμα προς μίμηση και όχι ως απειλή, όπως κατ’ αντιπαραβολή συμβαίνει με την Κίνα.
Όσο η Ινδία αποτυγχάνει να αξιοποιήσει το μέγιστο των δυνατοτήτων της θα αδυνατεί να αποκτήσει έναν προεξάρχων ρόλο στη «γειτονιά» της, παρά την ενεργή συμμετοχή της σε περιφερειακούς οργανισμούς συνεργασίας, όπως η Ένωση Νότιας Ασίας για την Περιφερειακή Συνεργασία(South Asian Association for Regional Cooperation– SAARC)και η Πρωτοβουλία του Κόλπου της Βεγγάλης για Πολυτομεακή Τεχνική και Οικονομική Συνεργασία (Bay of Bengal Initiative for Multi-Sectoral Technical and Economic Cooperation – BIMSTEC).Εάν, όμως,η Ινδία εκμεταλλευτεί την πραγματικά οικουμενική δυναμική της ινδικής κουλτούρας, εδραζόμενη στη μακραίωνη γοητεία που το οι γεννημένες στην Ινδία θρησκείες του ινδουισμού και του βουδισμού ασκούν προς την υπόλοιπη Ασία, και αξιοποιήσει την εν γένει καλή διεθνή φήμη της, δύναται από τώρα να προωθήσει επιτυχώς την «ήπια» πτυχή της εθνικής ισχύος ως πρόπλασμα για την επίδραση μιας απείρως επιδραστικότερης μορφής κοινωνικής ισχύος και επιρροής. Βασικό προαπαιτούμενο είναι η επιτυχημένη στρατηγική διοχέτευση του απέραντου ανθρώπινου και υλικού ινδικού δυναμικούσε παραγωγικάκαι δημιουργικά εγχειρήματα.
Συνεπώς, στο αναπόφευκτο ερώτημα εάν η Ινδία δύναται να αναδειχτεί ως ένας νέος ασιατικός τιτάνας και αντικαταστάτης μια επιστρέφουσας στην οικονομική εσωστρέφεια Κίνας, μια πρόχειρη απάντηση είναι ότι η Ινδία φαίνεται να έχει τα φόντα να κατακτήσει κάτι μάλλον ποιοτικά ανώτερο από αυτό που ήδη κατέχει η Κίνα. Αρκεί, τουλάχιστον, η απόπειρα αναστήλωσης του ινδικού πολιτισμού, όπως η υπόνοια μετονομασίας του κράτους δια χειρός Modi υποδεικνύει, να μη συνοδευτεί από μια κοντόφθαλμη εθνικιστική απάρνηση των δυνατοτήτων διεξαγωγής μιας οικουμενικής πολιτικής διεθνούς σύγκλισης, σε περιφερειακό επίπεδο τουλάχιστον. Θα ήταν ιδιαίτερα επιβλαβές για την ήδη διασαλευόμενη διεθνή ειρήνη εάν η οικονομική και στρατιωτική καταξίωση της Ινδίας συνοδευτεί από μια άνευ όρων συμμετοχή στα διεθνή παίγνια ισχύος των ισχυρών της υφηλίου. Θα ήταν ίσως μια προδοσία των τριτοκοσμικών ιδανικών αλλά και των φιλειρηνικών προταγμάτων του αγγελιοφόρου της αποαποικιοποίησης Μαχάτμα Γκάντι.
Βιβλιογραφία:
Fair, C. C. (2019). India. In T. Balzacq, P. Dombrowski, & S. Reich (Eds.), Comparative Grand Strategy: A Framework and Cases (pp. 171–191). Oxford University Press. https://doi.org/10.1093/oso/9780198840848.003.0008
Mahbubani, K. (2022). The Asian 21st Century. Springer Singapore. https://doi.org/10.1007/978-981-16-6811-1
Pant, H. V. (2009). A Rising India’s Search for a Foreign Policy. Orbis, 53(2), 250–264. https://doi.org/10.1016/j.orbis.2009.01.007
Sinha, A. (2003). Rethinking the Developmental State Model: Divided Leviathan and Subnational Comparisons in India. Comparative Politics, 35(4), 459–476. https://doi.org/10.2307/4150190
Allison, G. T. (2023, June 24). Will India Surpass China to Become the Next Global Superpower? Foreign Policy. https://foreignpolicy.com/2023/06/24/india-china-biden-modi-summit-great-power-competition-economic-growth/
McCarthy, J. (2023, July 5). The West needs to get real about India. The Strategist. https://www.aspistrategist.org.au/the-west-needs-to-get-real-about-india/
Morris, C. (2010, June 3). India’s bureaucracy is ‘the most stifling in the world’. BBC News. https://www.bbc.com/news/10227680
Πηγή Φωτογραφίας: https://apnews.com/article/india-sanskrit-name-bharat-modi-g20-72782ba81aa67dcf7e197a98fec9b5f5