Loading...
Latest news
Ιστορία και Πολιτισμός

Η Ιαπωνική στρατηγική τις δεκαετίες 1930 και 1940 υπό το πρίσμα της θεωρίας του επιθετικού ρεαλισμού

Γράφει η Αγγελική-Εφραιμία Μαρκοπούλου

Η Ιαπωνική αυτοκρατορία λειτούργησε αδιαμφισβήτα ως ένα δυνατό κράτος, που ομολογουμένως κυριάρχησε για μια μικρή χρονική περίοδο, ωστόσο άφησε το στίγμα της στην περιφέρεια κατά τη διάρκεια της παροδικής της ηγεμονίας. Παρόλο που μέχρι το 1853 είχε ελάχιστες επαφές με τον δυτικό κόσμο, κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την παλινόρθωση του Meiji, το 1869, απέκτησε επεκτατικές τάσεις και επιθυμία να μεταρρυθμιστεί στρατιωτικά και οικονομικά. Μάταια, για αρκετά χρόνια προσπαθούσαν άλλες δυνάμεις να κάνουν «εξωστρεφή» την Ιαπωνία, χωρίς αποτέλεσμα.(Mearsheimer J, 2007, p. 356).  Η στροφή της προς βλέψεις για τη μεταποίηση της με απώτερο σκοπό να γίνει μια αυτοκρατορία σαν τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, έγινε μετά από την επιμονή των άλλων δυνάμεων, πράγμα που φανερώνει ότι έμενε ανεπηρέαστη προηγουμένως, αλλά συνειδητοποίησε ότι θα είχε και αυτή οφέλη αν γινόταν τόσο δυνατή όσο μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη.(Mearsheimer J, 2007, p. 356).

Σύμφωνα με τη θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού του Mearsheimer, η επιθετικότητα των κρατών και η ανάγκη τους για απόκτηση ισχύος προέρχεται από τη δομή του συστήματος και το σύστημα είναι αυτό που διαμορφώνει τη συμπεριφορά τους. Στο εν λόγω σύστημα απουσιάζει μια κεντρική εξουσία, επομένως κυριαρχεί η αναρχία, η οποία «ωθεί» τα κράτη στο να αποκτήσουν ισχύ και να γίνουν ηγεμόνες. Έτσι, παρατηρούμε ότι οι δομικοί παράγοντες, όπως, η αναρχία, επηρεάζουν τη εξωτερική πολιτική και την διπλωματία των κρατών. Τα κράτη επιδιώκουν ηγεμονία με γνώμονα την ασφάλειά τους, στηριζόμενα στην αυτοβοήθεια, και επειδή η διεθνής αναρχία παρέχει κίνητρα για μεγιστοποίηση της ισχύος εις βάρος των αντιπάλων τους. Συγκεκριμένα, η Ιαπωνία επιζητούσε την ανάδειξή της ως περιφερειακό ηγεμόνα κερδίζοντας ισχύ εις βάρος της Κίνας, αρχικώς.

 Ως νησιωτικό έθνος, η Ιαπωνία, ακόμα και αν επιθυμούσε να ηγεμονεύσει παγκοσμίως, αυτό δεν ήταν εφικτό, λόγω του περιοριστικού παράγοντα του ωκεανού που την χωρίζει με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Παράλληλα, σύμφωνα με την θεωρία, τα κράτη «μεγιστοποιούν τη σχετική τους ισχύ, με τελικό σκοπό την ηγεμονία», κάτι το οποίο επιδίωξε και η Ιαπωνία. Επομένως, τα κράτη επιθυμούν να αποκτήσουν όση περισσότερη ισχύ είναι δυνατόν να αποκτήσουν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούν την διατήρηση του υπάρχοντος status quo και επιθυμούν διαρκώς να το μεταβάλλουν προς όφελός τους. Πρέπει να τονιστεί, τέλος, ότι το κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των κρατών αποτελεί ο φόβος, ο οποίος είναι διαρκής και απορρέει από την δυνατότητα ισχύος των άλλων. (MearsheimerJ, 2007).

1ηπερίοδος εξέτασης: 1930-1940

Οι οικονομικές, κυρίως, δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την δεκαετία του 1920, σε συνδυασμό με την αποτυχημένη προσπάθεια ηγεμονίας της, ώθησαν την Ιαπωνία στο να υιοθετήσει μια πιο επιθετική στάση σε μια προσπάθεια για αυτοβοήθεια, με σκοπό την επιβίωσή. Από την προηγούμενη δεκαετία, το κύριο οικονομικό πρόβλημα της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας ήταν η έλλειψη πρώτων υλών. Έτσι, και την δεκαετία του 1930, η Ιαπωνία χρειαζόταν να εισάγει πρώτες ύλες όπως σίδηρο, καουτσούκ και πετρέλαιο για να ενθαρρύνει την οικονομική της ανάπτυξη, καθώς είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τις συνέπειες της τραπεζικής κρίσης που είχε προηγηθεί, αλλά και από την Μεγάλη Ύφεση. Η Αυτοκρατορία θεωρούσε ότι η απόκτηση εδαφών με πλούσιους πόρους θα πρόσδιδε οικονομική αυτάρκεια στη χώρα, αλλά και ανεξαρτησία από τις εισαγωγές. Το σύστημα εξακολουθούσε να είναι μη ισορροπημένο και πολυπολικό δίνοντας ευκαιρίες, πάλι, σε όποια δύναμη επιθυμούμε να λάβει την περιφερειακή ηγεμονία. Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία έστρεψε το βλέμμα της προς την Ανατολική Ασία και συγκεκριμένα στη Μαντζουρία, η οποία διέθετε τους αναγκαίους, για την Ιαπωνία, πόρους. Παράλληλα, συνέχισε να εποφθαλμιά τα εδάφη της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης, για λόγους απόκτησης ισχύος και ηγεμονίας στην περιοχή.

Με γνώμονα τις ανάγκες της, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1931, η Ιαπωνία εισέβαλε στη Μαντζουρία. Δικαιολόγησε την εισβολή ως απόπειρα απελευθέρωσης των Μάντζου από τους Κινέζους, αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής ήταν Κινέζοι που είχαν εγκατασταθεί στη Μαντζουρία.Ο ιαπωνικός στρατός κυβέρνησε τη Μαντζουρία έμμεσα, μέσω του κράτους «μαριονέτας» του Manchukuo, αναπτύσσοντας βαριά βιομηχανία στην περιοχή και καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο τις ελλείψεις της σε πρώτες ύλες (Lumenlearning, 2019).

Το 1937, η Ιαπωνία, προχώρησε με τις επεκτατικές βλέψεις της και εισέβαλε στην Κίνα, ξεκινώντας τριμερή πόλεμο μεταξύ της Ιαπωνίας, των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ και των εθνικιστών του Τσιάνγκ Κάι-σεκ. Η εισβολή ξεκίνησε τον Δεύτερο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο, τον μεγαλύτερο ασιατικό πόλεμο του 20ου αιώνα (Lumenlearning, 2019). Καθώς είχε ήδη πετύχει την κατάκτηση δύο εκ των στόχων της, το 1938, ο ιαπωνικός στρατός εισήλθε σε εδάφη που διεκδικούσε η Σοβιετική Ένωση(Lumenlearning, 2019).

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1940, η Αυτοκρατορική Ιαπωνία υπέγραψε το «Τριμερές Σύμφωνο» με τη Γερμανία και την Ιταλία, σχηματίζοντας, έτσι, τις δυνάμεις του Άξονα. Το σύμφωνο ζητούσε αμοιβαία προστασία και τεχνολογική και οικονομική συνεργασία, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο και εξοπλισμό, αλλά και οικονομική βοήθεια από τους δυνατούς συμμάχους της (Lumenlearning, 2019).

2η περίοδος εξέτασης: 1940-1945

Αυτή τη δεκαετία, η Ιαπωνία ήταν πιο επιθετική από ποτέ, καθώς το διεθνές σύστημα ήταν πλέον μη ισορροπημένο πολυπολικό και αναδύονταν άλλες δυνάμεις, όπως η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση, η Ιαπωνία έπρεπε να αντιδράσει για να αποκτήσει ισχύ στην περιοχή. Τα προβλήματα των προηγούμενων δεκαετιών σε συνδυασμό με τον φόβο της εξωτερικής επιθετικότητας, τον αυξανόμενο ιαπωνικό εθνικισμό και την ανάγκη απόκτησης φυσικών πόρων, εξώθησαν την Ιαπωνία στο να εισέλθει στον πόλεμο με επιθετικές τάσεις. Η Ιαπωνία, ως νησιωτικό έθνος, αντιμετώπιζε ανέκαθεν προβλήματα σχετιζόμενα με την έλλειψη πόρων. Έτσι, η αποτυχία επίτευξης αυτάρκειας και η απροθυμία συνθηκολόγησης, άφησαν την Ιαπωνία δίχως άλλη λύση από το να ξεκινήσει πόλεμο και να διεκδικήσει με τη βία τους πόρους που χρειαζόταν για την επιβίωσή της, αυτή τη φορά διεκδικώντας εδάφη στην Νοτιοανατολική Ασία. Ζωτικής σημασίας για τα ιαπωνικά συμφέροντα αποτελούσαν οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες και η Ινδοκίνα.

Έτσι, το 1940, η Ιαπωνία εισέβαλε στη γαλλική Ινδοκίνα αποσκοπώντας στον έλεγχο των εισαγωγών της Κίνας. Μετά την ιαπωνική επέκταση στην Ινδοκίνα και την απρόσμενη πτώση της Γαλλίας, τον Ιούλιο του 1941, οι ΗΠΑ διέκοψαν τις εξαγωγές πετρελαίου στην Ιαπωνία. Αυτό ώθησε τους Ιάπωνες να επιδιώξουν την κατάληψη των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών για να σφετεριστούν τα ορυκτά που προσφέρει η περιοχή, αφού δεν μπορούσαν να εισάγουν τις απαραίτητες πρώτες ύλες από κάποια άλλη χώρα. (Lumenlearning, 2019)

Μετά από αυτές τις εξελίξεις, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις προσπαθώντας να βελτιώσουν τις σχέσεις τους. Μετά από συζητήσεις η Ιαπωνία, εφόσον εξέτασε τις επιλογές της, δέχτηκε την υποχώρηση και προσφέρθηκε, στις 20 Νοεμβρίου 1941, να αποσύρει τις δυνάμεις της από τη νότια Ινδοκίνα και να μην εξαπολύσει επιθέσεις στη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτό προϋπέθετε, όμως, ότι οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία θα έπαυαν να παρέχουν αρωγή στην Κίνα και θα καταργούσαν τις κυρώσεις κατά της Ιαπωνίας. Η αμερικανική αντιπρόταση της 26ης Νοεμβρίου απαιτούσε από την Ιαπωνία να εκκενώσει όλη την Κίνα, άνευ όρων, και να συνάψει συμφωνίες μη επίθεσης με τις δυνάμεις του Ειρηνικού. Η αντίδραση της Ιαπωνίας στην πρόταση των ΗΠΑ  ήταν άμεση. Μια μέρα μετά από την παράδοση της πρότασης,ο ιαπωνικός στόλος αναχώρησε με σταθμό το Περλ Χάρμπορ. (Lumenlearning, 2019)

Η ιαπωνική κυβέρνηση, απορρίπτοντας την αμερικανική αντιπρόταση και μη έχοντας πλέον άλλη λύση εκτός από τον πόλεμο, αποφάσισε να επιτεθεί στο λιμάνι Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στο ναυτικό των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση στις αεροπορικές της δυνάμεις. Ο στόχος της επίθεσης ήταν να εμποδίσει τις ΗΠΑ για αρκετό καιρό ώστε στο διάστημα μεταξύ να δημιουργήσει και να αναπτύξει την αυτοκρατορία της στη Νοτιοανατολική Ασία. (Lumenlearning, 2019). Η επίθεση αποσκοπούσε να ληφθεί ως προληπτική ενέργεια προκειμένου να αποτρέψει τον στόλο του Ειρηνικού των ΗΠΑ να παρέμβει στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, έναντι των υπερπόντιων εδαφών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ολλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Ιαπωνία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, δεν διέθετε τόση λανθάνουσα ισχύ ώστε να αναμετρηθεί σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο με τις  Ηνωμένες Πολιτείες, και ο στρατός το γνώριζε αυτό, αλλά δεν φοβόταν ότι οι ΗΠΑ αντεπιτεθεί στα νησιά της χώρας. Θεωρούσε ότι αν κατάφερνε να κατακτήσει γρήγορα τις βρετανικές και ολλανδικές αποικίες στη Νοτιοανατολική Ασία, θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο του πετρελαίου, του καουτσούκ και άλλων πρώτων υλών που χρειαζόταν και θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του στην Κίνα και την Ινδοκίνα. Η μόνη άλλη Δύναμη που μπορούσε να σταματήσει τους Ιάπωνες ήταν ο αμερικανικός στόλος στον Ειρηνικό, ο οποίος και ήταν συγκεντρωμένος κοντά στην Ιαπωνία, στο Περλ Χάρμπορ. Βρισκόμενη, λοιπόν, τόσο κοντά στην βάση του αμερικανικού στόλου και θεωρώντας ότι η Αμερική δεν επιθυμούσε πραγματικά να πολεμήσει εναντίον της Ιαπωνίας, αυτή σκέφτηκε ότι αν επιδίωκε ξαφνική επίθεση, η Αμερική θα εγκατέλειπε και θα επέτρεπε στην Ιαπωνία να εδραιώσει  ισχύ στην Ανατολική Ασία (Asia for Educators, 2009).

Η επίθεσή στο Περλ Χάρμπορ ήταν, επομένως, απόρροια αφενός της απόγνωσης από την διαρκή έλλειψη πόρων και αφετέρου μια προσπάθεια βραχυπρόθεσμης απομάκρυνσης μιας άλλης Μεγάλης Δύναμης από την περιοχή, ώστε να αποκτήσει τους αναγκαίους πόρους και να επιστρέψει πιο δυνατή. Είτε θα παραιτούνταν και θα παραχωρούσε δικαιώματα στις ΗΠΑ, είτε θα πήγαινε σε πόλεμο, γνωρίζοντας, όμως, ότι η άλλη Μεγάλη Δύναμη ήταν πολύ πιο ισχυρή από εκείνη.

Παρόλο που αρχικά φάνηκε να πέτυχε τον σκοπό της, σύντομα έγινε αντιληπτό το ότι η στρατηγική της θα την οδηγούσε σε ολοκληρωτική ήττα, όπως μαρτυρά η αντεπίθεση των ΗΠΑ(Asia for Educators, 2009). Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού, παρόλο που η απόφαση της Ιαπωνίας να κινηθεί σε πόλεμο την οδήγησε στην καταστροφή της, η απόφαση της δεν αποτέλεσε λανθασμένο υπολογισμό. Αντιθέτως, η απόφασή της ήταν ορθολογική, εφόσον προσπάθησε να επιτεθεί στις ΗΠΑ με γνώμονα το ότι δεν διέθετε άλλες επιλογές και έπρεπε να φροντίσει η ίδια για τον εαυτό της και την επιβίωσή της.(Mearsheimer, J., 2007).

Οι πρώτες νίκες της Ιαπωνίας φαινόταν να αποδεικνύουν ότι θα αποκτούσε και πάλι επιρροή. Η μάχη του Midway, όμως, αποτέλεσε σημείο καμπής για την επιθετική συμπεριφορά των Ιαπώνων, καθώς η νίκη των ΗΠΑ οδήγησε στη σταθερή περικύκλωση των ιαπωνικών νησιών, αποκόπτοντάς τους από τις απαραίτητες προμήθειες πρώτων υλών (Asia for Educators, 2009). Από εκεί και μέχρι το τέλος του πολέμου, φαίνεται σαν να αλλάζει πολιτική η χώρα και να κρατά αμυντική στάση, αφού πλέον δεν διέθετε τις δυνατότητες ούτε την ισχύ, για να αναμετρηθεί με καμία δύναμη και ούτε μπορούσε να προβεί σε διεκδικήσεις.

Στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945, η Ιαπωνία δέχθηκε δύο ατομικές βόμβες στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι, που προκάλεσαν πολυάριθμες απώλειες, καθώς και θύματα ραδιενεργής ακτινοβολίας, ενώ οι πόλεις που πλήγηκαν εξαφανίστηκαν, σχεδόν, από τον χάρτη. Το γεγονός έδωσε την αφορμή στον Χιροχίτο, τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, να προβεί σε άμεσες συνεννοήσεις για παράδοση της Ιαπωνίας στους Συμμάχους. Τελικά, ο πόλεμος έλαβε τέλος στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945 με την επίσημη υπογραφή της άνευ όρων παράδοσης της Ιαπωνίας από τον τότε υπουργό εξωτερικών της χώρας, Μαμόρου Σιγκεμίτσου.

Συμπερασματικά, η Ιαπωνία πράγματι δρούσε ως μια Μεγάλη Δύναμη. Ανταγωνιζόταν με τους άλλους δυνητικούς ηγεμόνες για την περιφερειακή ισχύ, κυρίως με την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και με τις ΗΠΑ στον Ειρηνικό, και πάντοτε επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερη ισχύ, κάτι που κατάφερε βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, η έλλειψη λανθάνουσας ισχύος και οι ελάχιστοι πόροι που διέθετε, αποτέλεσαν τους λόγους που την εμπόδισαν να εκπληρώσει το επεκτατικό της σχέδιο και τελικά να αναγκαστεί να παραδοθεί στους Συμμάχους με ευτελείς όρους.

Βιβλιογραφία: