Γράφει η Έλενα Κοτζαμανίδου
Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary ο κλάδος της ηθικής είναι «η επιστήμη των ηθικών αρχών, ο γνωστικός τομέας που ενδιαφέρεται για τις αρχές των ανθρώπινων υποχρεώσεων». Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως στα θέματα ηθικής σπάνια υπάρχει γενικότερη σύμπνοια απόψεων, ενώ η θέση της ηθικής στη διεθνή πολιτική αποτελεί ένα από τα πιο συγκεχυμένα ζητήματα σε ολόκληρο το φάσμα των διεθνών σπουδών. Ένας από τους κυριότερους λόγους που συμβαίνει αυτό, σύμφωνα με τον Edward Carr, είναι επειδή συγχέεται η ηθική των κρατών με την ηθική των ατόμων. Είναι γεγονός άλλωστε, πως έχει παρέλθει η περίοδος της απόλυτης προσωποπαγούς εξουσίας, κατά την οποία η ηθική του μονάρχη και του κράτους είχαν κοινή συνισταμένη τις πράξεις του ίδιου ατόμου. Πλέον, λόγω της πολυπλοκότητας της κρατικής μηχανής και της συνταγματικής διακυβέρνησης, η ηθική ευθύνη μετατέθηκε από τον μονάρχη στο κράτος. Το κράτος ως Leviathan, όπως είπε ο Hobbes, είναι ένας «τεχνητός άνθρωπος» και αυτή η προσωποποίηση του κράτους επέτρεψε τη δημιουργία ενός «Διεθνούς Δικαίου» στη βάση του Φυσικού Δικαίου. Έτσι, η Διεθνής Ηθική αποτελεί πλέον τη μελέτη των υποχρεώσεων των κρατών μεταξύ τους, και πραγματεύεται δύο ερωτήματα: πρώτον, αν θα πρέπει οι «εκτός των τειχών» άνθρωποι να αντιμετωπίζονται ως ηθικά ίσοι με τους «εντός των τειχών», και δεύτερον, αν η διεθνής ηθική μπορεί να επιτευχθεί σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από διεθνή αναρχία και ηθικό πλουραλισμό.
Το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής συζήτησης για τα θέματα διεθνούς ηθικής προέρχεται από τις δυτικές παραδόσεις της θεωρίας περί ηθικής. Τη μεγαλύτερη επιρροή άσκησαν συγκεκριμένα η δεοντολογική και η τελεολογική ηθική και ιδιαίτερα η καντιανή θεωρία και ο ωφελιμισμός. Για τους οπαδούς της δεοντολογίας, οι κανόνες θα πρέπει να ακολουθούνται επειδή είναι ορθοί και όχι εξαιτίας των συνεπειών που μπορεί να έχουν. Αντίθετα, οι τελεολογικές περιγραφές κρίνουν τις πράξεις από το πόσο επιθυμητά είναι τα αποτελέσματά τους. Ο ρεαλισμός για παράδειγμα, κρίνει τις πράξεις ενός πολιτικού προσώπου ως σωστές ή λανθασμένες, ανάλογα με το αν εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κράτους. Ο Ωφελιμισμός, από την άλλη μεριά, κρίνει τις πράξεις ανάλογα με τα αποτελέσματα που αποφέρουν στην ευημερία των περισσότερων. Βέβαια, δεν προέρχονται όλοι οι ηθικοί κανόνες από αυτές τις παραδόσεις, καθώς η θρησκεία και η πολιτιστική κουλτούρα κάθε τόπου επηρεάζουν καθοριστικά τα άτομα ως προς την αντίληψη της ηθικής. Οι περισσότερες ηθικές αρχές της καθημερινότητας, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκευτικών ηθικών κανόνων, αποτελούν ένα μείγμα τόσο δεοντολογικών όσο και τελεολογικών παραγόντων. Η κατανόηση των συγκεκριμένων κατηγοριοποιήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, ωστόσο, στη διεθνή ηθική μεγαλύτερη σημασία έχουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν σχετικά με την ηθική σημασία των εθνικών συνόρων.
Μια σχετική διάκριση είναι αυτή μεταξύ κοσμοπολίτικων και των αντικοσμοπολίτικων θέσεων. Οι κοσμοπολίτες ή ουτοπιστές, συμπεριλαμβανομένων των δεοντολογιστών και των ωφελιμιστών, ισχυρίζονται ότι οι ηθικές αρχές είναι εξ ορισμού οικουμενικές και τα εθνικά σύνορα δεν παίζουν κάποιον καίριο ρόλο. O ίδιος κώδικας ηθικής ισχύει τόσο για τα άτομα όσο και για τα κράτη. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η πλειονότητα των θρησκευτικών ηθικών αρχών είναι κοσμοπολίτικες, εφόσον προτάσσουν την ενότητα της ανθρωπότητας υπό τη στέγη της θρησκείας. Αντίθετα, οι αντι-κοσμοπολίτες ισχυρίζονται ότι τα εθνικά σύνορα θέτουν σημαντικά ηθικά όρια. Συνήθως διακρίνονται σε δύο διαφορετικά ρεύματα: τον ρεαλισμό και τον πλουραλισμό. Κοινή αφετηρία των δύο προσεγγίσεων αποτελεί το γεγονός πως υποστηρίζουν πως οι ηθικές αρχές αναφέρονται σε συγκεκριμένες κουλτούρες, εποχές και τόπους. Για τους ρεαλιστές, η μόνη βιώσιμη ηθική είναι αυτή της ιδιοτέλειας και της ισχύος. Η ρεαλιστική ηθική έχει χαρακτηριστεί από μακιαβελική ως αμοραλιστική. Όμως ρεαλιστές, όπως ο Hans Morgenthau, υποστηρίζουν πως κάτω από αυτή τη σκληρότητα βρίσκεται μια πιο πρακτική ηθική.
Συγκεκριμένα, το ίδιο το κράτος εκπροσωπεί μια «ηθική δύναμη», καθώς στην ίδια την ύπαρξη του κράτους οφείλεται η δυνατότητα ύπαρξης μιας ηθικής πολιτικής κοινότητας στο εσωτερικό του. Επομένως, η επιβίωση της συγκεκριμένης ηθικής κοινότητας σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας, γίνεται ηθικό καθήκον του πολιτικού ηγέτη του κράτους. Διαφορετικά θα διακινδύνευε τις ζωές και τα συμφέροντα των πολιτών του κράτους του. Έτσι λοιπόν, ενώ οι επικριτές λένε ότι αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε καιροσκοπισμό που δικαιολογεί σχεδόν κάθε ενέργεια από ηθική άποψη, οι ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι οι πολιτικοί έχουν καθήκον προς το λαό τους πρωτίστως και σύμφωνα με τον Morgenthau «το να αγνοούμε αυτήν την πραγματικότητα στο όνομα κάποιου καντιανού ιδεώδους θα αποτελούσε αμέλεια αυτού του καθήκοντος». Για τους ρεαλιστές, μια τέτοια ιδιοτελής ηθική είναι ενάρετη και συμβαδίζει με τον σκεπτικισμό του Carr απέναντι σε εκείνα τα άτομα ή τα κράτη που ισχυρίζονται πως ενεργούν στο όνομα της οικουμενικής ηθικής. Οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι τέτοιες δηλώσεις συνήθως αποτελούν αυταπάτη και υποκινούνται από ιδιοτελείς σκοπούς.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν οικουμενικές αξίες αλλά ακόμα και αν ήταν δυνατόν κάποτε να υπάρξουν, η διεθνής αναρχία δε θα επέτρεπε στα κράτη να πράξουν με βάση αυτές. Οι ρεαλιστές αγνοούν εντελώς την παράδοση του φυσικού δικαίου καθώς τέτοιου είδους θεωρίες δεν επηρεάζουν τις ενέργειες των κρατών. Το δίκαιο απορρέει μόνο από την ισχύ και έτσι, το διεθνές δίκαιο δεν είναι παρά το σύνολο των υπαρχουσών συνθηκών και εθίμων. Δεν υπάρχει καμία φυσική ή θεμελιώδης νόρμα, ούτε δίκαιο πίσω από το δίκαιο. Το κράτος προηγείται του διεθνούς δικαίου και στην ουσία, αυτή η ερμηνεία δίνει προτεραιότητα στη μεταξύ τους «πάλη» παρά στη συνεργασία τους και περιγράφει την επιβολή του διεθνούς δικαίου ως καταναγκασμό, ο οποίος ασκείται από τα κράτη είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά. Οι διεθνείς συνθήκες είναι εγγενώς προσωρινές και η τήρησή τους εξαρτάται εκ φύσεως από τον όρο να εξακολουθούν να εξυπηρετούν τα ζωτικά συμφέροντα του κράτους. Με αυτήν τη λογική, οι ρεαλιστές αντιλαμβάνονται τον πολιτικό συμβιβασμό όχι ως μια προσέγγιση της δικαιοσύνης, αλλά ως μια συμφωνία στην οποία πρέπει να καταλήξει κανείς με τον αντίπαλό του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά με το θέμα δικαίου, ηθικής και ισχύος στις Διεθνείς Σχέσεις, έλαβε χώρα στη Μήλο πριν από 2.500 χρόνια. Ο Διάλογος των Μηλίων με τους Αθηναίους, αποτελεί ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Πελοποννησιακού Πολέμου και εξιστορείται στο 5ο βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Ο λόγος που έχει μείνει στην ιστορία είναι ο τρόπος που παρουσιάζει την διαχρονικά επίκαιρη αντιπαράθεση του δικαίου έναντι της ισχύος, απεικονίζοντας έτσι βασικές ρεαλιστικές αρχές. Το περιστατικό συνέβη το 416 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι έφτασαν στη Μήλο, με σκοπό να την αναγκάσουν να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Συμμαχία υποβάλλοντας φόρο υποτέλειας στην Αθήνα. Οι Μήλιοι ζήτησαν να παραμείνουν ουδέτεροι στη σύγκρουση των Αθηναίων με τη Σπάρτη και αρνήθηκαν την πρόταση. Όμως οι Αθηναίοι εκμεταλλευόμενοι την τεράστια στρατιωτική τους υπεροχή, προχώρησαν στην κατάληψη της Μήλου και τη σφαγή των ενήλικων ανδρών και στο εξανδραποδισμό των γυναικών και των παιδιών, εγκαθιστώντας στο νησί Αθηναίους εποίκους. Στο διάλογο που περιγράφεται από το Θουκυδίδη στο επιχείρημα των Μηλίων περί δικαίου για τη σωτηρία της πόλης τους, οι Αθηναίοι θα απαντήσουν πως το δίκαιο είναι μία παράμετρος που συνεκτιμάται όταν οι αντίπαλοι είναι ίσοι σε δύναμη. Διαφορετικά οι δυνατοί ενεργούν και επιβάλλουν αυτό που τους επιτρέπει η δύναμή τους, ενώ οι αδύναμοι υποχωρούν όσο τους επιτρέπει η αδυναμία τους. Η Αθήνα, η πόλη της Δημοκρατίας, αρνείται να συζητήσει θέματα δικαιοσύνης και ηθικής, προκειμένου να ικανοποιήσει το δικό της συμφέρον.
Στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η επισήμανση του φιλοσόφου και σχολιαστή Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Παναγιώτη Κονδύλη, σύμφωνα με την οποία «Οι Αθηναίοι δε ζητούν την υποδούλωση με τη συνείδησή τους βεβαρυμμένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου». Άλλωστε όπως υποστηρίζουν, αυτό δεν είναι κάτι που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι, το βρήκαν έτοιμο και το ακολουθούν. Οποιοσδήποτε και αν ήταν στη θέση τους, θα έκανε ακριβώς το ίδιο διαφυλάσσοντας τα συμφέροντά του. Τα επιχειρήματα των Μηλίων που έχουν να κάνουν με τη δικαιοσύνη («να μπορεί πάντα αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, να επικαλείται τα ορθά και τα δίκαια»), τον θεό («όμως πιστεύουμε, ότι δε θα αξιώσουμε από τους θεούς χειρότερη τύχη») καθώς και τους Σπαρτιάτες συμμάχους τους, δεν είναι παρά φρούδες ελπίδες πριν την υποταγή στον σιδερένιο νόμο του ρεαλισμού. Οι Αθηναίοι πιστεύουν πως κάθε αναφορά στη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την τιμή και τις καλές πράξεις δεν έχουν θέση στον διάλογο που διεξάγεται και η συζήτηση πρέπει να έχει ως μοναδικό άξονα το ζήτημα της επιβίωσης. Οι Μήλιοι προσπαθούν να εξισώσουν τη δικαιοσύνη με το όφελος και την υποδούλωση με τη ζημιά. Οι Αθηναίοι απορρίπτουν τη λογική αυτής της εξίσωσης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η επιβίωση μέσω της υποδούλωσης είναι όφελος και η αποτροπή του αφανισμού τους κέρδος.
Ένα από τα συμπεράσματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τον συγκεκριμένο διάλογο σχετικά με τις Διεθνείς Σχέσεις, είναι το γεγονός ότι η εδαφική ακεραιότητα και η ανεξαρτησία δε μπορούν πάντοτε να εξασφαλιστούν με επίκληση στις αρχές του Δικαίου. Στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, οποιαδήποτε απερίσκεπτη κίνηση γίνεται αντιληπτή από τις ισχυρές δυνάμεις, οι οποίες την εκμεταλλεύονται προς όφελός τους. Επιπλέον, τίθεται ο προβληματισμός σχετικά με το αν μπορεί ποτέ να λειτουργήσει πετυχημένα η πολιτική της ουδετερότητας, σε ένα άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Διάφοροι επικριτές της ρεαλιστικής προσέγγισης κατέδειξαν την αδυναμία της να ερμηνεύσει τις εξελίξεις στην αναδυόμενη διεθνή κατάσταση και άσκησαν δριμεία κριτική στον κρατισμό που προβάλλει, υποστηρίζοντας πως στον 21ου αιώνα το κράτος αντικαθίσταται σταδιακά από μη κρατικούς δρώντες, όπως διεθνικές εταιρείες και ισχυρούς περιφερειακούς οργανισμούς. Έτσι, εν τέλει, πολλοί οδηγήθηκαν στην αμφισβήτηση της αναλυτικής και ηθικής επάρκειας της ρεαλιστικής σκέψης. Παρ’ όλα αυτά, ο ρεαλισμός συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή, προσαρμοζόμενος στην ιστορική συγκυρία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κουσκουβέλης, Η. (2007). Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις. Αθήνα: Ποιότητα.
- Σπυρόπουλος, Γ. (2010). Διεθνείς Σχέσεις; Ρεαλιστική Προσέγγιση; Θεωρία και Πράξη. Αθήνα: Ποιότητα.
- Carr, E. (2011). Η εικοσαετής κρίση 1919 – 1939. Μετάφραση από τα Αγγλικά από Στροίκου, Η. Αθήνα: Ποιότητα. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1939).
- Baylis, J., Smith, S. & Patricia, O. (2013). Η Παγκοσμιοποίηση της Διεθνούς Πολιτικής. Μετάφραση από τα Αγγλικά από Ψευτελή Κοτσυφού, Ε. , Κοτσυφού, Ε., Αθήνα: Επίκεντρο. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 2011).
- Waltz, K. (2011). Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής. Μετάφραση από τα Αγγλικά από Κολιόπουλος, Κ. Αθήνα: Ποιότητα. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1979).