Γράφει η Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου
Θα έπρεπε οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές να κυνηγούν πάντα την οικονομική ωφέλεια, ή θα έπρεπε οι αποφάσεις τους να ρυθμίζονται και από ποιοτικές, μη μετρήσιμες παραμέτρους, όπως είναι η ηθική; Ο homo economicus καθοδηγείται διαρκώς από την ορθολογικότητά και τον εγωκεντρισμό του, που του δείχνουν τον δρόμο προς το μέγιστο δυνατό κέρδος. Αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς στην αγορά αρχίζει να προβληματίζει, από τη στιγμή που η επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος ωθεί σε ενέργειες ηθικά αμφίβολες. Στα διεθνή οικονομικά, το αίτημα ηθικής εκφράζεται, όσον αφορά στις εμπορικές συναλλαγές, από το δίκαιο εμπόριο. Είναι σημαντικό να εξεταστεί το κατά πόσο οι αξιακές επιταγές του δίκαιου εμπορίου εφαρμόζονται στον νευραλγικό κλάδο του ρουχισμού και των υφασμάτων, όπου κυριαρχούν οι πρακτικές της γρήγορης μόδας.
Το δίκαιο εμπόριο επιχειρεί να αναδιανείμει τον πλούτο από τον Βορρά στον Νότο, και συγκεκριμένα από τους ευκατάστατους επιχειρηματίες στις στερημένες κοινότητες που συμβάλλουν καθοριστικά στην παραγωγή των εμπορεύσιμων αγαθών. Με φράσεις-συνθήματα, όπως “trade, not aid”, το κοινωνικό κίνημα που υποστηρίζει το δίκαιο εμπόριο το θεωρεί ικανό να βάλει τις αναπτυσσόμενες χώρες σε καταλυτική αναπτυξιακή τροχιά. Στην πράξη, ο μηχανισμός που διασφαλίζει τα αναδιανεμητικά αποτελέσματα είναι η πληρωμή από τους καταναλωτές τιμών υψηλότερων από τις τιμές αγοράς, με την εγγύηση ότι τα επιπλέον χρήματα θα καταλήξουν απευθείας στους τοπικούς παραγωγούς.
Το δίκαιο εμπόριο στοχεύει στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών για τις κοινότητες-παραγωγούς και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Προς επίτευξη αυτού του τριπλού στόχου, επιδιώκει δομικές μεταρρυθμίσεις στα επιχειρηματικά μοντέλα, θέτοντας στο επίκεντρο την έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ).
Η ΕΚΕ, αν εφαρμοστεί στην κλίμακα του διεθνούς εμπορίου, σημαίνει ότι το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων δεν πρέπει να περιορίζεται στην δημιουργία κέρδους για τους μετόχους τους, αλλά να μετουσιώνεται σε αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ευρύτερη κοινωνική ηθική. Με διαφορετικά λόγια, αποφασιστική για την επιβίωση της επιχείρησης δεν θεωρείται μόνο η ικανοποίηση των συμφερόντων των μετόχων (shareholders), μα και όλων των υπόλοιπων προσώπων που συμμετέχουν στην παραγωγή και την κατανάλωση, όπως είναι οι υπάλληλοι, οι αγοραστές, οι κοινότητες-παραγωγοί (stakeholders). Επομένως, η ΕΚΕ συνυφαίνεται με το δίκαιο εμπόριο και από κοινού διαμορφώνουν μία νέα εικόνα για το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν οι επιχειρήσεις και οι εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να επιδιορθώσουν την κοινωνική αδικία ελλείψει αποκρυσταλλωμένων θεσμών στο παγκόσμιο επίπεδο με την αντίστοιχη εντολή.
Η Παγκόσμια Οργάνωση για το Δίκαιο Εμπόριο (World Fair Trade Organization), με παρουσία σε εβδομήντα έξι χώρες, είναι ο παγκόσμιος φορέας παροχής πιστοποίησης σε κοινωνικές επιχειρήσεις που εξασκούν πιστά τις αρχές του δίκαιου εμπορίου. Οι αρχές του δίκαιου εμπορίου, των οποίων την εφαρμογή ελέγχει η Παγκόσμια Οργάνωση για το Δίκαιο Εμπόριο προκειμένου να πιστοποιήσει τις επιχειρήσεις, είναι δέκα: δημιουργία ευκαιριών για μη προνομιούχους παραγωγούς, διαφάνεια και λογοδοσία, δίκαιες εμπορικές πρακτικές, δίκαιη πληρωμή, απουσία παιδικής και καταναγκαστικής εργασίας, αποχή από διακρίσεις και διασφάλιση ισότητας των φύλων και συνδικαλιστικής ελευθερίας, αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες, ανάπτυξη των δεξιοτήτων των υπαλλήλων και των παραγωγών, προώθηση του δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου και, τέλος, σεβασμός του περιβάλλοντος.
Η γρήγορη μόδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αγκάθι στο δίκαιο εμπόριο. Η βιομηχανία της μόδας είναι η τρίτη μεγαλύτερη παγκοσμίως, ακολουθώντας την αυτοκινητοβιομηχανία και τη βιομηχανία τεχνολογίας. Κάθε χρόνο, στον κόσμο παράγονται περισσότερα από 150 δισεκατομμύρια ρούχα, κάτι που επακόλουθα αναδεικνύει τη βιομηχανία υφασμάτων και ρουχισμού σε έναν από τους μεγαλύτερους συνεισφορείς στο διεθνές εμπόριο.
Περισσότερο από κάθε άλλον τομέα στον κόσμο της τέχνης και στη βιομηχανία, η μόδα είναι εντυπωσιακά συνυφασμένη με τον χρόνο∙ η εγγενής της σημασία απορρέει από την ικανότητά της να παράγει μικρο-τάσεις που πλέον χαρακτηρίζονται ως κεραυνοβόλες και ταχέως αντικαθίστανται από άλλες. Προκειμένου η βιομηχανία να συμβαδίζει με αυτές τις απανωτά αναδυόμενες μικρο-τάσεις στον χώρο του ρουχισμού, απαιτούνται εξίσου γρήγοροι χρόνοι παραγωγής. Έτσι, ειδικά την τελευταία δεκαετία, έχουν αρχίσει να κανονικοποιούνται από τις επιχειρήσεις οι πρακτικές γρήγορης μόδας.
Ο όρος «γρήγορη μόδα» αναφέρεται σε συλλογές ρούχων χαμηλού κόστους που μιμούνται τις τρέχουσες πολυτελείς τάσεις. Έχοντας τις ρίζες της στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1980, η γρήγορη μόδα μεταφέρει ταχύτατα τα νέα σχέδια από τις πασαρέλες στα καταστήματα. Δημοφιλείς μάρκες όπως ZARA και H&M βρίσκονται στην κορυφή των κερδισμένων από τη γρήγορη μόδα επιχειρήσεων, και για αυτό έχουν να ευχαριστήσουν την εφοδιαστική τους αλυσίδα, τις τεχνικές που υιοθετούν για να πολλαπλασιάσουν τις πωλήσεις τους και την τεχνολογία που χρησιμοποιούν για να διεξάγουν λιανεμπόριο. Η μη βιώσιμη μόδα παρέχει στους καταναλωτές, ιδίως των ανεπτυγμένων χωρών, τη δυνατότητα να συγκλίνουν με τον κόσμο της πολυτελούς μόδας, ακόμα κι αν αυτός ο μιμητισμός πλήττει σοβαρά τη βιωσιμότητα. Έτσι, ένα θετικό στοιχείο που μπορεί κάποιος να εντοπίσει σε αυτές τις νέες εξελίξεις στην παραγωγή είναι ότι δύνανται να αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, εκδημοκρατικοποιώντας την υψηλή ραπτική.
Παρόλα αυτά, η βιομηχανία γρήγορου ρουχισμού βρίθει αδικιών και παραβιάζει τα κοινωνικά ήθη που εγκολπώνει το δίκαιο εμπόριο, απολήγοντας σε ένα ανησυχητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και σε αρνητικές κοινωνικοοικονομικές επιδράσεις.
Αρχικά, τα περισσότερα ενδύματα γρήγορης μόδας παράγονται στην Κίνα, το Μπαγκλαντές ή την Ινδία, δηλαδή σε χώρες στο ενεργειακό μείγμα των οποίων κυριαρχεί ο γαιάνθρακας. Η βιομηχανία υφασμάτων και ρουχισμού απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, κάτι που την καθιστά υπεύθυνη για το δέκα τοις εκατό των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα. Επιπλέον, στην παρασκευή των περισσότερων ρούχων χρησιμοποιούνται συνθετικές ίνες που παράγονται από ορυκτά καύσιμα, όπως νάιλον και πολυεστέρας. Η βιομηχανία της γρήγορης μόδας είναι μία από τις πιο καταστροφικές περιβαλλοντικά, σε ό,τι αφορά την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου.
Μία ακόμα επίπτωση της μη βιώσιμης παραγωγικής διαδικασίας της βιομηχανίας είναι η κατάχρηση του νερού. Για την παρασκευή ενός κιλού βαμβακιού, ενδέχεται να χρειαστούν έως και είκοσι χιλιάδες λίτρα νερό. Η υπερβολική αυτή χρήση ασκεί τρομερή πίεση σε έναν πόρο που ήδη σπανίζει, εντείνοντας το φαινόμενο της λειψυδρίας. Οι συνέπειες κατάχρησης του νερού έγιναν ιδιαίτερα προφανείς στην περίπτωση της ερημοποίησης της λίμνης Αράλης, η οποία αποστραγγίστηκε εξαιτίας της παραγωγής βαμβακιού. Αναντίρρητα, μακροπρόθεσμα αυτές οι μέθοδοι θα απομακρύνουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες όλο και περισσότερο από την επίλυση του βασικού οικονομικού προβλήματος, που οφείλεται στην έλλειψη παραγωγικών συντελεστών.
Τέλος, μία ακόμη ουσιαστική περιβαλλοντική επίπτωση της γρήγορης μόδας είναι η προώθηση της κουλτούρας αποβλήτων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που συνιστά τον μεγαλύτερο εισαγωγέα κλωστοϋφαντουργικών και ενδυματολογικών προϊόντων παγκοσμίως, οι πολίτες συνολικά αγόρασαν 6,4 εκατομμύρια τόνους νέων ρούχων το 2015. Συγχρόνως, υπολογίζεται ότι ο μέσος ευρωπαίος αναλογεί σε 11,3 κιλά κλωστοϋφαντουργικών απορριμμάτων σε ετήσια βάση. Πολλές χώρες της Δύσης αποφάσισαν στο παρελθόν να αντιμετωπίσουν αυτήν την αχρήστευση των ρούχων εξάγοντάς τα σε αναπτυσσόμενες χώρες – τακτική μη βιώσιμη, καθώς ο κορεσμός των αγορών με προϊόντα «δεύτερου χεριού» και ο εκτοπισμός της εγχώριας κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής τελικά ώθησαν τα κράτη-εισαγωγείς σε δραστικά προστατευτικά μέτρα.
Εκτός από περιβαλλοντικά ανεύθυνη, η βιομηχανία της γρήγορης μόδας ευθύνεται για παραβιάσεις κοινωνικών αξιών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις 24 Απριλίου 2013, το κτίριο Rana Plaza στο Μπαγκλαντές, που φιλοξενούσε πέντε υφαντουργίες σχετιζόμενες με τις εταιρείες γρήγορης μόδας Margo και Primark, κατέρρευσε. Οι θάνατοι που προκλήθηκαν από αυτό το εργατικό ατύχημα ήταν 1.127, με την πλειονότητα των θυμάτων να αποτελούν νέες γυναίκες. Το Μπαγκλαντές, κατά τη δεκαετία πριν την ισοπέδωση του κτιρίου, βασιζόταν στον μεγάλο πληθυσμό φθηνών εργατικών χεριών που διέθετε για να τροφοδοτήσει τη βιομηχανία ενδυμάτων, η οποία στη συνέχεια, μέσω των εξαγωγών, θα λειτουργούσε ως γεννήτρια οικονομικής ανάπτυξης.
Οι «κακοί» είναι πολλοί: οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες που, δρώντας ορθολογικά, αποζητούν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους∙ το ανεπαρκές διεθνές θεσμικό πλαίσιο, ανεκτικό απέναντι στις απλήρωτες προδιαγραφές ασφάλειας των εργαζομένων∙ η δομή της βιομηχανίας, που πλέον περιλαμβάνει τον εξωπορισμό (outsourcing) ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας, πιέζοντας ασφυκτικά προς την τήρηση χρονικών προθεσμιών και όσο το δυνατόν χαμηλότερου κόστους∙ ο δυτικός φετιχισμός του καταναλωτισμού, ένα νήμα υφασμένο στο σύγχρονο πλέγμα της παγκοσμιοποίησης, το οποίο απαιτεί τη λήψη δραστικών μέτρων από την πλευρά της προσφοράς για την κάλυψη της ολοένα αυξανόμενης ζήτησης.
Το 2022, το Υπουργείο Εργασίας των Ηνωμένων Πολιτειών δημοσίευσε μία έκθεση που αποσκοπεί στο να αποκαλύψει ποια αγαθά σε ποιες αναπτυσσόμενες χώρες παράγονται με συνεισφορά παιδικής ή/και καταναγκαστικής εργασίας. Στον κλάδο των ενδυμάτων, παιδική εργασία χρησιμοποιείται σε εννέα χώρες, ενώ καταναγκαστική εργασία σε οκτώ. Αναλυτικότερα, παιδική εργασία και καταναγκαστική εργασία χρησιμοποιούνται στην Αργεντινή, την Ινδία, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, προκύπτει ότι τουλάχιστον τρεις από τις βασικές αρχές του κινήματος του δίκαιου εμπορίου, (απουσία παιδικής και καταναγκαστικής εργασίας, αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες, σεβασμός του περιβάλλοντος) παραβιάζονται καταφανώς από τη βιομηχανία της γρήγορης μόδας. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο αποτυγχάνουν να επιτελέσουν το κοινωνικό και περιβαλλοντικό καθήκον με το οποίο τις επιφορτίζει η ΕΚΕ.
Με μία πρώτη ματιά, είναι προφανές ότι η μη βιώσιμη μόδα και το δίκαιο εμπόριο είναι έννοιες αντιφατικές. Για τους homines economici, η σχέση ανάμεσα στο κέρδος και την ηθική είναι πολλές φορές αντισταθμιστική, εκτός αν τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τιμές που αντικατοπτρίζουν ηθικές διαδικασίες. Η ίδια αυτή συνθήκη συνεπάγεται μία παράκαμψη του παραδοσιακού τρόπου μελέτης της αγοράς, μέσω των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Ιδίως σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, μπορεί ακόμα να ισχύει ότι αυτή αυξάνεται μπροστά σε μειωμένες τιμές. Στην περίπτωση της μόδας, αντανακλούν κατακριτέες διαδικασίες παραγωγής, αλλά σίγουρα δεν ισχύει μόνο αυτό. Πλέον, μεταξύ των καταναλωτών σημειώνεται ζήτηση για βιώσιμη ένδυση, πίσω από την οποία πρέπει να υπάρχει ένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ευσυνείδητο επιχειρηματικό μοντέλο.
Ο όρος «αργή μόδα» επινοήθηκε το 2007 και έκτοτε έχει κερδίσει την κοινωνική προσοχή. Μεταξύ άλλων, το κίνημα της αργής μόδας έχει τις εξής επιδιώξεις: εισαγωγή των καταναλωτών στην εφοδιαστική αλυσίδα, μέσω διαφάνειας, λογοδοσίας και πληροφόρησης∙ αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα και προστασία των δικαιωμάτων τους∙ δραστική μείωση της αλόγιστης χρήσης πρώτων υλών στην εφοδιαστική αλυσίδα. Ως εκ τούτου, το κίνημα απαιτεί από τις επιχειρήσεις να αναλάβουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές ευθύνες – και πράγματι, ακόμα και οι γνωστότερες εταιρείες γρήγορης μόδας φαίνεται να ανταποκρίνονται. Η εταιρεία ZARA σχεδίασε την πρώτη βιώσιμη γραμμή προϊόντων το 2016 (“Join Life”) και η εταιρεία H&M δεσμεύτηκε να ακολουθήσει ένα σχέδιο μείωσης της χρήσης άνθρακα σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας της, με χρονικό ορίζοντα το έτος 2030.
Θα μπορούσαν αυτές οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις στα επιχειρηματικά μοντέλα να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα, καθιστώντας τις εταιρείες πιο υπεύθυνες κοινωνικά και γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ της γρήγορης μόδας και του δίκαιου εμπορίου; Με το κίνημα της βιώσιμης μόδας να ωθεί ήδη τις πιο δημοφιλείς μάρκες σε αλλαγές, είναι ασφαλές να συμπεράνει κανείς ότι ενδεχομένως η ηθική δεν είναι, εν τέλει, τόσο ασύμβατη με το διεθνές εμπόριο όσο θα αναμενόταν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Todaro, M. και Smith, S. (2022). Οικονομική Ανάπτυξη. Εκδόσεις Τζιόλα.
Brewer, M. (2019). Slow Fashion in a Fast Fashion World: Promoting Sustainability and Responsibility. MDPI. Διαθέσιμο σε: https://www.mdpi.com/2075-471X/8/4/24
Carroll, A. (2016). Carroll’s pyramid of CSR: taking another look. SpringerOpen. Διαθέσιμο σε: https://jcsr.springeropen.com/articles/10.1186/s40991-016-0004-6
Kim, H., Choo, H. και Yoon, N. (2012). The motivational drivers of fast fashion avoidance. Emerald. Διαθέσιμο σε: https://www.emerald.com/insight/content/doi/10.1108/JFMM-10-2011-0070/full/html
Rukhaya, S. κ.α. (2021). Sustainable approach to counter the environmental impact of fast fashion. The Pharma Innovation. Διαθέσιμο σε: https://www.thepharmajournal.com/special-issue?year=2021&vol=10&issue=8S&ArticleId=7336
Taplin, I. (2014). Who is to blame? A re-examination of fast fashion after the 2013 factory disaster in Bangladesh. Emerald. Διαθέσιμο σε: https://www.emerald.com/insight/content/doi/10.1108/cpoib-09-2013-0035/full/html
Walton, A. (2010). What is Fair Trade?. ResearchGate. Διαθέσιμο σε: https://www.researchgate.net/publication/232960851_What_is_Fair_Trade
Zhang, B., Zhang, Y. και Zhou, P. (2021). Consumer Attitude towards Sustainability of Fast Fashion Products in the UK. Sustainability. MDPI. Διαθέσιμο σε: https://www.mdpi.com/2071-1050/13/4/1646
Šajn, N. (2019). Environmental impact of the textile and clothing industry. EPRS, European Parliament. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2019/633143/EPRS_BRI(2019)633143_EN.pdf
European Commission. (2022). Sustainable and Circular Textiles by 2030. Publications Office of the European Union. Διαθέσιμο σε: https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/9f3fc2a6-b02f-11ec-83e1-01aa75ed71a1