Loading...
Latest news
Ιστορία και Πολιτισμός

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η Ελληνική Δικατορία

Γράφει ο Δημήτρης Κανδηλάπτης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η συνταγματική εκτροπή στην Ελλάδα και ανάδυση των συνταγματαρχών στην εξουσία προκάλεσαν ποίκιλες αντιδράσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών. Ορισμένες καταδίκασαν απερίφραστα την επιβολή δικτατορίας σε μια ακόμη ευρωπαϊκή χώρα (πέρα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας), ενώ άλλες διατήρησαν στάση αναμονής, έτσι ώστε να διαμορφώσουν την στάση τους ως προς την νέα ελληνική κυβέρνηση, με βάση την διασφάλιση των συμφερόντων τους. Παρακάτω θα εξετασθούν οι αντιδράσεις των πιο σημαντικών χωρών της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και η στάση της ΕΟΚ.

ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Τα πρώτα κράτη που πήραν ξεκάθαρη θέση, κατά της εφαρμογής της δικτατορίας, ήταν τα Σκανδιναβικά. Πιο αναλυτικά, αυτά προχώρησαν σε ανακοινώσεις βαριάς καταδίκης της Χούντας και αμέσως προσπάθησαν να χτίσουν μια απόσταση με την Ελλάδα. Για τις χώρες αυτές ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε ενσωματωθεί στην πολιτική τους ατζέντα με κυρίαρχο ρόλο σε αυτή, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλα αυτά, σε μια περίοδο, κατά την οποία η διπλωματία αναπτυσσόταν, οι Σκανδιναβικές χώρες δεν τερμάτισαν κατευθείαν τις επίσημες επαφές τους με την Ελλάδα, έως ότου  ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Δεν υπέκυψαν, όμως, ποτέ στις απαιτήσεις των Χουντικών.                   

Οι Βορειοευρωπαίοι, με κύριο εκφραστή των αντιδράσεων τους την Δανία, προχώρησαν, εκτός από τις δηλώσεις και τα λόγια, και  σε πράξεις καταδίκης του καθεστώτος. Πιο συγκεκριμένα, απέστειλαν σχετικό αίτημα στον ΝΑΤΟ, για την αποπομπή της Ελλάδας από την στρατιωτική συμμαχία, αλλά και προσέφυγαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αρχική προσφυγή σε αυτή από τις Σκανδιναβικές χώρες και, στην συνέχεια, από κάποιες ακόμα, είχε σαν τελικό αποτελέσματα την απομάκρυνση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, δύο χρόνια αργότερα το 1969.  Εκτός από τις Σκανδιναβικές χώρες, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, και άλλο ένα πολύ σημαντικό, για την εποχή, κράτος καταδίκασε με σκληρές πράξεις την επιβολή αυταρχικού καθεστώτος στην χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία. Μια άλλη χώρα, η οποία  αντέδρασε άμεσα και καταλυτικά, ήταν η Ολλανδία. Χώρα, η οποία αποτελούσε μια από τις έξι, που απάρτιζαν την ΕΟΚ εκείνη την εποχή και που η στάση της είχε βαρύνουσα σημασία. Μάλιστα, πρωτοστάτησε στην προσπάθεια διπλωματικής απομόνωσης της Ελλάδας έως και το 1974. Στις 8 Μαΐου του 1968 ο αντιπρόσωπος της Ολλανδίας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών, Βαν ντερ Σουλ, έκανε λόγο για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα και καταδίκασε βασανισμούς σε κρατουμένους από την Χούντα.

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Στην αντίπερα όχθη υπήρχαν χώρες, που σε πλήρη αναντιστοιχία με τα Σκανδιναβικά κράτη, αλλά και την Ολλανδία, ιεράρχησαν ως σημαντικότερα τα προσωπικά τους εθνικά συμφέροντα από την ηθική καταδίκη της ανατροπής της δημοκρατίας. Παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας, όπως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, ναι μεν γνωστοποίησαν τον προβληματισμό για την νέα τάξη πραγμάτων, αλλά ποτέ δεν υιοθέτησαν ξεκάθαρη θέση καταδίκης. Η Γαλλία ήταν, ίσως, το μοναδικό κράτος, που είχε τόσο στενές και άμεσες σχέσεις με την ελληνική δικτατορία. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα του Διαφωτισμού ήταν και η μόνη, η οποία συνέχισε να είχε επαφές με την ελληνική κυβέρνηση σε επίσημο υπουργικό επίπεδο και, μάλιστα, ο Υπουργός των εξωτερικών της Γαλλίας πραγματοποίησε και επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό δικαιολογείται από οικονομικούς παράγοντες. Γαλλία και Ελλάδα είχαν σημαντικές εμπορικές σχέσεις, με την πρώτη να προχωράει σε πώληση πολεμικού υλικού στην δεύτερη, κάτι που καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε όφελος να σταματήσει λόγω της επιβολής της Χούντας. Έτσι, οι δύο χώρες συνέχισαν αδιατάραχτες την συνεργασία τους, η οποία και κράτησε ολόκληρη την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα.

Οφέλη από την συνέχιση της διατήρησης επαφών και την συνεργασία με την Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, είχε και η Μεγάλη Βρετανία. Η συγκεκριμένη χώρα βρισκόταν σε καθεστώς αλλαγής, με δεδομένο ότι στην εξουσία βρισκόταν οι Εργατικοί, οι οποίο επικρατήσαν μόλις για δεύτερη φορά στην ιστορία στις εκλογές του 1964. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν οι χειρισμοί του Πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον να είναι αμιγώς προσεκτικοί, τόσο σε θέματα στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, διότι ήξερε ότι διοικούσε ένα ιστορικά συντηρητικό κράτος. Όπως και σε πολλές άλλες χώρες, έτσι και στην Μεγάλη Βρετανία, η είδηση του πραξικοπήματος στην Αθήνα, προκάλεσε έκπληξη και αιφνιδιασμό, τα οποία με την σειρά τους οδήγησαν στην εφαρμογή πολιτικής ουδετερότητας. Η ιστορία, μάλιστα, έδειχνε ότι η Βρετανία δεν είχε κανένα πρόβλημα να διατηρεί ομαλές σχέσεις με χώρες, των οποίων τα πολιτεύματα δεν ήταν άκρως δημοκρατικά. Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, οι εγγυήσεις που λάμβανε η βρετανική κυβέρνηση από την ελληνική, αναφορικά με την διάρκεια που η δεύτερη θα παρέμενε στην εξουσία, προκαλούσε καθησυχασμό. Πιο αναλυτικά, από την μεριά της, η Αθήνα έκανε λόγο για κυβέρνηση-παρένθεση, που ως στόχο είχε την επιβολή πολιτικής ηρεμίας και την άμεση προκήρυξη εκλογών. Ο Χάρολντ Ουίλσον βλέποντας τα, μεγάλης σημασίας, συμφέροντα της χώρας του στη Μεσόγειο να μην είναι απολύτως ασφαλή, ξεκίνησε την σύναψη επαφών με την ελληνική δικτατορική κυβέρνηση. Το θέμα με τη μεγαλύτερη σημασία για την Βρετανία ήταν, χωρίς αμφιβολία, του Κυπριακό ζήτημα. Δεν μπορούσε, επίσης, να παραλειφθεί το γεγονός ότι, όπως και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, έτσι και η συγκεκριμένη, όφειλε ευγνωμοσύνη στους συνταγματάρχες για την πολύ κρίσιμη βοήθεια τους στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, κατά τον οποίο η στρατηγική θέση της Ελλάδας, ήταν καταλυτική για την παρέμβαση του ΝΑΤΟ και την προφύλαξη των συμφερόντων των υπολοίπων κρατών στην περιοχή.

Η πολιτική ιδεολογία του Ουίλσον, όμως, τον οδήγησε πολλές φορές να χρησιμοποιεί βαριές εκφράσεις και χαρακτηρισμούς για τους Χουντικούς στο εσωτερικό της χώρας. Από την άλλη, όμως, είχε αντιληφθεί την αναγκαιότητα για τα βρετανικά συμφέροντα που είχε η διατήρηση ομαλών διαύλων επικοινωνίας με την ελληνική κυβέρνηση. Οι στόχοι της κυβέρνησης Ουίλσον, όσον αφορά την Ελλάδα, ήταν ξεκάθαροι. Κύριες βρετανικές επιδιώξεις ήταν η άμεση επιστροφή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η βέλτιστη αξιοποίηση της στρατηγικής θέσης της Ελλάδας, εντός του πλαισίου του ΝΆΤΟ, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και σαφώς η υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων στο θέμα του Κυπριακού. Οι Βρετανοί διπλωμάτες ανέκαθεν ήταν σε θέση να ασκούν επιρροή στην ελληνική εξωτερική πολιτική στις εξελίξεις του Κυπριακού και ο βρετανός Πρωθυπουργός επιθυμούσε διακαώς την συνέχιση αυτής της κατάστασης. Η ήττα των Εργατικών στις εκλογές του 1970 και η εκ νέου επικράτηση των Συντηρητικών, η οποία έφερε στην πρωθυπουργία του κράτους τον Έντουαρντ Χιθ, μετάλλαξε προς το καλύτερο τις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη βελτίωση των επαφών Ελλάδας-Βρετανίας διαδραμάτισε η αμφίδρομη επιθυμία για εμπορική συνεργασία. Δευτερευόντως σημαντική επίδραση αποτελούσε και ο διορισμός στην ελληνική πρωθυπουργία του έντονα φιλικά προσκείμενου προς την Αγγλία, Σπύρου Μαρκεζίνη.

Παρ’ όλα αυτά, και ενώ οι διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών βρίσκονταν σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, η εξέγερση του Πολυτεχνείου έμελλε να αλλάξει για λίγο την κατάσταση. Με την εκδήλωση των γεγονότων στα μέσα του Νοεμβρίου του 1974, η Συντηρητική βρετανική κυβέρνηση εφάρμοσε την πολιτική αναμονής· περίμενε να δει πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα στην Αθήνα και ύστερα θα τοποθετούταν επίσημα. Ωστόσο, ο ρυθμός εξέλιξης των γεγονότων ξεπέρασε τον πολιτικό σχεδιασμό και, έτσι, μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου, ο Δημήτρης Ιωαννίδης ανατρέπει την κυριαρχία του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Με την σειρά της η κυβέρνηση του Χιθ, επιθυμούσε να λάβει ορισμένες διαβεβαιώσεις από τον νέο δικτάτορα. Όταν ο ίδιος τους ενημέρωσε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει πιστή στις υποχρεώσεις της εντός του ΝΑΤΟ, τότε η βρετανική διοίκηση αναγνώρισε επίσημα το καθεστώς του Ιωαννίδη. Μολονότι επήλθε η αποκατάσταση των σχέσεων, όλα έμελλε να αλλάξουν τρεις μήνες αργότερα. Στις βρετανικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1974στην πρωθυπουργία επέστρεψε ο Χάρολντ Ουίλσον, ο οποίος, αυτήν την φορά, είχε πιο επιθετικές σκέψεις για την δικτατορία στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, ο Βρετανός Πρωθυπουργός, πραγματοποίησε δηλώσεις καταδίκης του καθεστώτος Ιωαννίδη, ενώ, μάλιστα, ακύρωσε και την προκαθορισμένη επίσκεψη βρετανικών πλοίων στην Αθήνα. Τον Ιούλιο του ίδιου έτος και το πραξικόπημα στην Κύπρο βρήκε την Βρετανία να προβαίνει σε μια απλή δήλωση ότι επιθυμεί την συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας για την εύρεση λύσης. Στα γεγονότα της εισβολής στην Μεγαλόνησο, η κυβέρνηση Ουίλσον αρκέστηκε στον ρόλο του απλού παρατηρητή.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΟΚ

Η συνταγματική εκτροπή της 21ης Απριλίου ανέτρεψε τα δεδομένα. Στην αρχή, υπήρξε μια αμηχανία στις τάξεις της ΕΟΚ, η οποία με την σειρά της οδήγησε στην υιοθέτηση μιας στάσης αναμονής ως προς το νέο καθεστώς της Ελλάδας. Την χρονική περίοδο, κατά την οποία έγινε ξεκάθαρη η στάση και η ιδεολογία των νέων κυβερνώντων της χώρας, η Οικονομική Κοινότητα έλαβε κάποιες καθοριστικές αποφάσεις. Στις 10 Μαΐου 1967 προχώρησε στην άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού με τους δικτάτορες, αλλά και στην προσωρινή παύση, των όσων, υπογράφτηκαν έξι χρόνια πριν, στην συμφωνία της Σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν και συμφώνησαν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η στάση αυτή ήταν απολύτως δικαιολογημένη, καθώς, από νομικής πλευράς, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει στην ΕΟΚ. Η ιδρυτική συνθήκη αυτής επιτρέπει την συνεργασία και την συμμετοχή, σε αυτήν, κρατών, τα οποία έχουν θεσπίσει αναγνωρισμένα δημοκρατικά πολιτεύματα. Πολίτευμα, που ήδη από τις πρώτες μέρες παρουσίας τους, οι Χουντικοί, δεν είχαν την διάθεση να  υπηρετήσουν, αλλά και ούτε να το παραδώσουν.  Εκτός της νομικής πλευράς, η στάση αυτή αιτιολογείται και από το γεγονός ότι τα αποτελέσματα και οι καταστάσεις που δημιουργούν τέτοιου είδους αυταρχικά πολιτεύματα ήταν ακόμα πολύ νωπά από τις τραγικές συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ΕΟΚ, όμως, εκείνη την περίοδο, επηρεαζόταν αρκετά από τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα δεν διέθετε ισχυρούς μηχανισμούς μόχλευσης, έτσι ώστε να πράξει κάτι περισσότερο στην περίπτωση της Ελλάδας, εκτός από την παύση της συμφωνίας. Στην περίοδο της επταετίας εφαρμόστηκαν μόνο οι αυτόματες διατάξεις της συμφωνίας, τίποτα όμως που περιελάβανε αμφίδρομη επαφή των δύο μεριών. ΕΟΚ και Ελλάδα υποχρεώθηκαν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι συζητήσεων ξανά το 1972, με αφορμή την ένταξη στον οργανισμό της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Δανίας. Οι δυο τους, διαπραγματεύτηκαν εκ νέου την συμφωνία Σύνδεσης εν συναρτήσει με τα νέα κράτη, τα οποία εισήλθαν στην ΕΟΚ.  Τα εναπομείναντα δύο χρόνια της δικτατορίας η σκληρή στάση της ΕΟΚ, από την οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει κάποια χρήματα, έπαιξε κάποιο ρόλο και στην αλλαγή στρατηγικής από του συνταγματάρχες. Παράλληλα, η ανακοίνωση το 1973 ότι θα πραγματοποιηθούν εκλογές αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τον οργανισμό. Η γενικότερη στάση αυτού, σε ολόκληρη την περίοδο της επταετίας, συνέβαλε τα μέγιστα στην διεθνή απομόνωση της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να προσδίδει ηθική υποστήριξη στους αντιστασιακούς κύκλους. Από την μεριά της, η ελληνική κυβέρνηση, προσπαθούσε, όσο ήταν φυσικά εφικτό, να τηρεί ορισμένους τομείς που υπήρχαν στην συμφωνία Σύνδεσης, καθώς η σύσφιξη των επαφών με την ΕΟΚ αποτελούσε πάγια θέση των συνταγματαρχών. Επιπρόσθετα, στο εσωτερικό της χώρας, προσπαθούσαν να αποτυπώσουν την εικόνα ότι οι σχέσεις με την Κοινότητα βαίνουν καλώς, σε ακόμα μια απόπειρα προπαγανδιστικής επιρροής της κοινής γνώμης. Πάντως, η τάση των Χουντικών προς την ΕΟΚ, δείχνει μια επιθυμία για γενικότερη κατεύθυνση προς την Δύση, παρά για μια πραγματική συνεργασία με την ΕΟΚ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα, το πρωί της 21ης,προκλαέλσε τριγμούς αλλά και διαφορετικές αντιδράσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Πολλές κυβερνήσεις κρατών, μετά τα τραγικά αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν εισάγει στις πολιτικές τους ατζέντες, την αδιαμφισβήτητη προστασία των δημοκρατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με βάση αυτό, χώρες όπως οι Σκανδιναβικές, αλλά και η Ολλανδία καταδίκασαν αμέσως, τόσο με λόγια, όσο και με σκληρές πράξεις το δικτατορικό καθεστώς. Από την άλλη μεριά όμως, οι παραδοσιακοί «παίκτες» της διπλωματίας τήρησαν μια διαφορετική στάση όσον αφορά τους Έλληνες συνταγματάρχες. Βρετανία και Γαλλία, στον βωμό της διασφάλισης των συμφερόντων τους, όχι μόνο ανέχτηκαν ένα τέτοιο καθεστώς, αλλά συνεργάστηκαν άψογα μαζί του, αδιαφορώντας για την γενική κατακραυγή των περισσότερων κρατών ως προς την Ελλάδα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ