Γράφει ο Βασίλειος Μαρκάκης
Η ελληνική έννομη τάξη ενσωμάτωσε την Οδηγία 2014/41/ΕΕ που αφορούσε την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) και κυρώθηκε με τον νόμο 4489/2017. Το εν λόγω νομοθετικό εργαλείο, εντάσσεται στο επίπεδο του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου και αποτελεί την πληρέστερη μορφή ρύθμισης για τη δικαστική συνδρομή ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ουσία πρόκειται για μια αναβαθμισμένη ρύθμιση, η οποία αντικατέστησε τις προϊσχύουσες Αποφάσεις-Πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εντάλματος Δέσμευσης» και του «Ευρωπαϊκού. Εντάλματος Απόδειξης», καθώς αυτές κρίθηκαν αναποτελεσματικές λόγω του αποσπασματικού τους χαρακτήρα στην αντιμετώπιση του ζητήματος.
Η ΕΕΕ, αποτελεί πλέον, το μοναδικό νομοθετικό εργαλείο που ρυθμίζει τη συλλογή, απόκτηση και αξιοποίηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων εντός του χωρικού πεδίου της ένωσης. Η ΕΕΕ έχει υιοθετήσει την αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης που ακολουθείται και από την Απόφαση-Πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης» (ΕΕΣ). Η συγκεκριμένη αρχή, ενώ διατυπώνεται ρητά για πρώτη φορά στην ΕΕΕ, δεν εφαρμόζεται με απεριόριστη ισχύ, καθώς εξισορροπείται, ως προς τον διωκόμενο, από την αρχή της αναλογικότητας και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του.
Αναλυτικότερα, η ΕΕΕ βασίζεται στην προσπάθεια υλοποίησης ενός συνεκτικού και ενιαίου πλαισίου νομικής αντιμετώπισης του ζητήματος από τα κράτη μέλη. Πλέον, αποτελεί το νομοθετικό εργαλείο εντός του οποίου εμπίπτουν όλα τα ερευνητικά μέτρα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Το διευρυμένο πεδίο εφαρμογής της ΕΕΕ γίνεται ευκολότερα κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς ότι με τον όρο «ερευνητικά μέτρα» λογίζονται όλες οι ανακριτικές πράξεις που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Ειδικότερα, στο δεύτερο τμήμα που αναφέρει τις ανακριτικές πράξεις και δη, στα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 178 ΚΠΔ και σε οποιαδήποτε έτερα αποδεικτικά μέτρα προβλέπονται από ειδικό δικονομικό νόμο. Θεμιτό είναι να αναφερθεί πως ως προς την ισόρροπη και δίκαιη εφαρμογή του μέτρου, ο Έλληνας νομοθέτης, εισάγει στο άρθρο 251 § 2 ΚΠΔ τη ρητή τήρηση της αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος.
Την αρμοδιότητα έκδοσης της ΕΕΕ, η οποία αποτελεί δικαστική απόφαση, έχουν όλες οι ανακριτικές αρχές του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών όπως ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο ακόμα και κατά το στάδιο εκδίκαση της ποινικής διαδικασίας. Σημαντική πρωτοτυπία, του εν λόγω μέτρου , αποτελεί η δυνατότητα που παρέχεται στον ύποπτο ή κατηγορούμενο να ζητήσει εκ μέρους του έκδοση ΕΕΕ ασκώντας το δικαίωμα της υπεράσπισής του. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, όμως, δεν ενημερώνεται από τις αρχές για την έκδοση ΕΕΕ εις βάρος του. Μέτρο που κρίνεται αναγκαίο καθώς δικαιολογείται από τη μυστικότητα που διέπονται τα περισσότερα ερευνητικά μέτρα που πρόκειται να ασκηθούν.
Στις άξιες μνείας διατάξεις, είναι η δυνατότητα εφαρμογής της ΕΕΕ και κατά τον διοικητικό έλεγχο μίας παράβασης, με την προϋπόθεση η παράβαση του κανόνα δικαίου να στοιχειοθετεί και κάποιο ποινικό αδίκημα, τέτοιες παραβάσεις θεωρούνται π.χ. αυτές που προβλέπονται στο γερμανικό δίκαιο ως παραβάσεις τάξεως (Ordungswidrigkeiten). Επίσης, προς αποφυγή καταχρηστικών και εκδικητικών εφαρμογών της ΕΕΕ η Οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να κρίνουν την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της εφαρμογής της, σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και συνάμα παρέχει τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης της ΕΕΕ σε περίπτωση που η απόφαση δεν έχει εκδοθεί στα πλαίσια μιας ποινικής διαδικασίας, εάν το μέτρο δεν προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης για παρόμοιου είδους υποθέσεις. Ως προς την ταχύτερη εφαρμογή του μέτρου, προβλέπεται η έκδοση απόφασης εντός 30 ημερών για αναγνώριση ή εκτέλεση και η αμελλητί εκτέλεση εντός 90 ημερών, παρέχεται δε δυνατότητα επέκτασης της προθεσμίας κατά 30 ημέρες το ανώτερο. Τέλος στο τέταρτο κεφάλαιο της Οδηγίας εισάγεται η καινοτομία για τη χρήση σύγχρονων μεθόδων ανάκρισης. Σε αυτές εντάσσονται α) η εξέταση με τηλεφωνική διάσκεψη, με εικονοτηλεδιάσκεψη, καθώς και με τη χρήση οποιουδήποτε οπτικοακουστικού μέσου μετάδοσης, β) η παροχή πληροφοριών που αφορούν τραπεζικούς ή άλλους λογαριασμούς, καθώς και των συναλλαγών τους, γ) γενικότερα η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο (παρακολούθηση), δ) η διεξαγωγή μυστικών ερευνών και ε) η παρακολούθηση όλων των μέσων τηλεπικοινωνίας.
Προς αποφυγή παρερμηνείας των Ευρωπαϊκών δικαστικών αποφάσεων, στο σημείο αυτό, θεωρείται δέον να διαχωρίσουμε την ΕΕΕ από το ΕΕΣ. Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι στη δεύτερη περίπτωση οι δικαστικές αποφάσεις αφορούν καταδικαστικές κρίσεις και κατ’ επέκταση εντάλματα σύλληψης, τα οποία θεωρούνται εκτελεστέα καθώς εκδίδονται μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας. Ενώ στην ΕΕΕ οι αποφάσεις προέρχονται από το στάδιο της προδικασίας, κατά το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη η αναζήτηση των αληθινών περιστατικών, ως εκ τούτου δεν θεωρούνται τετελεσμένα δικανικά προϊόντα άλλα προπαρασκευαστικά μέτρα κατά τη διερεύνηση μιας υπόθεσης. Η κυριότερη διαφορά τους, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι στο ΕΕΣ η διαδικασία στέρησης της ελευθερίας του κατηγορουμένου είναι εκτελεστέα σε όλα τα κράτη μέλη και μάλιστα με ομοιόμορφο τρόπο. Ενώ στην περίπτωση της ΕΕΕ τα ερευνητικά μέτρα παρατηρείται ότι παρουσιάζουν πλουραλισμό ως προς το είδος τους, τον βαθμό καταναγκασμού και εκτελούνται από το κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο του.
Η ΕΕΕ αποτελεί το πλέον σύγχρονο και προηγμένο νομοθετικό εργαλείο, το οποίο ενισχύει την αποτελεσματικότητα στον τομέα της διακρατικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης. Η διατήρηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, αποτελεί κατευθυντήριο άξονα, όμως εξισορροπείται καθώς αναφέρονται ρητά σημαντικοί περιορισμοί, οι οποίοι ανάγονται σε υπέρτερες δικαιϊκές αξίες και αρχές. Η διασφάλιση της ενωσιακής δημόσιας τάξης (ordre public), η πρόβλεψη παροχής δυνατότητας στον ύποπτο ή κατηγορούμενο για εφαρμογή του μέτρου προς όφελος του, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και η δυνατότητα που παρέχεται στο κράτος εκτέλεσης να προσφύγει σε διαφορετικά ερευνητικά μέτρα αποτελούν σημαντικά καινοτόμα βήματα στην κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης και αποδοτικότερης διακρατικής συνεργασίας των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις. Τα παραπάνω αποτελούν την προστιθέμενη αξία της Ευρωπαϊκής Οδηγίας και αποτελούν τον εξισορροπητικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις θεμελιώδεις αρχές των δικαίων των κρατών και του ενωσιακού δικαίου, στην προσπάθεια της διασυνοριακής απόδειξης. Φυσικά, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ενεργή ανάμιξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η ωρίμανση της σκέψης στη διακρατική συνεργασία, εφόσον ήδη για μια δεκαετία εκτελείται η Απόφαση-Πλαίσιο για το ΕΕΣ. Εν κατακλείδι, θα πρέπει να αναφερθεί πως η παραπάνω Οδηγία φέρνει τα κράτη μέλη ένα βήμα πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στον τομέα της δικαιοσύνης, σεβόμενη τις επιμέρους εθνικές αρχές δικαίου.
Βιβλιογραφία
Θωμάς Σάμιος (επιμ.), Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Κώδικας τσέπης 5, 22η έκδ., Αθήνα, Π.Ν. Σάκκουλας, 2022.
Τζαννετής, Α. (2018).Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας, Ποινικά Χρονικά.
https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=celex:32014L0041 ,ανακτήθηκε 30/04/2023
http://www.esdi.gr/nex/images/stories/pdf/epimorfosi/2021/daskalopoulos_2021.pdf ,ανακτήθηκε 30/04/2023