Γράφει ο Αλέξανδρος Φυσέκης
Ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος των ΗΠΑ κατά την περίοδο 2009-2017, ανέλαβε καθήκοντα σε μια περίοδο βαθύτατης οικονομικής κρίσης, της σημαντικότερης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης που έχουν βιώσει ποτέ οι ΗΠΑ. Επομένως, η βασική επιδίωξη του κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του, ήταν η διάσωση της οικονομίας από την ύφεση. Ωστόσο, παρά την κρίση αυτή σε καμία περίπτωση δεν παραμέλησε την εξωτερική πολιτική της χώρας, καθώς και σε αυτόν τον τομέα οι εξελίξεις προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς. Ο τότε Πρόεδρος, ανέλαβε καθήκοντα κατά την περίοδο άνθισης της Αραβικής Άνοιξης. Ο όρος Αραβική Άνοιξη, χρησιμοποιήθηκε για να αποτυπώσει την πεποίθηση της Δύσης ότι τα αραβικά κράτη μπορούν να γίνουν δημοκρατικά. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το ισλαμικό κράτος και να ξεσπάσει ο πόλεμος που ταλαιπωρεί τόσο τη Συρία, όσο και το Βόρειο Ιράκ τα τελευταία χρόνια.
Η εισβολή στο Ιράκ, είχε προκαλέσει δυσαρέσκεια στον μουσουλμανικό κόσμο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Ομπάμα κατά τους πρώτους μήνες της Προεδρίας του, το 2009, πραγματοποίησε επισκέψεις σε μουσουλμανικές χώρες. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, πραγματοποίησε την πρώτη και σημαντικότερη, για τον ίδιο, επίσκεψη στην Τουρκία , την οποία θεωρούσε υπόδειγμα της μουσουλμανικής θρησκείας, τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Βέβαια αυτό ίσχυε πριν την μεταστροφή του Ερντογάν, ο οποίος κατά τα επόμενα χρόνια ακολούθησε αυταρχική πολιτική. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, επισκέφτηκε την Αίγυπτο και προχώρησε στην περίφημη ομιλία του Καΐρου, μέσω της οποίας επιθυμούσε να επιλυθεί το Παλαιστινιακό ζήτημα και να βελτιωθούν οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης. Απώτερος σκοπός αυτής της πράξης ήταν η αντιμετώπιση και η σταδιακή εξαφάνιση της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Η αραβική άνοιξη ξεκίνησε από την Τυνησία με την πτώση του καθεστώτος του Zine el-Abidine Ben Ali και από την Αίγυπτο, μετά την αποχώρηση του Χόσνι Μουμπάρακ. Σε αντίθεση με την Τυνησία, η Αίγυπτος ήταν κομβικός σύμμαχος των ΗΠΑ, καθώς αποτελούσε το μέσο για την ασφάλεια του Ισραήλ. Η σημασία της Αιγύπτου ήταν καθοριστική, με αποτέλεσμα οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν στην περιοχή να διχάσουν τις ΗΠΑ. Ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν και ο Υπουργός Άμυνας Γκέιτς, φοβούνταν ότι η επανάσταση θα κατέληγε σε αντιδυτικό καθεστώς και ότι η εγκατάλειψη του Μουμπάρακ θα δημιουργούσε προβλήματα αξιοπιστίας. Από την άλλη πλευρά, οι νεότεροι αξιωματούχοι τάχθηκαν υπέρ των διαδηλωτών και άρα υπέρ της δημοκρατίας. Με τους τελευταίους τάχθηκε και ο Ομπάμα. Η στάση του Προέδρου ενθάρρυνε τους διαδηλωτές, οι οποίοι ανάγκασαν σε παραίτηση τον Μουμπάρακ στις 11 Φεβρουαρίου του 2011.
Μετά την Αίγυπτο και την Τυνησία, ακολούθησε η Λιβύη, στην οποία οι εξελίξεις ήταν ταχύτατες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει άμεσα θερμό επεισόδιο, καθώς ο δικτάτορας Καντάφι ήταν αποφασισμένος να επέμβει αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Ομπάμα δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος και αποφάσισε να επέμβει με στρατιωτικά μέσα, αλλά υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ. Ακολούθησε την πολιτική της πληροφόρησης και της κατασκοπείας, χωρίς να πραγματοποιούν οι ΗΠΑ τις αεροπορικές επιθέσεις, αλλά η Γαλλία και η Βρετανία. Ήθελε να αποφύγει τα γεγονότα του Βιετνάμ και να μην αναλάβουν οι ΗΠΑ όλο το βάρος της επίθεσης αλλά να υποστηριχτούν και από τους συμμάχους. Ο Καντάφι έπεσε τον Αύγουστο του 2011 και μετά από δύο μήνες δολοφονήθηκε.
Το 2011 η Αραβική Άνοιξη επεκτάθηκε και στη Συρία. Στα μέσα του έτους, η διαμάχη μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο, που εξακολουθεί να ταλανίζει τη διεθνή πολιτική μέχρι και σήμερα. Ως εκ τούτου, υπήρχαν και στην περίπτωση της Συρίας δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Στην μία πλευρά ήταν ο Μπασάρ Ασάντ, ο οποίος ήταν μουσουλμάνος με τάσεις στήριξης προς τους σιίτες και όχι τους σουνίτες. Έτσι, το καθεστώς του Ασάντ είχε ως συμμάχους το σιιτικό Ιράν και το σιιτικό Ιράκ, καθώς και τη σιιτική Χεζμπολάχ του Νοτίου Λιβάνου. Στο αντίπαλο στρατόπεδο ήταν αντικαθεστωτικές δυνάμεις που επιθυμούσαν ανατροπή του Ασάντ και υποστηρίχθηκαν από τα κράτη του Περσικού Κόλπου και τη Σαουδική Αραβία.
Ο Ομπάμα δεν ήθελε να επέμβει άμεσα στρατιωτικά, σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιούσε χημικά όπλα ο Ασάντ. Τον Αύγουστο του 2013, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ πληροφορήθηκαν για μυστική χρήση χημικών όπλων. Ωστόσο, παρά την αρχική πρόθεση του να επέμβει αν χρησιμοποιηθούν χημικά, ο Ομπάμα δεν επενέβη. Η απόφαση αυτή αμφισβητήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κοινή γνώμη, διότι πολλοί θεώρησαν ότι αν είχαν επέμβει στρατιωτικά οι ΗΠΑ, θα είχε αποτραπεί η άνοδος του ISIS. Επίσης, δεν θα είχε επέμβει η Ρωσία και πιθανότατα θα είχε τερματιστεί η διαμάχη. Ο Ομπάμα αιτιολόγησε την απόφαση του λέγοντας ότι ο Ασάντ δεν απειλούσε άμεσα τα συμφέροντα των ΗΠΑ και έτσι δεν μπορούσε να δικαιολογήσει μια στρατιωτική επέμβαση. Ακόμη, ένας ανασταλτικός παράγοντας ήταν και η έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στη Λιβύη, μετά το θάνατο του Καντάφι. Στο ζήτημα της Ρωσίας δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι πιθανή επέμβαση της θα την έβλαπτε, όπως έβλαψε τις ΗΠΑ η εμπλοκή στο Ιράκ.
Το 2014, το ISIS εξαπλώθηκε σημαντικά, καταλαμβάνοντας τη Μοσούλη και έκτοτε στράφηκε προς τη Βαγδάτη. Ωστόσο, η ραγδαία αυτή εξάπλωση του ανακόπηκε εκεί. Ο Ομπάμα παρακολουθώντας τις εξελίξεις τόνισε ότι οι Άραβες οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη επί του οίκου τους και δεν επενέβη ούτε σε αυτή την περίπτωση. Η απόφαση αυτή πάρθηκε, διότι πίστευε ότι η τόσο ταχεία άνθιση του Ισλαμικού Κράτους θα το οδηγήσει σε οικονομική εξουθένωση. Ο Ομπάμα δικαιώθηκε για αυτή την πρόβλεψη, καθώς στα τέλη του 2014 ακολούθησε οικονομική παρακμή, η οποία ενισχύθηκε και από την πτώση της τιμής του πετρελαίου. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ με μία κίνηση ματ πίεσε τη Βαγδάτη να πάψει να πληρώνει μισθούς και συντάξεις στις περιοχές που ελέγχονταν από το Ισλαμικό Κράτος, οδηγώντας το σε οικονομική εξαθλίωση.
Η εξωτερική πολιτική του Ομπάμα στη Μέση Ανατολή, κατά τη περίοδο της Αραβικής Άνοιξης, βασίστηκε στις τέσσερις προσεγγίσεις της Αμερικανικής Πολιτικής. Αυτές ήταν οι εξής: ο ρεαλισμός που δίνει έμφαση στις πραγματικές απειλές και τα εθνικά συμφέροντα. Επίσης, ο απομονωτισμός, που οι ΗΠΑ εφάρμοσαν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους και ο οποίος πλέον εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο. Ακόμη, υπήρχε ο φιλελεύθερος επεμβατισμός που χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα για την επίτευξη των στόχων και τέλος ο φιλελεύθερος διεθνισμός που θέτει την πολυμερή συνεργασία μεταξύ των κρατών ως τρόπο αντιμετώπισης των κρίσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, ο Ομπάμα βασίστηκε στον ρεαλισμό κατά κύριο λόγο και στον φιλελεύθερο επεμβατισμό στην περίπτωση της Λιβύης
Η θητεία του Ομπάμα ολοκληρώθηκε το 2017. Όμως, ο πόλεμος της Συρίας εξακολουθούσε να ταλανίζει τη διεθνή πολιτική. Επιπλέον, η Λιβύη βρισκόταν ακόμη σε δυσμενή κατάσταση, καθώς δεν είχε καταφέρει να διαχειριστεί το θάνατο του Καντάφι. Τα πολλαπλά μέτωπα στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που βίωσαν οι ΗΠΑ κατά την Προεδρία του, δημιούργησαν προβλήματα στον Ομπάμα. Ωστόσο, παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να έχουν τις λιγότερες δυνατές απώλειες στις διαμάχες που ξέσπασαν στη Μέση Ανατολή. Έτσι, ήταν η πρώτη φορά που φάνηκε με βεβαιότητα ότι τα τεκτενώμενα του Βιετνάμ και η κακή διαχείριση της κατάστασης από πλευράς ΗΠΑ ανήκαν πια στο παρελθόν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Chas, W. Freeman, Obama’s Foreign Policy and the Future of the Middle East, Middle East Policy Counsil, Διαθέσιμο εδώ
- Hisham Melhem, Obama’s Tarnished Legacy in the Middle East, The Cairo review of Global Affairs, Διαθέσιμο εδώ
- Ian Black, Barack Obama, the Arab Spring and a series of unforeseen events, The Guardian, 21/10/2012, Διαθέσιμο εδώ
- Megan O’Toole, The Middle East that Obama left behind, Aljazeera, 09/11/2016, Διαθέσιμο εδώ
- Michael Mandelbaum, Mortimer Zuckerman, Obama and the Middle East, The Washington Institute for Near East Policy, 16/10/2009, Διαθέσιμο εδώ
- Shadi Hamid, Islamism, the Arab Spring, and the Failure of America’s Do-Nothing Policy in the Middle East, The Atlantic, 09/10/2015, Διαθέσιμο εδώ
- Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η Αμερικανική Πολιτική από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ στον Ντόναλντ Τραμπ, Εκδόσεις Ποιότητα
- Πηγή εικόνας: Διαθέσιμη εδώ