Γράφει ο Θεόδωρος Φαλελάκης
Η τρίτη φάση της νομολογίας του Δικαστηρίου: τα δικαιώματα της ιθαγένειας της ΕΕ και η εξάρτηση των ανηλίκων
Στην υπόθεση Carpenter για πρώτη φορά το Δικαστήριο αναγνώρισε τα δικαιώματα των εξαρτώμενων ανηλίκων τέκνων να απολαμβάνουν τα δικαιώματα της ιθαγένειας με τους γονείς τους. Η Mary Carpenter ήταν υπήκοος τρίτης χώρας που έλαβε άδεια για να μείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο για έξι μήνες, αλλά παρέμεινε, παντρεύτηκε τον κύριο Carpenter, δεν υπέβαλε αίτηση για παράταση και διατάχθηκε η απέλασή της. Ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της ταξιδεύει για να παρέχει υπηρεσίες, και αυτό μπορούσε να το κάνει πιο εύκολα γιατί η ίδια ήταν αυτή που φρόντιζε τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο. Ισχυρίστηκε λοιπόν ότι η απέλασή της θα χώριζε την οικογένεια και θα περιόριζε το δικαίωμα του συζύγου της να εργάζεται παρέχοντας υπηρεσίες, ενώ και η ίδια η επιχείρησή του θα επηρεαζόταν. Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την έννοια του effetutile και έκρινε ότι είναι σαφές ότι ο χωρισμός του κυρίου και της κυρίας Carpenter θα ήταν επιζήμιος για την οικογενειακή τους ζωή και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες ο κ. Carpenter ασκεί μια θεμελιώδη ελευθερία. Αυτή η ελευθερία δεν θα μπορούσε να είναι πλήρως αποτελεσματική εάν ο κ. Carpenter αποτρεπόταν από την άσκησή της λόγω εμπόδιων όπως είναι η είσοδος και η διαμονή της συζύγου του. Επιπλέον, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απομάκρυνση ενός ατόμου από χώρα όπου ζουν στενά μέλη της οικογένειάς του αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ και η απόφαση απέλασης της κυρία Carpenter θεωρήθηκε ότι δεν ήταν ανάλογη. Αξίζει να τονιστεί βέβαια ότι σε αυτήν την περίπτωση, το Δικαστήριο χειρίστηκε την Carpenter ως μία υπόθεση ελεύθερης κυκλοφορίας από οικονομική άποψη, χρησιμοποιώντας τον νόμο ως τρόπο προστασίας μίας συζύγου υπηκόου τρίτης χώρας.
Επιπλέον, στην υπόθεση Zhu and Chen, η κυρία Chen, κινέζικη υπήκοος, όταν ήταν έξι μηνών έγκυος ταξίδεψε στη Βόρεια Ιρλανδία και γέννησε, προκειμένου το παιδί της να αποκτήσει ιρλανδική υπηκοότητα και να εξασφαλίσει για τον εαυτό της και το παιδί της δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν υπήρξε κατάχρηση του δικαίου της Ε.Ε. και η κ. Chen δεν επιβάρυνε το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους διαμονής, καθώς διέθετε σαφώς τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους και τη σχετική ασφάλιση υγείας. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι έπρεπε να της χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής διότι η άρνηση θα οδηγούσε στο να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα τα δικαιώματα του Ευρωπαίου παιδιού της που απορρέουν από την Συνθήκη.
Επίσης, μια από τις πιο γνωστές υποθέσεις από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ιθαγένεια της Ε.Ε. είναι η υπόθεση του Ruiz Zambrano. Ο Zambrano ήταν Κολομβιανός υπήκοος, ο οποίος κατάφερε να πάρει άδεια παραμονής 3 μηνών από τη βελγική πρεσβεία στην Κολομβία και πήγε στο Βέλγιο με τη γυναίκα του και το πρώτο τους παιδί, επίσης Κολομβιανοί υπήκοοι, αλλά η άδεια παραμονής του έληξε και παρέμεινε στο Βέλγιο παράνομα και παράλληλα ενώ δεν είχε άδεια εργασίας, συνήψε μόνιμη σύμβαση πλήρους απασχόλησης με εταιρεία. Η σύζυγός του γέννησε το δεύτερο και το τρίτο παιδί στο Βέλγιο που απέκτησαν τη βελγική υπηκοότητα, σύμφωνα με τον Κώδικα Βελγικής Ιθαγένειας. Όταν υπέβαλε νέα αίτηση για τακτοποίηση της άδειας διαμονής και εργασίας τους αναφέροντας ως νέο στοιχείο τη γέννηση των παιδιών τους, απορρίφθηκε. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το δεύτερο και το τρίτο παιδί του Zambrano έχουν βελγική ιθαγένεια και, ως εκ τούτου, απολαμβάνουν το καθεστώς του πολίτη της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ αποκλείει εθνικά μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν τους πολίτες της Ένωσης από την πραγματική απόλαυση της ουσίας των δικαιωμάτων που τους παρέχονται λόγω της ιδιότητάς τους ως πολιτών της Ένωσης. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το μέτρο της άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής και εργασίας σε υπήκοο τρίτης χώρας με εξαρτώμενους ανήλικους πολίτες της Ε.Ε. έχει ως αποτέλεσμα να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης με τους γονείς τους και, κατά συνέπεια, οι πολίτες της Ε.Ε. δεν θα μπορούν να ασκήσει την ουσία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις Συνθήκες.
Στην περίπτωση του Rottman, το Δικαστήριο για πρώτη φορά αξιολόγησε άμεσα τους κανόνες ιθαγένειας των κρατών μελών υπό το φως του δικαίου της Ένωσης. Ο Rottman ήταν αρχικά Αυστριακός πολίτης από τη γέννησή του και το 1995 μετακόμισε στη Γερμανία μετά από έρευνες για απάτη από το Περιφερειακό Ποινικό Δικαστήριο του Γκρατς, το οποίο εξέδωσε εθνικό ένταλμα σύλληψης κατά αυτού. Ο Rottmann υπέβαλε αίτηση για γερμανική υπηκοότητα, αλλά απέκρυψε τις έρευνες που εκκρεμούσαν εναντίον του στην Αυστρία και έλαβε πιστοποιητικό πολιτογράφησης στις 5 Φεβρουαρίου 1999, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της αυστριακής του υπηκοότητας. Οι γερμανικές αρχές ακύρωσαν την πολιτογράφηση αναδρομικά επειδή ο αιτών απέκτησε την γερμανική εθνικότητα με εξαπάτηση των αρχών. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ανάκληση της πολιτογράφησης και η τοποθέτηση θέσης απώλειας του καθεστώτος του πολίτη της Ε.Ε. εμπίπτει στο δίκαιο της Ε.Ε.. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το δίκαιο της Ε.Ε. δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να ανακαλέσει την πράξη χορήγησης της ιθαγένειάς του σε πολίτη της Ε.Ε., ιθαγένεια την οποία ο ενδιαφερόμενος απέκτησε μετά την ιθαγένεια χάρη σε εξαπάτηση, υπό τον όρο ότι η απόφαση ανάκλησης είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας την οποία εναπόκειται να καθορίσει το εθνικό δικαστήριο. Για την εκτίμηση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις συνέπειες που συνεπάγεται η απόφαση για τον ενδιαφερόμενο ως προς την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, ιδίως για τα μέλη της οικογένειάς του, τη βαρύτητα του αδικήματος και τη δυνατότητα ανάκτησης της αρχικής του ιθαγένειας.
Στις ως άνω περιπτώσεις, δειλά αλλά αξιοσημείωτα, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αρχίζει να αγγίζει την εθνική ιθαγένεια, ιδίως όσον αφορά τις συνέπειες που επιφέρει η εθνική ιθαγένεια σε σχέση με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια όταν της απονέμεται και χάνεται. Αυτή είναι η τελευταία γραμμή της νομολογίας του Δικαστηρίου και πλέον το Δικαστήριο με τις αποφάσεις Dano και Alimanovic έρχεται να απαντήσει στην κριτική ότι θίγει το εθνικό σύστημα πρόνοιας κάθε κράτους μέλους παίρνοντας μια πιο συντηρητική τροπή στη νομολογία του.
Η τέταρτη φάση της νομολογίας του Δικαστηρίου: μια στροφή στη συντηρητική νομολογία
Το Δικαστήριο μπορεί να έκρινε ότι η νομολογία του για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι υπερβολική, με αποτέλεσμα το κράτος πρόνοιας να επιβαρύνεται με επιδοτούμενο τουρισμό, ο οποίος με κάποιο τρόπο πρέπει να αποκοπεί. Η ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι δημιούργησε το φαινόμενο του τουρισμού παροχών και το Δικαστήριο φαίνεται πρόσφατα να υποχωρεί και να προϋποθέτει πρόσθετους όρους σχετικά με την πρόσβαση των ανενεργών πολιτών σε κοινωνικά επιδόματα στην υπόθεση Dano. Η Ε. Dano και ο γιος της Florin έχουν και οι δύο ρουμανική υπηκοότητα και έχουν εισέλθει στη Γερμανία και μένουν στο διαμέρισμα μιας αδερφής της Ε. Dano που τους παρέχει τα προς το ζην. Η κα Dano λαμβάνει, για τον γιο της Florin, επίδομα συντηρούμενου τέκνου και επίσης προκαταβολή διατροφής για αυτό το παιδί. Η Ε. Dano δεν έχει επαγγελματική δραστηριότητα στη Γερμανία ή τη Ρουμανία και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι έχει αναζητήσει εργασία. Η Γερμανία απέρριψε την αίτησή της για αυτές τις παροχές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν πρέπει να δημιουργεί την πιθανότητα τα παραπάνω άτομα να επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ένα κράτος μέλος πρέπει επομένως να έχει τη δυνατότητα, να αρνηθεί να χορηγήσει κοινωνικές παροχές σε οικονομικά ανενεργούς πολίτες της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία αποκλειστικά και μόνο για να αποκτήσουν κοινωνική αρωγή από άλλο κράτος μέλος, ενώ οι ίδιοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να διεκδικήσουν δικαίωμα διαμονής. Ως εκ τούτου, η απόφαση Dano κατέστησε σαφές ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αιτήσεις για κοινωνική πρόνοια πολιτών της Ε.Ε. όταν αυτοί δεν έχουν πρόθεση να εργαστούν ή δεν μπορούν να συντηρηθούν. Ομοίως, στην υπόθεση Alimanovic το Δικαστήριο έκρινε ότι απαγορεύεται στα άτομα που αναζητούν εργασία στην Ε.Ε. να έχουν πρόσβαση σε κοινωνικά επιδόματα όταν ο κύριος στόχος τους δεν είναι να εργαστούν στην αγορά εργασίας αλλά να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Αυτό βέβαια είχε ως συνέπεια το εξής: για να μπορούν να διεκδικήσουν ίση μεταχείριση με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές, θα πρέπει να εξεταστεί, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, εάν οι μη οικονομικά ενεργοί πολίτες της Ένωσης βρίσκονται ή όχι σε μια κατάσταση όπως αυτή της Dano. Δηλαδή θα πρέπει να πληρούται η υποχρέωση του μη οικονομικά ενεργού πολίτη της Ένωσης να διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του να έχουν κάποιο δεσμό με το κράτος μέλος υποδοχής. Σε αυτές τις αποφάσεις υπάρχει σαφής απόρριψη από το Δικαστήριο, σε σύγκριση με την προηγούμενη νομολογία του για την αρχή της μη διάκρισης, καθιστώντας το δικαίωμα σε βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας μη διαθέσιμο για όσους δεν έχουν επαρκείς πόρους για να φροντίσουν τον εαυτό τους.
Συμπέρασμα
Ομολογουμένως, με την ως άνω νομολογία το ΔΕΕ καθόρισε δύο διαφορετικές κατηγορίες πολιτών της Ε.Ε.. Πρώτον, από την μία κατατάσσονται όσοι δεν είναι οικονομικά ενεργοί και, επομένως, δεν μπορούν να απολαύσουν τις πιο γενναιόδωρες διατάξεις των Συνθηκών σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και εάν θεωρούνται ότι αποτελούν βάρος του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές και δεύτερον, από την άλλη κατατάσσονται όσοι έχουν μεν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία, μπορεί να μην το έκαναν ποτέ, αλλά παράλληλα είναι ευνοημένοι καθώς μπορούν να επικαλεστούν τις διατάξεις της ιθαγένειας της Ε.Ε. όταν ένα εθνικό μέτρο του κράτους μέλους καταγωγής τους έχει στερήσει την απόλαυση της ουσίας των δικαιωμάτων της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, η νομολογία του Δικαστηρίου δημιούργησε το φαινόμενο ενός δικαιώματος να αποτελεί προνόμιο μόνο για τους μη φτωχούς, στο βωμό της δυνητικής προστασίας των συστημάτων πρόνοιας, παρά το γεγονός ότι ουσιωδώς συνδέεται με το θεμελιώδες καθεστώς των πολιτών της Ε.Ε.. Τελικά φαίνεται ότι το Δικαστήριο, ενώ προσπάθησε να καταπολεμήσει την αντίστροφη διάκριση για τους εθνικούς πολίτες από την μία, δημιούργησε το ίδιο μια άλλη διάκριση από την άλλη για τους Ευρωπαίους πολίτες που εισέρχονται σε ένα άλλο κράτος μέλος γέρνοντας την ζυγαριά υπέρ των πρώτων.
Πηγή εικόνας:
Βιβλιογραφία
Chalmers, D., Davies, G., & Monti, G. (2014), European Union Law: Text and Materials, 3rd ed., Cambridge: Cambridge University Press, p. 473.
Craig P. & De Búrca G. (1998), Eu law: text cases and materials, 2nd ed., Oxford University Press, p. 864.
De Witte, F. (2019). Freedom of Movement Needs to Be Defended as the Core of EU Citizenship. In: Bauböck, R. (eds) Debating European Citizenship. IMISCOE Research Series. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-319-89905-3_19).
Horspool, M., Humphreys, M., and Wells-Greco, M., European Union Law (Core Texts Series), 9th ed., Oxford University Press, pp. 347, 351.
Weatherill, S. (2016)., Cases and materials on EU law, 12th ed., Oxford University Pressp. 422.
Νομολογία
Case C-135/08, Judgment of the Court (Grand Chamber) of 2 March 2010, Janko Rottman v Freistaat Bayern, §42, 56-59.
Case C-200/02, Judgment of the Court (Full Court) of 19 October 2004, Kunqian Catherine Zhu and Man Lavette Chen v Secretary of State for the Home Department, §28.
Case C‑333/13, Judgment of the Court (Grand Chamber), 11 November 2014, ElisabetaDano and Florin Dano v Jobcenter Leipzig, §78.
Case C-34/09, Judgment of the Court (Grand Chamber) of 8 March 2011, Gerardo Ruiz Zambrano v Office national de l’emploi (ONEm), §40, 42, 44.
Case C-60/00, Judgment of the Court of 11 July 2002, Mary Carpenter v Secretary of State for the Home Department, §17, 21, 39, 41-45.
Case C-67/14, Judgment of the Court (Grand Chamber) of 15 September 2015, Jobcenter Berlin Neukölln v NazifaAlimanovic and Others.