Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η ενσωμάτωση του περιεχομένου του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Γράφει ο Οδυσσέας Κοψιδάς

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ

Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, ακριβώς γιατί η ίδια η φύση του δικαιώματος επ’ αυτής, είναι ιδιαίτερη, καθώς απαιτεί τη συνύπαρξη στα πλαίσια του τελικώς αποτυπωμένου έργου πνευματικής δημιουργίας, δύο στοιχείων: ενός πνευματικού – άυλου (σκέψη, έμπνευση, ιδέα, σύλληψη) και ενός υλικού – ενσώματου (αποτύπωση του πνευματικού – άυλου στοιχείου). Λόγω ακριβώς αυτής της ιδιαίτερης φύσης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία το καθιστά ευάλωτο σε προσβολές, ανακύπτει η αναγκαιότητα οριοθέτησης του πεδίου ποινικής καταστολής των αξιόποινων πράξεων προσβολής αυτού, ώστε αφενός να παρέχεται αποτελεσματική προστασία του προστατευόμενου εννόμου αγαθού και αφετέρου να μην διολισθαίνει αυτή σε τιμώρηση συμπεριφορών, μη θιγουσών εν τοις πράγμασι το προστατευόμενο έννομο αγαθό.

Ο εντοπισμός του εννόμου αγαθού που προστατεύεται με τη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 2121/1993, συναρτάται ευθέως με τη συζήτηση στο χώρο του αστικού και εμπορικού δικαίου σχετικά με τη νομική φύση του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας  και την ευρύτερη κοινωνική συζήτηση αναφορικά με την ιδιαιτερότητα της σχέσης που ιδρύεται ανάμεσα στον πνευματικό δημιουργό και το έργο του, ως άυλο αγαθό[1]. Συνοπτικά, έχουν υποστηριχθεί θεωρίες που προσομοιάζουν το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία με αυτό της κυριότητας, θεωρίες που παίρνουν ως θεμέλιο την προσωπικότητα του δημιουργού και τέλος, θεωρίες που χαρακτηρίζουν πνευματική ιδιοκτησία ως δικαίωμα ανεξάρτητο και ιδιόμορφο. Οι τελευταίες θεμελιώνουν, το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία, τόσο στην περιουσιακή όσο και στην ηθική σχέση του δημιουργού με το έργο του.

Η άποψη που χαρακτηρίζει το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας ως ιδιόμορφο δικαίωμα είναι μάλλον κρατούσα στην ελληνική θεωρία[2]. Μεταξύ δημιουργού και έργου υπάρχει έννομη σχέση πρωτότυπης υπαγωγής του έργου στο δημιουργό του. Από τη σχέση αυτή πηγάζει μια δέσμη ηθικών και περιουσιακών δικαιωμάτων.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ

Αντικείμενο προσβολής είναι το πνευματικό έργο ως άυλο αγαθό . Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 2121/1993 τονίζει ότι προστατεύονται τα πνευματικά δημιουργήματα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, τονίζοντας τα δύο βασικά στοιχεία της έννοιας του έργου, τη μορφή και την πρωτοτυπία. Το έργο θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα πνευματικής δημιουργίας που προέρχεται από άνθρωπο. Ως μορφή νοείται η αντιληπτή με τις αισθήσεις, εμφάνιση ενός έργου στον εξωτερικό κόσμο (γραπτός λόγος, μουσική, θέατρο, άγαλμα κ.λπ.). Εξ’ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο νόμος δεν προστατεύει την ιδέα για τη γένεση του πνευματικού δημιουργήματος[3]. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση προστασίας ενός έργου, είναι αυτό να διακρίνεται από πρωτοτυπία. Στην ελληνική θεωρία[4] και νομολογία[5], κρατούσα είναι η άποψη, κατά την οποία η πρωτοτυπία εντοπίζεται λόγω της συνολικής πνευματικής – δημιουργικής εντύπωσης, χάρη στην οποία το έργο παρουσιάζει «στατιστική μοναδικότητα» (ατομικότητα), έτσι ώστε να διακρίνεται από τα διανοητικά προϊόντα της ανθρώπινης καθημερινότητας.

Η ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66  Ν. 2121/1993

Η προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας συνιστά έγκλημα υπαλλακτικά μικτό[6], ενόψει των προβλέψεων του  άρθρου 66 παρ. 1 του ν. 2121/1993. Οι πράξεις που περιγράφονται συνιστούν επιμέρους εξουσίες των δικαιωμάτων του πνευματικού δημιουργού, που όταν τελούνται  από τρίτο μη δικαιούχο πρόσωπο, διώκονται ποινικά. Ειδικότερα, ως πράξεις που προσβάλλουν το περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού, έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη αυτές της εγγραφής έργων ή αντιτύπων, αναπαραγωγής αυτών (με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, προσωρινό ή μόνιμο, εν όλω ή εν μέρει και με οποιαδήποτε μορφή), μετάφρασης, διασκευής, προσαρμογής ή μετατροπής αυτών, διανομής τους στο κοινό με πώληση ή άλλους τρόπους, κατοχής τους με σκοπό διανομής, εκμίσθωσης, δημόσιας εκτέλεσης, ραδιοτηλεοπτικής τους μετάδοσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρουσίασης τους στο κοινό, εισαγωγής αντιτύπων που παρήχθησαν στο εξωτερικό και γενικότερα εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων, χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου και κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.       

 Η παράγραφος 1 του αρθρου 66  αφορά εκείνον το δράστη που με την πράξη του ενήργησε «χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων». Αμέσως ανακύπτει το ερώτημα αν ο όρος αυτός αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή ιδρύει λόγο άρσης του αδίκου, με απώτερες συνέπειες στο πεδίο της πλάνης (στην πρώτη περίπτωση πραγματική, στη δεύτερη περίπτωση νομική). Για το ζήτημα αυτό έχουν υποστηριχτεί και οι δύο απόψεις. Η προβληματική συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα παραδοχής ή μη των λεγόμενων ειδικών στοιχείων του αδίκου. Ως ειδικά στοιχεία του αδίκου λογίζονται έννοιες, τις οποίες ο νομοθέτης εντάσσει στη νομοτυπική μορφή της βασικής διάταξης που περιγράφει την εγκληματική συμπεριφορά, παρά το γεγονός ότι αρνητικά διατυπωμένες σε ξεχωριστή διάταξη, θα αποτελούσαν αυτοτελώς ειδικούς λόγους άρσης του αδίκου (π.χ. «αθέμιτα» στο άρθρο 370Β ΠΚ[7]).

Το αδίκημα, όπως τυποποιείται στην παράγραφο 1, είναι τυπικό και όχι εκ του αποτελέσματος: αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ολοκληρώνεται με μόνη την ενέργεια αυτή καθεαυτή που περιγράφεται ως αξιόποινη – δεν απαιτείται για τη θεμελίωση του αξιόποινου πραγμάτωση παραπέρα αποτελέσματος, όπως να πουληθεί λ.χ. το κλεψίτυπο ή να προσέλθει τελικώς πελάτης στο νυχτερινό κέντρο, όπου λαμβάνει χώρα άνευ αδείας δημόσια εκτέλεση του έργου .

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ-ΕΠΙΣΗΜΗ ΤΕΛΕΤΗ

Η προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας πραγματώνεται, κατά την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 66 ν. 2121/1993, και στις περιπτώσεις δημόσιας εκτέλεσης πνευματικών έργων. Δημόσια, κατά το άρθρο 3 παρ. 2, είναι η εκτέλεση που κάνει το πνευματικό έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, ανεξαρτήτως από το εάν τα πρόσωπα αυτά του ευρύτερου κύκλου βρίσκονται στον ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους.         

ΟΙ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 ΠΑΡ. 3 Ν. 2121/1993

Η παράγραφος 3 του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 προβλέπει διακεκριμένες περιπτώσεις τέλεσης του εγκλήματος της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα στο εδ. α΄ της ανωτέρω παραγράφου προβλέπεται διακεκριμένη πλημμεληματική μορφή (φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 2 έως 10 εκατ. δρχ.), στη περίπτωση που το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις πράξεις των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 66 είναι ιδιαίτερα μεγάλη.        

ΣΥΡΡΟΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 Ν. 2121/1993 ΜΕ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο πεδίο της συρροής εγκλημάτων είναι το πρόβλημα της συρροής των αδικημάτων του άρθρου 66 ν. 2121/1993 με το έγκλημα της πλαστογραφίας (άρθρο 216 ΠΚ).

Η νομολογία αρχικά υιοθέτησε τη λύση της αληθινής συρροής, βασίζοντας την άποψή της στην ετερότητα των εννόμων αγαθών (περιουσιακό / ηθικό δικαίωμα δημιουργού – υπόμνημα)[8]. Όμως, από τη στιγμή που για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 216 ΠΚ απαιτείται ο δράστης να καταρτίσει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ζήτημα εγείρεται σχετικά με το κατά πόσο η κάθε αναπαραγωγή υλικού φορέα είναι από μόνη της αρκετή, ώστε να αποδώσει το πνευματικό έργο σε συγκεκριμένο εκδότη/δημιουργό (εγγυητική λειτουργία εγγράφου). Μόνο στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για πλαστογραφία, καθόσον μόνο τότε δηλώνεται ψευδώς στον καταναλωτή ότι το αντίγραφο π.χ. ενός δίσκου, παρήχθη από το δικαιούχο εκμετάλλευσης του, ενώ στην πραγματικότητα παρήχθη από μη δικαιούχο. Στη περίπτωση δηλαδή που κάποιος αναπαράγει ένα πνευματικό έργο χωρίς δικαίωμα π.χ. ένα μουσικό κομμάτι σε ένα CD, δίχως να αντιγράφει και εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του CD που δηλώνουν τον δικαιούχο εκμετάλλευσης (δημιουργό, δισκογραφική εταιρία κ.λπ.), η πράξη του δεν καλύπτει την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 216 ΠΚ, παρά μόνον αυτήν του άρθρου 66 ν. 2121/1993.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μερίδα της θεωρίας χαρακτηρίζει τη συρροή των πράξεων του άρθρου 66 ν. 2121/1993 και του άρθρου 216 ΠΚ ως φαινομενική υπέρ του πρώτου, είτε διότι η τελευταία είναι ειδικότερη αυτής της πλαστογραφίας[9], είτε, ως βαρύτερα τιμωρούμενη, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας απορροφά την τελεσθείσα πλαστογραφία[10].

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι οι αρχικοί δικαιούχοι δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, όσο και πρόσωπα – φορείς συγγενικών δικαιωμάτων, έχουν βρει μία σημαντική, προωθημένη ασπίδα προστασίας με το ν. 2121/1993. Το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας οριοθετείται, προσδιορίζεται, ρυθμίζεται, κατοχυρώνεται και διασφαλίζεται πολύ δε περισσότερο στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς, που οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις βάλλουν όσο ποτέ κατά των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων.  Ειδικά, ως προς το κομμάτι της ποινικής προστασίας (κυρίως, άρθρο 66 ν. 2121/1993), ο νομοθέτης φαίνεται περισσότερο προσεκτικός, επιμελής και οργανωμένος, αναφορικά πάντα με το προϊσχύσαν δίκαιο και κυρίως τις ήπιες ποινές που προέβλεπε το άρθρο 16 του παλαιότερου Νόμου 2387/1920. Οι όποιες νομοθετικές ατέλειες και αστοχίες μπορούν να καλυφθούν αφενός με την εύστοχη εφαρμογή του νόμου από τα δικαστήρια και αφετέρου με την επεξεργασία τους από τη θεωρία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

– Βαγενά Ε., Νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία κατ’ άρθρο ερμηνεία (Επιστημονική επιμέλεια Κοτσίρης Λ.-Σταματούδη Ε.), 2009

– Καϊάφα-Γκμπάντι Μ./Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Νομολογιακές εφαρμογές Ειδικών Ποινικών Νόμων, 2008

– Καλλινίκου Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 2008

– Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2011

– Κουμάντος Γ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 1991

– Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο (Επιτομή Γενικού Μέροςυ- Άρθρα 1-49 ΠΚ), Ζ’ Έκδοση (Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.), 2005

– Μυλωνόπουλος Χρ., Ποινικό δίκαιο γενικό μέρος I, 2007

– Νούσκαλης Γ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΑθ 78574/2001, ΠοινΔικ 2002, 1163 επ

– Ουρούμπεης Γ., Ποινική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, 2000


[1] Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2011, σελ. 123 επ., Κουμάντος Γ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 1991, σελ. 43 επ.

[2] Κοτσίρης Λ., ό.π., σελ. 128, Κουμάντος Γ., ό.π., σελ. 47

[3] Καλλινίκου Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 2008, σελ. 33

[4] Καλλινίκου Δ., ό.π., σελ. 35

[5] ΑΠ 196/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠλημΙωαν 294/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[6] Ουρούμπεης Γ., Ποινική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, 2000, σελ. 91

[7] Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο (Επιτομή Γενικού Μέροςυ- Άρθρα 1-49 ΠΚ), Ζ’ Έκδοση (Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.), 2005, σελ. 604 επ.. Βλ. και Ουρούμπεη Γ., ό.π., σελ. 105

[8] ΣυμβΟλΑΠ 203/1989, ΠοινΧρ 1989, 809, ΣυμβΠλημΑθ 410/2000, ΠοινΔικ 2001, 501

[9] Ουρούμπεης Γ., ό.π., σελ. 134 επ.

[10] Νούσκαλης Γ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΑθ 78574/2001, ΠοινΔικ 2002, 1163 επ.