Γράφει ο Ιωάννης Πιτένης
Πρόσφατα, η Ελληνική Δημοκρατία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, σε συνεργασία με το Κυπριακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ενσωμάτωσε την κοινοτική Οδηγία 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11ης Μάϊου 2016[1], η οποία αφορά στις δικονομικές εγγυήσεις που είναι απαραίτητο να λαμβάνονται στην περίπτωση των παιδιών που θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, στο πλαίσιο ασφαλώς των διαφόρων ποινικών διαδικασιών. Πρόκειται για μία διεύρυνση του «Οδικού Χάρτη» που το Συμβούλιο εξέδωσε μέσω ψηφίσματος στις 30 Νοεμβρίου του 2009, για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες[2].
Σκοπός της εν λόγω Οδηγίας είναι η θέσπιση όλων των δικονομικών εγγυήσεων που απαιτούνται ώστε τα παιδιά, δηλαδή άτομα κάτω των 18 ετών, που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι και υφίστανται την ψυχοφθόρα διαδικασία της ποινικής δίωξης, να έχουν την δυνατότητα να κατανοήσουν και να παρακολουθήσουν την διαδικασία, ασκώντας παράλληλα το θεσμοθετημένο δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη. Επιπλέον, τίθεται ως στόχος η αποτροπή της διάπραξης νέων εγκλημάτων εκ μέρους των παιδιών, όπως και η επανένταξή τους στην κοινωνία.
Η Οδηγία, καθώς και ο νέος νόμος, συμβαδίζουν θα λέγαμε με την γενικότερη επιδίωξη της Ένωσης σε ό, τι αφορά τα δικονομικά ζητήματα και πιο συγκεκριμένα, την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν σε ποινικές υποθέσεις. Έτσι, κατοχυρώνονται καλύτερα τα δικαιώματα των πολιτών και προωθείται ειδικότερα το δικαίωμα στην ανεμπόδιστη κυκλοφορία σε όλα τα κράτη της Ένωσης.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του συγκεκριμένου νόμου γιατί απευθύνεται σε νεαρά, ανήλικα, άτομα με όλες τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν γι’ αυτή την ηλικία, δημιουργώντας έτσι ένα ‘’πλέγμα’’ ασφαλείας, με μία περισσότερο φιλική προς τα παιδιά διαδικασία και δικαιοσύνη. Αυτό, διασφαλίζεται μέσα από το άρθρο 24 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης)[3], όπου περιγράφεται πως το κυριότερο μέλημα των Οδηγιών και κατ’ επέκταση της Ένωσης, είναι η προστασία του υπέρτατου συμφέροντος των παιδιών.
Σημαντική βεβαίως, είναι και η δημιουργία των ανάλογων προϋποθέσεων, ώστε το παιδί που χαρακτηρίζεται ως ύποπτος ή κατηγορούμενος, μετά το πέρας της διαδικασίας, ή της εφαρμογής της ποινής, να μπορεί να επανενταχθεί κανονικά στην κοινωνία και να αναπτύξει κανονικά τις κοινωνικές του δεξιότητες. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει η δυνατότητα το παιδί να εντάσσεται κανονικά στην κοινωνία και να μην στιγματίζεται όπως συνήθως συμβαίνει με τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε ανάλογες ποινικές διαδικασίες.
Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι ο νέος νόμος εφαρμόζεται και σε άτομα που αν και έχουν ήδη συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, τα αδικήματα εξ αιτίας των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ύποπτοι ή κατηγορούμενοι ή απλώς ως καταζητούμενο τελέστηκαν την περίοδο που ήταν ακόμα παιδιά, και έτσι δίνεται η δυνατότητα να κριθούν για το κατά πόσο τα εν λόγω πρόσωπα είναι ώριμα ή ευάλωτα για να αντιμετωπίσουν τις ποινικές διαδικασίες. Το βασικό μέλημα είναι το να κατανοήσει το παιδί τις γενικές πτυχές της διαδικασίας, έχοντας λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Θα πρέπει, δηλαδή, να επεξηγούνται όλα τα δικονομικά στάδια των ποινικών διαδικασιών, υπό το πρίσμα πάντα της διευκόλυνσης της ποινικής διαδικασίας, ώστε το παιδί να έχει μία συνολική εικόνα ως προς το τι συμβαίνει και τι αντιμετωπίζει.
Η πρόσβαση σε δικηγόρο, αποτελεί μία βασική δικονομική αρχή που προκύπτει από την εφαρμογή της Οδηγίας 2013/48 [4], πόσο μάλλον για τα παιδιά που είναι περισσότερο ευάλωτα και δεν μπορούν πάντοτε να κατανοήσουν σε απόλυτο βαθμό την ποινική διαδικασία. Θα πρέπει να συνοδεύονται πάντοτε από δικηγόρο, κάτι που διασφαλίζεται είτε από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα του παιδιού είτε από το ίδιο το παιδί εφόσον είναι ικανό. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν τον δικηγόρο, ώστε το παιδί να επικουρείται πάντοτε.
Σημαντική παράμετρο, επίσης, αποτελεί η διαδικασία κατά την οποία ένα παιδί ήταν αρχικά μάρτυρας σε μία υπόθεση και μέσα από την αστυνομική εξέταση ή από την εξέταση άλλης αρχής, προκύπτει ότι είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος. Εάν λοιπόν ένα παιδί δεν θεωρούνταν αρχικά ύποπτος ή κατηγορούμενος και για οποιοδήποτε λόγο εκ των υστέρων καταστεί ύποπτος ή κατηγορούμενος, πρέπει να έχει το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, όπως επίσης και το δικαίωμα σιωπής, όπως προβλέπεται τόσο στο ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, όσο και μέσα από την ερμηνεία και την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνέπεια αυτού είναι, η αναστολή της διαδικασίας και της εξέτασης, ώσπου το παιδί να ενημερωθεί αναλυτικά για το τι σημαίνει να είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος και να λάβει τις υπηρεσίες του δικηγόρου δικηγόρου όπως επιτάσσει η Οδηγία και αναλύθηκε παραπάνω.
Η παρουσία του δικηγόρου, διασφαλίζει ότι θα τηρηθούν όλες οι νόμιμες διαδικασίες, μεταξύ των οποίων και αυτή που αφορά το απόρρητο της επικοινωνίας ανάμεσα στον εντολέα και τον συνήγορο. Κατά αυτόν τον τρόπο υπάρχει ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, η οποία με τη σειρά της αποτελεί απαραίτητο συστατικό του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Είναι υποχρέωση των κρατών μελών να σέβονται και να τηρούν απαρέγκλιτα το απόρρητο των συναντήσεων και όλων των μορφών επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του παιδιού, όπως επίσης και να επιτρέπουν στα παιδιά που κρίθηκαν προφυλακιστέα ή δεν έχουν τρόπο επικοινωνίας, να επικοινωνούν με τον δικηγόρο τους.
Τέλος, τα παιδιά πρέπει να έχουν το δικαίωμα της ατομικής αξιολόγησης, πριν υποστούν τις συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης. Είναι απολύτως αναγκαίο να προσδιορίζονται οι ανάγκες των παιδιών και το αν πρέπει να προστατευτούν κατάλληλα, μέσα από ειδικά μέτρα για την ποινική διαδικασία. Τα παιδιά πρέπει να εκπαιδευτούν και να καταρτιστούν κατάλληλα για να μπορέσουν να επανενταχθούν στην κοινωνία. Η ατομική αξιολόγηση θα πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με την ποινή που πρόκειται να επιβληθεί εάν το παιδί κριθεί ένοχο για το εκάστοτε αδίκημα.
Η θέσπιση και η εφαρμογή του Ν. 4689/2020, είναι μείζονος σημασίας, καθώς αναφέρεται σε μία κατηγορία ατόμων που είναι αρκετά ευάλωτα και βρίσκονται σε μία ευαίσθητη ηλικία όταν χαρακτηρίζονται ως ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον ένα παιδί, επηρεάζεται σε απόλυτο βαθμό από την ψυχοφθόρα κατάσταση που δημιουργεί μία ποινική διαδικασία. Είναι λοιπόν σημαντικό τα παιδιά να αντιμετωπίζονται με συγκεκριμένο τρόπο και να διασφαλίζεται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ότι προάγεται με κάθε τρόπο το καλώς εννοούμενο συμφέρον των παιδιών αυτών. Συγχρόνως, βασικό και απαραίτητο στόχο θα πρέπει ν’ αποτελεί και η κοινωνική επανένταξη των παιδιών, μέσω της -με κάθε σύννομο τρόπο- προστασίας τους κατά τη διάρκεια των οποιονδήποτε ποινικών διαδικασιών.
Πηγές:
- Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Οδηγία (Ε.Ε.) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μάϊου 2016, L 132/1, 21.05.2016 Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32016L0800
- Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 295, 4.12.2009. σελ. 1 Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=OJ%3AC%3A2009%3A295%3ATOC
- Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 202/389, 7.06.2016, Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex:12016P/TXT
- Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 , σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, L 294/1, 6.11.2013, Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=CELEX%3A32013L0048
[1] Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 132/1, 21.05.2016 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32016L0800
[2] Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 295, 4.12.2009. σελ. 1 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=OJ%3AC%3A2009%3A295%3ATOC
[3] Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 202/389, 7.06.2016, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex:12016P/TXT
[4] Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 294/1, 6.11.2013, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=CELEX%3A32013L0048