Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η ειρήνη του Κάμπ Ντέιβιντ και τα αποτελέσματα της στις σχέσεις Ισραήλ-Αιγύπτου.

Γράφει ο Νεκτάριος Σχοινάς

Αναμφίβολα, η ευρύτερη ζώνη της Μέσης Ανατολής αποτελεί μία πολύπαθη και γεμάτη αναταραχές περιοχή. Ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την γενικότερη επιθυμία των Αραβικών λαών για απόταξη των αποικιοκρατών, γεννήθηκε ένα αίσθημα αφύπνισης του αραβικού κόσμου, που εκφράσθηκε με την ανάπτυξη και εξάπλωση ενός αραβικού εθνικισμού που επεδίωξε με αξιώσεις να ορίσει την θέση του Αραβικού κόσμου στην νέα μεταπολεμική εποχή.  Η μελέτη και ανάλυση του Αραβικού κόσμου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς απαιτεί βαθιά σφαιρική γνώση όχι μόνον των γεωπολιτικών συνθηκών που διαμορφώνονται αλλά και των θρησκευτικών δυναμικών και διαφοροποιήσεων που αιτιολογούν και κινούν τα νήματα στην Μέση Ανατολή.

Τεταμένες, ανά τα χρόνια, ήταν και οι σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου και γενικότερα του Αραβικού κόσμου με το Ισραήλ. Οι σχέσεις Ισραήλ-Αιγύπτου δεν ήταν ποτέ οι καλύτερες, καθώς έχουν συγκρουσθεί στο πεδίο της μάχης ουκ ολίγες φορές  σε μια σειρά από πολέμους τα έτη 1959, 1967 και 1973. Εκ των βασικότερων αιτιών εκτός των άλλων, όπως της ενίσχυσης της ισχύος τους και της θέσης τους στην ευρύτερη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής, είναι και το γνωστό Παλαιστινιακό ζήτημα, το οποίο συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να αποτελεί ένα ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα που δεν έχει αντιμετωπιστεί με την απαιτούμενη συνέπεια.

Ο εξωτερικός παράγοντας στην σχέση Ισραήλ-Αιγύπτου

Τόσο το Ισραήλ όσο και η Αίγυπτος είχαν την υποστήριξη των Αμερικανών και της ΕΣΣΔ αντιστοίχως. Οι δύο υπερδυνάμεις επεδίωκαν με τα δικά τους μέσα την ικανοποίηση των συμφερόντων τους και της ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής τους στα κράτη της Μέσης Ανατολής, επιλέγοντας να μην κάνουν χρήση της στρατιωτικής οδού που θα μπορούσε να αποδειχθεί αποσταθεροποιητική για όλο το διεθνές οικοδόμημα. Η ΕΣΣΔ είχε αναπτύξει σχέσεις με την Αίγυπτο, το Ιράκ ,την Λιβύη , την Νότια Υεμένη, την Συρία και την Αλγερία. Το ζήτημα των εντάσεων μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου ήταν από τα λίγα παγκοσμίως ανοικτά μέτωπα όπου οι δύο ισχυρότεροι δρώντες του διεθνούς συστήματος είχαν πάρει σαφή θέση ενός εκ των δύο, με την Αμερική και την Δυτική κοινή γνώμη να τάσσεται υπέρ του Ισραήλ και  την ΕΣΣΔ υπέρ της Αιγύπτου.

Εντούτοις, η αλλαγή στην Αιγυπτιακή ηγεσία το 1970 με τον Ανουάρ Σαντάτ να γίνεται Πρόεδρος και κυρίαρχος του κράτους, αν και αρχικώς έμοιαζε με μία τυπική αλλαγή προσώπων στην επικρατούσα άρχουσα δύναμη της χώρας, στην συνέχεια φάνηκε πως έφερε σημαντικές αλλαγές και γενικότερη αλλαγή κατεύθυνσης και δη στην εξωτερική πολιτική σε σχέση με τον προκάτοχό του Γκαμάλ Αμπντέλ αλ Νάσερ. Ειδικότερα, ο Σαντάτ αν και είχε υπογραφθεί σύμφωνο φιλίας με την ΕΣΣΔ το 1971, αποφάσισε έναν χρόνο περίπου αργότερα το 1972, να διακόψει τις διπλωματικές επαφές με την ΕΣΣΔ ανοίγοντας διάπλατα τον χώρο στην Αμερική για  έναρξη στενότερων διπλωματικών σχέσεων.

Από την σύγκρουση , στην σύμπραξη για ειρήνη..

Το 1973 ο οξυδερκής Σαντάτ θα οδηγήσει την Αίγυπτο σε πολεμική σύγκρουση  με το Ισραήλ επιδιώκοντας να πάρει πίσω τα εδάφη που είχε κατακτήσει το Ισραήλ με τον Πόλεμο των έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967 τόσο από την Αίγυπτο, όσο και από την Ιορδανία και το Ισραήλ. Με τον πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ είχε αποκτήσει όλα τα παλαιστινιακά εδάφη από τα προαναφερθέντα κράτη καθώς και τα Υψίπεδα του Γκολάν από την Συρία και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο. Ο πόλεμος του 1973 είχε ξεκάθαρο στόχο για τον Σαντάτ. Η Αίγυπτος μαζί με τη Συρία πέτυχαν να εισχωρήσουν  αποφασιστικώς στις κεκτημένες  από το Ισραήλ περιοχές, από τον Πόλεμο του 1967, παίρνοντας αυτά τα εδάφη σε πρώτο βαθμό μέχρι και την αναμενόμενη αντεπίθεση. Η αντεπίθεση των Ισραηλινών υπήρξε καταιγιστική και συνάμα ουσιαστική, όμως ο Σαντάτ πέτυχε αυτό που ήθελε, να περάσει στην διπλωματική αρένα τον πόλεμο με το Ισραήλ. Εκτός των άλλων, κατάφερε να καταδείξει στους Ισραηλινούς ότι η χώρα του αποτελεί μια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη, ικανή να προκαλέσει καίρια πλήγματα ανά πάσα στιγμή. Αποτέλεσμα των διπλωματικών διεργασιών ήταν η επιστροφή τμημάτων εδαφών από τα Υψίπεδα του Γκολάν στην Συρία και της Χερσονήσου του Σινά στην Αίγυπτο.

Η στροφή της Αιγυπτιακής Ηγεσίας υπό τον Σαντάτ σε στενή συνεργασία με την Αμερικανική κυβέρνηση οδήγησε στα τέλη της δεκαετίας του 70’ στην ανήκουστη για τα αραβικά δεδομένα αναγνώριση του Ισραήλ και την σύναψη συμφωνιών  Ειρήνης στην εξοχική κατοικία του προέδρου των Η.Π.Α Τζίμι Κάρτερ στo Κάμπ Ντέιβιντ, παρόντων του Σαντάτ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μέναχεμ Μπέγκιν. Η διαμεσολάβηση των Η.Π.Α στην συμφωνία ήταν καθοριστική και αποδείχθηκαν καρποφόρες οι προσπάθειες που είχαν ξεκινήσει επί προεδρίας Νίξον στις αρχές της δεκαετίας του 70’. Για την γενικότερα προβληματική εξωτερική πολιτική της Αμερικής του Κάρτερ(κατάρρευση του Σάχη, ευρεία επέκταση Σοβιετικών καθεστώτων), η συμφωνία ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ αποτέλεσε την μεγαλύτερη επιτυχία τους.

Τα αποτελέσματα της συμφωνίας

Η αναγνώριση του Ισραήλ από την Αίγυπτο το 1977 είχε ως στόχο την επίτευξη της ειρήνης στην περιοχή. Ενδεικτικό αυτού ήταν και η δήλωση του Σαντάτ ότι θα έφτανε μέχρι το τέλος του κόσμου ή ακόμη θα πήγαινε και μέχρι τα Ιεροσόλυμα για συζητήσεις που θα έφερναν την ειρήνη στην περιοχή.  Στην αντίπερα όχθη και με την επίτευξη των συμφωνιών του Κάμπ Ντέιβιντ το 1978 (οριστικοποιήθηκε το 1979), το Ισραήλ επέστρεψε στην Αίγυπτο όλα τα υπόλοιπα κατεχόμενα εδάφη που είχε από τον πόλεμο του 1973 και δεν είχε προηγουμένως επιστρέψει. Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν εύκολες και συχνά κυριαρχούσαν παρεξηγήσεις και καχυποψία ανάμεσα στα δύο μέρη. Οι Παλαιστίνιοι δεν αναγνώριζαν το Ισραήλ μεν, οι Αιγύπτιοι δε αναγνώριζαν τόσο την αμερικανική επικυριαρχία όσο και την επικράτηση των Ισραηλινών στο πεδίο της μάχης.

Εν κατακλείδι, οι σχέσεις των δύο κρατών μέσα σε λίγα χρόνια πέρασαν από την απόλυτη μετωπική σύγκρουση(1970-1973), στην ολική απεμπλοκή και εντέλει στην υπογραφή συμφωνίας ειρήνης(1978-1979). Στην θεωρία της Πολιτικής Ηγεσίας τονίζεται η κρίσιμη στιγμή της ύπαρξης του κατάλληλου ανθρώπου την κατάλληλη στιγμή στο σωστό μέρος, στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Ανουάρ Σαντάτ που είχε να επιδείξει εξαιρετικές διπλωματικές τακτικές και στρατηγικές αρετές, κάνοντας παράλληλα χρήση και των αυξημένων αρμοδιοτήτων του σαν Προέδρου. Η αραβική πολιτική και κοινωνική σκηνή κρίθηκε ανέτοιμη να αποδεχτεί τις επιλογές του Σαντάτ, κάτι που οδήγησε στην δολοφονία του το 1981. Ο Σαντάτ επικρίθηκε ιδιαίτερα για την συμφωνία και ότι αφορούσε το δεύτερο σκέλος αυτής που είχε να κάνει με τον Παλαιστινιακό λαό, ενώ κατηγορήθηκε από τους Παλαιστίνιους πως αντάλλαξε την Ιερουσαλήμ για την έρημο του Σινά. Το Παλαιστινιακό ζήτημα ουσιαστικά παρέμεινε για μια ακόμη φορά άλυτο. Γίνεται έτσι αντιληπτό πως καμία αραβική χώρα δεν είχε την δυναμική εκείνη που χρειαζόταν έτσι ώστε να επιβληθεί επί του θέματος καθώς και επί των άλλων δίνοντας έτσι λύση σε ένα ακανθώδες ζήτημα του Μεσανατολικού. Τα επόμενα χρόνια η σχέση Αιγύπτου-Ισραήλ θα παραμείνει σταθερή, χωρίς τις αιματηρές συγκρούσεις του παρελθόντος αλλά και χωρίς στενή συνεργασία, με μάλλον περισσότερη συγκρατημένη και καχύποπτη στάση έναντι των συγκρούσεων των Ισραηλινών συχνά με τους Παλαιστίνιους και άλλοτε με το Λίβανο, την Συρία και την οργάνωση της Χεζμπολάχ.

Βιβλιογραφία

  1. Μαίρη Μπόση, Η Διεθνής Ασφάλεια στον Μεταψυχροπολεμικό Κόσμο. Οι αραβικές εξεγέρσεις και η περίπτωση της Συρίας, Αθήνα, εκδ. Ποιότητα, 2014.
  2. Zeev Maoz and Allison Astorino, The cognitive structure of Peacemaking: Egypt and Israel,1970-1978, JSTOR, December 1992. Διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/3791495?seq=1
  3. James Reston, Sadat at Camp David, The New York Times, 29 January 1978. Διαθέσιμο σε https://www.nytimes.com/1978/01/29/archives/sadat-at-camp-david.html?searchResultPosition=39
  4. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική: Από τον Φράνκλιν Ρούσβελτ στον Ντόναλντ Τράμπ, Αθήνα, εκδ. Ποιότητα, 2018.