Γράφει ο Γιώργος Αθανασόπουλος
Αναμφισβήτητα, οι διενέξεις μεταξύ κρατών ή κρατιδίων που άπτονται πολλών τομέων, όπως η οικονομία, ή οι εδαφικές κατακτήσεις, δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο ακόμα και σήμερα. Κάποιες από τις διενέξεις έχουν ημερομηνία έναρξης και λήξης και άλλες εξακολουθούν να έχουν διαχρονική ισχύ. Εξαιτίας της έντασης της παγκοσμιοποίησης, κάθε διαφορά που γεννάται μεταξύ κρατών έχει επίδραση σε ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα και επομένως επιτάσσει την αντίδραση πολλών χωρών και την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου.
Μία από τις διαφορές που αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι αυτή της Λιβύης και του Τσαντ, με την μάχη για την επικράτηση της διεκδίκησης σχετικά με την λωρίδα της Αουζού. Η περιοχή αυτής της αναζήτησης ξεκινά από το νομικό καθεστώς της Αουζού. Αρχικά, ενώ η Συμφωνία που υπεγράφη το 1955 μεταξύ της Λιβύης και της Γαλλίας έδειχνε να λύνει το πρόβλημα της οριοθέτησης των συνόρων και να φέρνει την ειρηνική διευθέτηση άλλων τομέων, αυτό φαίνεται να ανατρέπεται αργότερα. Σε μεταγενέστερο χρόνο, διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες για να αμφισβητηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο βρισκόταν στα πλαίσια της νομιμότητας. Το στοιχείο στο οποίο συμφώνησαν οι δύο πλευρές, δηλαδή το Τσαντ και η Λιβύη, είναι η αναγνώριση της διαφοράς τους για την λωρίδα της Αουζού.
Η διατάραξη της ειρήνης οφειλόταν, κυρίως, σε δύο λόγους. Πρώτον, το Τσαντ περί τα τέλη του 1960 αντιμετωπίζει πολυμετωπικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα η Λιβύη βρίσκεται σε πολιτική κρίση λόγω της πτώσης του βασιλιά Idriss και της ανάληψης της εξουσίας από τον συνταγματάρχη Mohamar El Khadafi το 1969. Το πολεμικό κλίμα μεταξύ των δυο χωρών εντάθηκε περαιτέρω με την προσπάθεια στρατιωτικής κατοχής της Λιβύης στην λωρίδα της Αουζού ύστερα από πέντε χρόνια άμεσης στήριξης των ανταρτών του Τσαντ στην ευρύτερη περιοχή των συνόρων Λιβύης και Τσαντ.
Η εύθραυστη πολιτική και κοινωνική συνοχή του Τσαντ δεν καθυστέρησε, αλλά τουναντίον, επιτάχυνε την κατάκτηση της λωρίδας από την Λιβύη. Η τεταμένη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην λωρίδα προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, διεθνείς αντιδράσεις, αφού παραβιάζονταν βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου στην ευρύτερη περιοχή και οι ένοπλες συγκρούσεις στο Τσαντ εντατικοποιούνταν. Καθίσταται σαφές ότι οι διεθνείς αντιδράσεις βρίσκουν τα ερείσματά τους στην συμβολή του ΟΑΕ (Οργανισμός Αφρικάνικης Ένωσης) και των Η.Ε. (Ηνωμένων Εθνών), ενώ στην προκείμενη περίπτωση ο ΟΑΕ θα αναπτύξει πρωτοβουλίες μεσολαβητή, οι οποίες και θα οδηγήσουν τελικά στην οριστική διευθέτηση της διαφοράς.
Εν τω μεταξύ, η Λιβύη υποστήριζε την παράνομη κατοχή της Αουζού βασιζόμενη στην ασάφεια και στα εγειρόμενα προβλήματα της Συνθήκης του 1955. Η στάση της αυτή όμως ήταν αντίθετη με την διεθνή έννομη τάξη και διακινδύνευε τη διεθνή ειρήνη. Σε αυτό το σημείο ο ΟΑΕ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αντιφατικό σχήμα χρονικών περιστάσεων: αφενός έχουν αναγνωριστεί βάσει παλαιότερων συνθηκών οι οριοθετήσεις συνόρων, αφετέρου έχουν αλλάξει οι εσωτερικές δομές των κρατών.
Ωστόσο, η συμβολή του ΟΑΕ θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, και αυτό επειδή αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα για την εκκίνηση της διεθνούς διαδικασίας τελεσίδικης εκδίκασης της διαφοράς ανάμεσα στην Λιβύη και το Τσαντ. Αρχικά, εξέτασε τα δεδομένα της διαφοράς που πήγαζαν από την αμφισβήτηση της Συμφωνίας του 1955 για την λωρίδα της Αουζού, καθώς και από την διατάραξη της διεθνούς ασφάλειας μετά τη λιβυκή κατοχή της λωρίδας.
Η ανησυχία για γενικευμένη χειροτέρευση της ειρήνης οδήγησε τον ΟΑΕ να προβεί στην αναζήτηση των δεδομένων που ίσχυαν πριν την έναρξη της διαφοράς. Εκείνο που πέτυχε μέσα από τις ενέργειές του ο ΟΑΕ είναι η σταδιακή προώθηση του ζητήματος στην δικαστική διευθέτηση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ενώ μετά την δικαστική απόφαση προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για την προετοιμασία της εφαρμογής των νέων πλαισίων. Επίσης, εκείνο που επετεύχθη ήταν η υπόσχεση και των δύο πλευρών να λυθεί η διαφορά δικαστικώς.
Η πρώτη ενέργεια, λοιπόν, σχετιζόταν με την διαμόρφωση διαδικασιών αντιμετώπισης των σύνθετων προκλήσεων. Στην συνέχεια, δρομολογήθηκε η δεύτερη ειδική και δικαιοδοτικά συνεπής διαδικασία της περιφερειακής προσπάθειας. Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης και η δυσαρέσκεια από τα πολλά νέα ζητήματα που αναδύονταν είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια νέα υποεπιτροπή, η οποία ασχολήθηκε κατά αποκλειστικό τρόπο με τις διεθνείς προκλήσεις στο Τσαντ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμφωνία για τη σύναψη με το Τσαντ και τη Λιβύη γνωστοποιήθηκε το 1990. Η Λιβύη βασίστηκε σε αυτή και στο Γαλλολιβυκό Σύμφωνο Φιλίας και Καλής Γειτονίας το 1955. Ένα από τα διαφοροποιητικά στοιχεία που καθόρισε την πορεία της υπόθεσης ήταν το γεγονός ότι η Λιβύη θεωρούσε ότι δεν υπάρχει συνοριακό όριο και ζήτησε από το Δικαστήριο να ορίσει ένα, ενώ το Τσαντ θεωρούσε ότι υπήρχε, κάτι το οποίο το κατέθεσε στο Δικαστήριο.
Η μία πλευρά στηριζόταν στην συνένωση δικαιωμάτων και τίτλων των αυτοχθόνων μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ιταλίας και της Λιβύης, ενώ η άλλη πλευρά στη Συμφωνία. Αρχικά, έγινε αποδεκτή και από τα δύο μέρη η αναγκαιότητα καθορισμού των συνόρων σε συνάρτηση με αυτά που αναφέρονταν στην Γαλλική Συμφωνία. Παράλληλα, και τα δύο μέρη δεσμεύονταν να αποσύρουν οποιαδήποτε στρατιωτική δύναμη σε εκείνο χώρο. Το Διεθνές Δικαστήριο, προκειμένου να προχωρήσει στην οριστική επίλυση της εδαφικής διαφοράς, έλαβε σοβαρά υπόψη δύο παραμέτρους, πρώτον τα ψηφίσματα του ΟΑΕ και δεύτερον τις θεμελιώδεις αρχές των Ηνωμένων Εθνών.
Σε πρώτο επίπεδο, το Δικαστήριο καλείται να αφήσει ένα χρονικό περιθώριο ενός έτους, έτσι ώστε όχι μόνο να απομακρυνθούν οποιεσδήποτε στρατιωτικές δυνάμεις, όπως προελέχθη πριν, άλλα και να υπογραφεί ένα Σύμφωνο Φιλίας και Καλής Γειτονίας. Έργο της ad hoc Επιτροπής του ΟΑΕ είναι να εποπτεύει την εφαρμογή της συμφωνίας. Σε αυτό το χρονικό διάστημα το Δικαστήριο λαμβάνει την τελική απόφαση.
Ο ένας χρόνος δεν φάνηκε να είναι αποδοτικός για τις δυο πλευρές. Επομένως, η υπόθεση πέρασε εξ ολοκλήρου στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Έτσι, η απόφαση αναγνωρίστηκε ενώπιον της υποεπιτροπής νομικών και χαρτογραφικών εμπειρογνωμόνων που συστάθηκε από την ad hoc επιτροπή διαμεσολάβησης του ΟΑΕ και η επιτροπή την επιβεβαίωσε. Το Δικαστήριο προχώρησε περιγράφοντας τον περιορισμό της γαλλικής ζώνης στα βορειοανατολικά προς την κατεύθυνση της Αιγύπτου και της κοιλάδας του Νείλου και της οριοθέτησής της στα δυτικά της γραμμής μήκους. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκανε περιγραφή της γραμμής που προέκυψε από τα διεθνή μέσα, επισημαίνοντας πως η Γαλλική Συνθήκη θα μπορούσε να αποτελέσει καταλυτικό ρόλο στην οριοθέτηση μόνιμων συνόρων, ανεξάρτητα από το εάν έχει λήξει η ισχύς της Συμφωνίας.
Συμπερασματικά, η εδαφική εκκρεμότητα μεταξύ Τσαντ και Λιβύης διήρκησε αρκετά χρόνια. Η ανησυχητική επιρροή της υπόθεσης στα διεθνή τεκταινόμενα θορύβησε τον ΟΑΕ και ξεκίνησε τις ενέργειες για την αποκλιμάκωση της έντασης και της αποκατάστασης της ειρήνης.
Η παρέμβαση της γνωμάτευσης του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου της Χάγης εκφράζεται ως η δικαστική υποστήριξη της εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης για το λαό της Δυτικής Σαχάρας. Εν τέλει, το Δικαστήριο κήρυξε τη λήξη της λιβυκής απαίτησης στη Λωρίδα και την απέδωσε στο Τσαντ. Η διμερής συμφωνία κινεί τη διαδικασία της εκδίκασης και προσθέτει τις πράξεις για την κοινοποίηση από κάθε πλευρά προς την εισαγγελία του ∆ιεθνές Δικαστήριο Χάγης. Η Λιβύη την κοινοποίησε προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στις 31 Αυγούστου 1990 και το ίδιο έγινε από τη µεριά του Τσαντ στις 3 Σεπτεµβρίου 1990.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θεόδωρος Κουλουμπής (1995) Διεθνείς σχέσεις, εξουσία και δικαιοσύνη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
- Gino J. Naldi (1989) The Organization of African Unity, an analysis of its role, Mansell Publishing Limited, London & New York.
- Κούφα Καλλιόπη (1988) Η δικαιική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη.
- Morris Szeftel (2000) Globalization & African responses, R.A.P.E., No 85, Vol.27, σελ. 353-356.
- Διεθνές Δικαστήριο, Territorial Dispute (Libyan Arab Jamahiriya/Chad), διαθέσιμο σε: https://www.icj-cij.org/en/case/83?fbclid=IwAR1kTXvzzoBLkh18LBJHwFt3KmvahAbznTvno5XCTBQ0n7B5GV4Si5WdYQ0
Πηγή εικόνας: https://www.zougla.gr/assets/images/2617744.jpg