Γράφει ο Μάνος Γαβριελάτος
Εισαγωγή
Στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες, τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν ως κεντρικοί διαμεσολαβητές μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην μετουσίωση της κοινής γνώμης σε νομοθετική πρωτοβουλία. Για το λόγο αυτό, τα εθνικά κοινοβούλια παγκοσμίως, τυγχάνουν, αναμφισβήτητα, ευρείας αναγνώρισης από το κοινό. Σε αυτήν την περίπτωση, η πλειοψηφία των πολιτών διαθέτει την ικανότητα να διακρίνει τις πολιτικές ομάδες με βάση τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό, να αναγνωρίζει πολιτικά πρόσωπα και να προσδιορίζει τις θέσεις τους σε καίρια ζητήματα. Αυτή η ικανότητα επιτρέπει στον κάθε πολίτη να καταλήξει σε συνειδητή επιλογή όσον αφορά το πολιτικό κόμμα που ανταποκρίνεται στις αξίες και τις προτιμήσεις του. Ωστόσο, στο ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα, τα κόμματα, παραδόξως, δεν τυγχάνουν παρόμοιας αναγνώρισης, με κίνδυνο να υπονομευθεί η δημοκρατική διαδικασία και να παρεμποδιστεί η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Στην παρακάτω ανάλυση, επιχειρείται, μέσα από την περιγραφή της οργάνωσης του κομματικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και της εσωτερικής δομής των κομμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διερευνηθεί ο τρόπος λειτουργίας τους και να προσδιοριστούν οι συνιστώσες που οδηγούν στο φαινόμενο της μειωμένης αναγνωρισιμότητας.
Ιστορικό πλαίσιο
Ο συνασπισμός εθνικών κομμάτων σε διακρατικές συμμαχίες δεν αποτελεί καινοτομία που γεννήθηκε στους κόλπους της ΕΕ – τουλάχιστον όσον αφορά εξωκοινοβουλευτικές συνεργασίες. Ήδη από το 1889, παρατηρείται η ανάγκη για συνεργασία εθνικών πολιτικών κομμάτων με συγγενικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς σε διεθνές επίπεδο, με την ίδρυση της Β’ Διεθνούς, μιας οργάνωσης σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων με μέλη – κόμματα από όλο τον κόσμο. Τη Β’ Διεθνή διαδέχθηκε το 1919 η Γ’, γνωστή και ως Κομμουνιστική Διεθνής, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Η διαφοροποίηση κάποιων μελών της Γ’ Διεθνούς, οδήγησε στην ίδρυση της Εργατικής και Σοσιαλιστικής Διεθνούς το 1923, η οποία διαλύθηκε το 1940 με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά το έργο της συνεχίζει μέχρι και σήμερα με την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς το 1951. Την ίδρυση διακρατικών δομών οργάνωσης ακολούθησαν και άλλα πολιτικά κινήματα εκείνης της περιόδου, προς αντιμετώπιση του αριστερού προτάγματος. Έτσι, σχηματίσθηκε η Διεθνής Γραμματεία Δημοκρατικών Κομμάτων Χριστιανικής Έμπνευσης το 1925, που μετεξελίχθηκε στην Παγκόσμια Χριστιανοδημοκρατική Ένωση το 1961, σήμερα γνωστή ως Κεντροδημοκρατική Διεθνής. Άλλα διεθνώς οργανωμένα πολιτικά κινήματα αποτελούν η Φιλελεύθερη Διεθνής (1947), η Διεθνής Ένωση Δημοκρατίας (1983), και οι Παγκόσμιοι Πράσινοι (2001). Επομένως, παρατηρείται ο σχηματισμός τουλάχιστον τριών διακρατικών πολιτικών οργανώσεων, που αφορούν το παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα, πριν την εγκαθίδρυση των πρώτων Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η σημερινή μορφή των ευρωπαϊκών κομμάτων είναι αποτέλεσμα μίας μακράς διαδικασίας θεσμικών εξελίξεων στην ΕΕ. Ήδη από το 1953, στην Κοινή Συνέλευση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), τον πρόδρομο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μη εκλεγμένα ακόμη, αλλά διορισμένα από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών, μέλη ομαδοποιήθηκαν σε πολιτικές ομάδες με βάση τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις σε Φιλελεύθερους, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετήθηκε η ανάγκη διαμόρφωσης μίας ενοποιημένης προσέγγισης σε θέματα πολιτικής και λήψης αποφάσεων, που θα υπερέβαινε ανταγωνισμούς εθνικών συμφερόντων. Η ομαδοποίηση με βάση τον ιδεολογικό προσανατολισμό, συνεχίστηκε με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1958, στην αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση. Συνεπώς, η συγκεκριμένη οργανωτική πρακτική συνέβαλε σημαντικά στην εδραίωση μίας κοινής πολιτικής ταυτότητας και αποδείχθηκε αποτελεσματικό μέσο για την ανάδειξη της σημασίας μίας συνεκτικής προσέγγισης προς την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τα πρώτα ευρωπαϊκά κόμματα ιδρύθηκαν ως συνομοσπονδίες κομμάτων τη δεκαετία του 1970, εν όψει των πρώτων άμεσων εκλογών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που θα λάμβαναν χώρα το 1979. Έτσι το 1973 ιδρύθηκε η Συνομοσπονδία Σοσιαλιστικών Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενώ ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και η Ομοσπονδία Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών Κομμάτων στην Ευρώπη το 1976. Αυτοί οι νέοι οργανισμοί αποτέλεσαν τους απογόνους των πολιτικών ομάδων της ΕΚΑΧ και την ευρωπαϊκή προέκταση των αντίστοιχων οργανωμένων παγκόσμιων και ευρωπαϊκών πολιτικών κινημάτων. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ιδρύθηκε από ένα ομοσπονδιακό φιλοευρωπαϊκό κίνημα, τις Νέες Διεθνείς Ομάδες, που μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση Χριστιανοδημοκρατών το 1965, ενώ από τα αντίστοιχα παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικά κινήματα ιδρύθηκαν η Συνομοσπονδία Σοσιαλιστικών Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Σοσιαλιστική Διεθνής) και η Ομοσπονδία Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών Κομμάτων στην Ευρώπη (Φιλελεύθερη Διεθνής). Φυσικά, τα σημερινά κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προέρχονται με τη σειρά τους από τις παραπάνω πολιτικές οικογένειες.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστορία των ευρωπαϊκών κομμάτων, καθώς με την υιοθέτησή της, απέκτησαν για πρώτη φορά συνταγματική αναγνώριση, ως βασικοί παράγοντες για την εκπλήρωση του στόχου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όπως αναφέρεται ρητά στο άρθρο 138Α της Συνθήκης, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα “συνεισφέρουν στην καλλιέργεια ευρωπαϊκής πολιτικής ευαισθητοποίησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης”. Με τη σύναψη της Συνθήκης, τα κόμματα του ΕΚ αναδιοργανώθηκαν, υιοθετώντας τον όρο “κόμμα” και προσαρμόζοντας τις εσωτερικές τους διαδικασίες, συγκεντρώνοντας εξουσίες στο “κέντρο”, ώστε να είναι σε θέση να παρουσιάσουν μία ισχυρότερη διακρατική οργάνωση. Για παράδειγμα, η Συνομοσπονδία Σοσιαλιστικών Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μετονομάστηκε σε Κόμμα Ευρωπαίων Σοσιαλιστών το 1992, εισήγαγε ένα νέο όργανο λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό του, τη “Συνδιάσκεψη των Ηγετών”, και καθιέρωσε την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων. Η εισαγωγή της διαδικασίας της συναπόφασης με την ίδια Συνθήκη επέφερε ενισχυμένη έμφαση στην κομματική πολιτική στην ΕΕ, προσδίδοντας στα κόμματα αυξημένη επιρροή στη νομοθετική διαδικασία.
Οργανωτική Δομή
Η εξέταση της κομματικής οργάνωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί αρχικά την ταξινόμηση των πολιτικών ομάδων σε διακριτά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη το πεδίο δράσης τους. Αφενός, υπάρχουν τα κόμματα που δραστηριοποιούνται εντός των εθνικών κοινοβουλίων τους. Αφετέρου, υπάρχουν οι πολιτικές ομάδες που δραστηριοποιούνται εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υπάρχουν, όμως, και οι ομοσπονδίες των ευρωπαϊκών κομμάτων, οι οποίες δρουν μεν εξωκοινοβουλευτικά, ο ρόλος τους δε είναι κομβικός στη διαμόρφωση του εκάστοτε πολιτικού σκηνικού. Τα εθνικά κόμματα είναι μέλη των ομοσπονδιών των ευρωπαϊκών κομμάτων, καθώς και των πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελούν τα επίσημα όργανα των αντίστοιχων ομοσπονδιών τους. Οι ομοσπονδίες, με τη σειρά τους, αν και δρουν εξωκοινοβουλευτικά, ανήκουν στο εξεταζόμενο πεδίο, καθώς επιτελούν σημαντικές διαδικασίες, όπως ο συντονισμός των δράσεων ανάμεσα στα εθνικά κόμματα – μέλη τους. Επομένως, παρά τη στενή σχέση μεταξύ των παραπάνω οργανισμών, είναι σημαντικό στα πλαίσια της εξέτασής τους να εκλαμβάνονται ως ξεχωριστές οντότητες.
Κάθε πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαθέτει, φυσικά, μοναδικά οργανωτικά χαρακτηριστικά, αλλά σε γενικές γραμμές η δομή τους είναι παρόμοια. Σήμερα, κάθε τέτοια ομάδα παρουσιάζει μία ιεραρχική δομή ηγεσίας με έναν Πρόεδρο και αρκετούς Αντιπροέδρους – συνήθως έναν από κάθε εθνικό κόμμα στην ομάδα – οι οποίοι αναλαμβάνουν συγκεκριμένο τομέα αρμοδιοτήτων. Ταυτόχρονα, η ομάδα διαθέτει εκτελεστική επιτροπή, πολλές ομάδες εργασίας, καθώς και ένα λεπτομερές καταστατικό ή κανονισμό λειτουργίας. Οι ευρωβουλευτές υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τους κανόνες που ορίζει το καταστατικό, αλλιώς, σε περίπτωση παραβίασής τους, διατρέχουν τον κίνδυνο αποβολής από την ομάδα. Επιπρόσθετα, κάθε ομάδα διαθέτει ένα γραφείο γενικής γραμματείας, το οποίο αντιστοιχεί σε μέγεθος με το προσωπικό υποστήριξης των εθνικών κομμάτων. Τέλος, η χρηματοδότηση αυτών των πολιτικών ομάδων προέρχεται από επιχορηγήσεις της ΕΕ.
Όσον αφορά τις ομοσπονδίες των ευρωπαϊκών κομμάτων, αυτές παρουσιάζουν ανάλογη δομή με τις πολιτικές ομάδες του ΕΚ, έχουν όμως και σημαντικές διαφορές. Όπως οι πολιτικές ομάδες του ΕΚ και τα εθνικά κόμματα, έτσι και οι ομοσπονδίες κομμάτων διαθέτουν καταστατικό, ιεραρχική δομή ηγεσίας, γραφείο γενικής γραμματείας, μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και προϋπολογισμό. Οι θεσμοί αυτοί είναι νομικά διαχωρισμένοι από τους αντίστοιχους θεσμούς των ομάδων στο ΕΚ και των εθνικών κομμάτων – μελών. Ωστόσο, οι ομοσπονδίες κομμάτων διαφέρουν από τις ομάδες στο ΕΚ και από τα εθνικά κόμματα σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, οι ομοσπονδίες ούτε υπόκεινται σε κάποια εκλογική διαδικασία, ούτε δραστηριοποιούνται σε κάποιο κοινοβούλιο. Δεύτερον, η χρηματοδότησή τους δεν προέρχεται από κάποιο δημόσιο θεσμό, αλλά σε μεγάλο βαθμό αποτελεί συνεισφορά των ομάδων του ΕΚ και των εθνικών κομμάτων.
Οι ομοσπονδίες διαφυλάττουν την αδιάλειπτη παρουσία των πολιτικών τους θέσεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, μέσω κεντρικών διαδικασιών και οργάνων. Κάθε ομοσπονδίας ηγείται ένας Πρόεδρος, ο οποίος είναι συνήθως επικεφαλής κάποιου εθνικού κόμματος, ενώ στην ιεραρχική δομή ηγεσίας ακολουθεί ένας αριθμός Αντιπροέδρων, οι οποίοι είναι συνήθως ανώτερα κομματικά στελέχη, είτε σε εθνικό, είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι μαζί με το Γενικό Γραμματέα και άλλα εξέχοντα πολιτικά πρόσωπα του κόμματος, όπως οι διατελούντες Προεδρεία σε κάποιο θεσμό της ΕΕ – εάν ανήκουν στην πολιτική οικογένεια της ομοσπονδίας – ασκούν εκτελεστικές αρμοδιότητες και καθορίζουν τις κατευθυντήριες πολιτικές γραμμές της. Επιπλέον, κάθε ομοσπονδία διαθέτει ένα Κογκρέσο, το οποίο αποτελεί το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων στο κόμμα και είναι υπεύθυνο για την εκλογή της πολιτικής ηγεσίας και για την λήψη αποφάσεων σε σημαντικά ζητήματα. Το Κογκρέσο συναπαρτίζεται από τους εκπροσώπους των κομμάτων – μελών της ομοσπονδίας. Ανάλογα με την ομοσπονδία, υφίστανται, επίσης, προκαθορισμένες διαδικασίες με τη μορφή Συμβουλίων ή Συνελεύσεων με αρμοδιότητες όπως ο καθορισμός του προϋπολογισμού, οι αποφάσεις στις αιτήσεις νέων μελών και ο διορισμός του Γενικού Γραμματέα. Τέλος, μία καθιερωμένη πρακτική αποτελεί η διοργάνωση ανεπίσημων Συνόδων Κορυφής και Υπουργικών Συνόδων, πριν από τις συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ, για τους εκπροσώπους των κομμάτων που αποτελούν μέλη τους. Αυτές αποτελούν τη μοναδική ευκαιρία να συνδιαλλαχθούν όλοι οι προερχόμενοι από την ίδια πολιτική οικογένεια διατελούντες εκτελεστικό αξίωμα, είτε ως αρχηγοί κρατών, είτε ως Επίτροποι, και να συζητήσουν για μεσο-μακροπρόθεσμους πολιτικούς στόχους.
Τα Κογκρέσα των ομοσπονδιών διαφέρουν από τα αντίστοιχα όργανα των εθνικών κομμάτων σε δύο κρίσιμα σημεία. Πρώτον, οι εκπρόσωποι των μελών των εθνικών κομμάτων δεν έχουν εκλεγεί άμεσα για να εκπροσωπήσουν την εκάστοτε ομοσπονδία, αλλά είναι εκλεγμένοι στα εθνικά τους κοινοβούλια ή στο ΕΚ. Αυτό σημαίνει ότι οι δράσεις της ομοσπονδίας αξιολογούνται μόνο έμμεσα, καθώς η εκλογή των μελών τους δεν έγινε ειδικά για τη συμμετοχή τους σε αυτήν τη συγκεκριμένη οργανωτική δομή. Η αδυναμία των ομοσπονδιών να εγκαθιδρύσουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς λογοδοσίας τις τοποθετεί σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα εθνικά κόμματα. Δεύτερον, οι εκπρόσωποι των ομοσπονδιών που διατελούν εκτελεστικό αξίωμα, είτε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είτε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δεν λογοδοτούν στο Κογκρέσο της ομοσπονδίας. Αντιθέτως, στις αντίστοιχες διαδικασίες των εθνικών κομμάτων τα ηγετικά μέλη με υπουργικό αξίωμα βρίσκονται υπό ενδελεχή έλεγχο. Ωστόσο, η ανάγκη για ένα μηχανισμό λογοδοσίας των εν λόγω εκπροσώπων απέναντι στην εκάστοτε πολιτική οικογένεια καλύπτεται, σε κάποιο βαθμό, κατά τη διενέργεια των προαναφερόμενων Συνόδων Κορυφής.
Συμπεράσματα
Καταλήγοντας, μπορούν να εξαχθούν τα παρακάτω τρία συμπεράσματα με βάση την κομματική οργάνωση στα πλαίσια της ΕΕ:
- Ανάμεσα στις ομοσπονδίες των ευρωπαϊκών κομμάτων και τις πολιτικές ομάδες του ΕΚ, ισχυρότερες κρίνονται οι δεύτερες, καθώς οι πρώτες στερούνται νομιμοποιητικής βάσης για την προώθηση των πολιτικών τους στόχων.
- Στο πολιτικό σύστημα της ΕΕ, τα ευρωπαϊκά κόμματα, σε αντίθεση με τα κόμματα των εθνικών κοινοβουλίων, δεν είναι οι κυρίαρχοι πολιτικοί οργανισμοί, καθώς η ισχύς τους αντισταθμίζεται – πολλές φορές ασύμμετρα – από ενδοθεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, όπως διαμορφώνονται από τους πολλαπλούς μοχλούς επιρροής.
- Οι ανεπίσημες Σύνοδοι Κορυφής, στα πλαίσια των ομοσπονδιών των κομμάτων, κρίνονται κομβικής σημασίας για την προώθηση μεσο – μακροπρόθεσμων στόχων, όπως το δίλημμα μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και ολοκλήρωσης, αλλά και για άλλα ζητήματα που εμπίπτουν στο φάσμα της αριστερής – δεξιάς πολιτικής διάταξης. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μπορούν, φυσικά, να υποκινηθούν μόνο μέσα από τους κόλπους ιδεολογικά κατευθυνόμενων πολιτικών οργανισμών και απαιτούν την υποστήριξη εξεχουσών πολιτικών προσωπικοτήτων. Ωστόσο, ο μηχανισμός λογοδοσίας των εν λόγω Συνόδων κρίνεται ανεπαρκής για να προσδώσει τη δέουσα πολιτική διαφάνεια και, έτσι, παρουσιάζεται δημοκρατικό έλλειμμα στους οργανισμούς που έχουν θεσμοθετηθεί για να καταπολεμήσουν αυτό το φαινόμενο.
Η παρούσα ανάλυση απευθύνεται στο ζήτημα της χαμηλής αναγνωρισιμότητας των ευρωπαϊκών κομμάτων, μέσω της αποσαφήνισης του τρόπου εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας τους. Αναμφίβολα, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται και λειτουργούν οι ευρωπαϊκές κομματικές οντότητες δύναται να εξεταστεί σε πολλαπλά επίπεδα, ενώ λόγω της πολυπλοκότητας του πολιτικού συστήματος της ΕΕ και της πολυμορφίας της πολιτικής κουλτούρας ανάμεσα στα κράτη – μέλη, ο προσδιορισμός των αιτιών της χαμηλής αναγνωρισιμότητας εκτείνεται σε διάφορες προεκτάσεις. Ωστόσο, μία σταθερή συνισταμένη που ενισχύει το φαινόμενο της χαμηλής αναγνωρισιμότητας είναι η εκ των πραγμάτων αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών εκλογών, ως εκλογών “δεύτερης τάξης”. Αυτή η συνισταμένη, συνδυαζόμενη με την αδυναμία καλλιέργειας μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας οδηγεί μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, αφενός, να χρησιμοποιεί την ψήφο του ως έκφραση διαμαρτυρίας για να “τιμωρήσει” το κυβερνών κόμμα στα εγχώρια, αφετέρου, να αγνοεί τη σημασία των ευρωπαϊκών εκλογών και των κρίσιμων αποφάσεων που λαμβάνονται στο ΕΚ. Οι προσπάθειες για ενθάρρυνση της συμμετοχής, με την εισαγωγή της διαδικασίας του “Spitzenkandidaten”, όχι μόνο δεν έχουν ευδοκιμήσει, αλλά μάλλον έχουν δυσχεράνει την κατάσταση, μετά τα γεγονότα των Ευρωεκλογών του 2019. Παράλληλα, περαιτέρω προσπάθειες “εξευρωπαϊσμού” των εκλογών, όπως η υιοθέτηση υπερεθνικών εκλογικών καταλόγων, έχουν – προς το παρόν – βρει σημαντικές αντιστάσεις στο ΕΚ. Κρίνεται, επομένως, επιβεβλημένη η ανάγκη έντασης των προσπαθειών για “εξευρωπαϊσμό” των εκλογών, καθώς όσο θα ψηφίζονται Ευρωβουλευτές σε εθνικά ψηφοδέλτια, ο πολιτικός ανταγωνισμός θα έγκειται ανάμεσα στα εθνικά κόμματα και η αναγνωρισιμότητα των ευρωπαϊκών κομμάτων θα είναι άνευ σημασίας.
Βιβλιογραφία
Hix S. & Lord C. (1997). Political Parties in the European Union. St. Martin’s Press. Διαθέσιμο σε: https://link.springer.com/book/10.1007/978-1-349-25560-3
Calossi E. & Cicchi L. (2019). European Parliament political groups and European political parties : development and relationship between two faces of the EU political system. Alinea Editrice. Διαθέσιμο σε: https://cadmus.eui.eu/handle/1814/65862
Brack N. & Wolfs W. (2023). European political parties. EPPO of the Jacques Delors Institute. Διαθέσιμο σε: https://institutdelors.eu/en/publications/partis-politiques-europeens/
Kaiser W. & Mittag J. (2023) Seventy years of transnational political groups in the European Parliament: Origins and trajectories. European Parliamentary Research Service. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/thinktank/en/document/EPRS_BRI(2023)757568
Ferreira D. V. (2022). EU on the verge of a step towards real Europarty democracy. The Loop: ECPR’s Political Science Blog. Διαθέσιμο σε: https://theloop.ecpr.eu/the-eu-could-be-on-the-verge-of-a-step-towards-real-europarty-democracy/
Fox B. (2022). EU countries to reject Spitzenkandidaten and pan-EU election lists. Euractiv. Διαθέσιμο σε: https://www.euractiv.com/section/elections/news/eu-countries-to-reject-spitzenkandidaten-and-pan-eu-election-lists/