Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η Γερμανία την επαύριον της σημερινής πολεμικής Ευρώπης

Γράφει ο Μιχάλης Νεάρχου

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαψεύδει την  μεταψυχροπολεμική αντίληψη περί μιας φιλελεύθερης ηγεμονίας όπου, η νίκη της δημοκρατίας και του καπιταλισμού θα έφερναν την ειρήνη στον κόσμο. Η γεωπολιτική και η ισχύς, δυστυχώς, εξακολουθούν να έχουν κυρίαρχο ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Η εγγύτητα της Ουκρανίας, σε σχέση με πολέμους στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, ενίσχυσε τα διλήμματα ασφάλειας κρατών μελών της ΕΕ, που τα τελευταία χρόνια απολάμβαναν την οικονομική τους ανάπτυξη και την ευημερία τους. Η στροφή στο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας είναι χαρακτηριστική του διεθνούς κλίματος. Η απόφαση για ουσιαστικό επανεξοπλισμό της χώρας τρεις μέρες μετά την έναρξη της ρωσικής προέλασης αποτελεί μια μεγάλη γεωπολιτική αλλαγή. Η ανάδυση της Γερμανίας από γεωοικονομική σε γεωπολιτική δύναμη στην καρδία της Ευρώπης, έχοντας υπόψη και την ιστορική εμπειρία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, προκαλεί ανησυχία, αλλά παράλληλα μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη μιας ουσιαστικής ολοκλήρωσης της ΕΕ σε πολιτικό και αμυντικό επίπεδο. Για να κατανοήσουμε την σημασία της αλλαγής στην γερμανική πολιτική  είναι σημαντικό να εξετάσουμε την ιστορική διάσταση του επανεξοπλισμού της Γερμανίας, της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας και της οικονομικής της ανόδου.

Με την νίκη επί των ναζιστικών στρατευμάτων, οι Σύμμαχοι είχαν να διαχειριστούν το μέλλον της ισχυρότερης δύναμης του Άξονα, της Γερμανίας. Οι απόψεις μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της ΕΣΣΔ ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες και αντιπροσωπευτικές του διπολισμού που θα ακολουθούσε. Από την μια, οι δυτικές χώρες υποστήριζαν πως, η οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας ήταν επιτακτική για να ανασυγκροτηθεί η υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη και να μην πέσει στην σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Από την άλλη, οι Σοβιετικοί φοβούνταν πως ο γερμανικός μιλιταρισμός και αναθεωρητισμός θα επανέλθει και θα συμμαχήσει με την Δύση. Στο πλαίσιο αυτό η Γερμανία το 1948-49 διαιρέθηκε σε δυτική και ανατολική. Η έναρξη του πολέμου της Κορέας το 1950 ανέδειξε τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, ως μείζον ζήτημα της διεθνούς πολιτικής. Ο φόβος των Σοβιετικών για γερμανικό επεκτατισμό, η ιστορική εμπειρία της Γαλλίας που δέχθηκε τρεις γερμανικές  εισβολές από το 1870 και η ανησυχία των Αμερικανών για την αδυναμία της Γερμανίας σε περίπτωση παρόμοιας εισβολής από τα ανατολικά,  ήταν οι κύριες μεταβλητές που όρισαν την συζήτηση για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας.

 Το σχέδιο Πλεβέν που προτάθηκε από την Γαλλία, αφορούσε την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού στα πλαίσια της ΕΑΚ, στον οποίο θα ήταν ενσωματωμένες οι δυτικογερμανικές δυνάμεις και δεν θα είχαν αυτονομία δράσης. Όμως, το σχέδιο απορρίφθηκε από το γαλλικό κοινοβούλιο ως αντίδραση στις αμερικανικές πιέσεις. Παράλληλα, η πρότασης των σοβιετικών για σύσταση μιας ενιαίας Γερμανίας η οποία θα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη απορρίφθηκε από τις ΗΠΑ, την Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και την Δυτική Γερμανία. Εν τέλει η Δυτική Γερμανία ύστερα από βρετανική πρωτοβουλία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Με την προσχώρηση της Δυτικής Γερμανίας και της Ιταλίας, η γαλλοβρετανική στρατιωτική συνεργασία του Συμφώνου των Βρυξελλών του 1948, διευρύνθηκε σε Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ), η οποία προσδέθηκε στην ρήτρα συλλογικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Προς ικανοποίηση των γαλλικών φόβων, η Δ. Γερμανία δεν θα μπορούσε να αναπτύξει συγκεκριμένα οπλικά συστήματα και δεσμεύτηκε πως θα επιδιώξει την επανένωση της Γερμανίας μόνο με ειρηνικά μέσα. Παράλληλα, θα υπήρχε μόνιμη στρατιωτική παρουσία των Βρετανών και Αμερικάνων  στα γερμανικά εδάφη. Επίσης, υπογράφηκε σύμβαση, η οποία τερμάτισε το καθεστώς κατοχής και το δικαίωμα επέμβασης των Δυτικών Συμμάχων, παραχωρώντας έτσι εθνική κυριαρχία στην Δ. Γερμανία.  Έτσι, δέκα χρόνια μετά την Διάσκεψη του Πότσνταμ όπου ο αφοπλισμός της Γερμανίας ήταν ένα από τα κύρια αξιώματα των Συμμάχων, η Δυτική Γερμανία και η Ανατολική Γερμανία εξοπλίστηκαν. Η μια στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και η άλλη το 1956 στα πλαίσια του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Ο υπό όρους επανεξοπλισμός της Δ. Γερμανίας σε συνδυασμό με την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες πέτυχε να επαναφέρει ομαλά την ηττημένη του Β’ΠΠ στο διεθνές σύστημα. Η κατάσταση των γερμανικών στρατιωτικών υποθέσεων ήταν ελεγχόμενη και ο προσανατολισμός της Δ. Γερμανίας κάθε άλλο παρά επεκτατικός και αναθεωρητικός. Αυτό, οφείλεται στον διπολισμό, που έκανε την ανάγκη για την πυρηνική αποτροπή από τις ΗΠΑ  επιτακτική και στο πνεύμα που κυριαρχούσε στην Ευρώπη για την ανάγκη ύπαρξης ειρήνης μεταξύ των λαών. Παράλληλα,  το Σχέδιο Σουμάν, που οδήγησε στην δημιουργία της πρώτης υπερεθνικής Ευρωπαϊκής Κοινότητας εξυπηρέτησε, τόσο τις ανησυχίες της Γαλλίας, όσο και της Γερμανίας. Από την μία, μέσα από την ΕΚΑΧ υπάχθηκε η γερμανική χαλυβουργία,  η οποία αποτελούσε την βάση για την ισχύ της, σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό έλεγχο. Από την άλλη, η Δ. Γερμανία εντασσόταν στον Δυτικό κόσμο. Στο πλαίσιο, αυτό δημιουργήθηκε ένας ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας συνεργασίας που αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεδομένης της έντασης του Ψυχρού πολέμου και της ανάγκης για την αμερικανική αποτρεπτική ισχύ παρόλο που υπήρξαν σχέδια για να αναπτυχθεί μια ισχυρή ευρωπαϊκή άμυνα αυτό δεν επετεύχθη.

 Εκτός από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κύριο χαρακτηριστικό της δυτικογερμανικής πολιτικής ήταν η εστίαση στην οικονομική ανασυγκρότηση, κυρίως μέσα από την ισχυρή οικονομική βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ. Πρωταρχική προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής  ήταν η επίτευξη σταθερότητας και ασφάλειας μέσα από την πολυμερή συνεργασία. Κύριος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό ήταν το εμπόριο με τις υπόλοιπες χώρες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Παράλληλα, σημαντικό στοιχείο της δυτικογερμανικής πολιτικής αποτελούσε η επανένωση της Γερμανίας που εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Ostpolitik. Η πολιτική αυτή αφορούσε την εξομάλυνση των σχέσεων της Δ. Γερμανίας με την Ανατολική Ευρώπη ευρύτερα, αλλά κυρίως με την Αν. Γερμανία. Αξιοσημείωτα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής, ήταν η αναγνώριση των δύο γερμανικών κρατών μεταξύ τους το 1972 και η αποδοχή από την Δ. Γερμανία των συνόρων της Πολωνίας και της ΕΣΣΔ. Τα χαρακτηριστικά αυτά, αναδεικνύουν την προσήλωση της Δ. Γερμανίας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στην αποφυγή προβολής στρατιωτικής ισχύος και στην θεσμοθετημένη πολυμερή διπλωματία στα πλαίσια της  φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και της συλλογικής ασφάλειας της ευρωατλαντικής συμμαχίας.

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989  και η επακόλουθη επανένωση της Γερμανίας,   ξύπνησε τις φοβίες των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες ανησυχούσαν,  πως πλέον η πιο ισχυρή Γερμανία θα αποσταθεροποιούσε την ευρωπαϊκή τάξη. Το πλαίσιο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της Δ. Γερμανίας, προσδιοριζόταν και περιοριζόταν  μέχρι εκείνη την στιγμή, από τις ιδιάζουσες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, οι οποίες πλέον έπαυαν να ισχύουν. Βασικό ζήτημα ήταν κατά πόσο, η Γερμανία θα πορευόταν προς μια πιο αυτόνομη εξωτερική  πολιτική ανάδειξης της ισχύος της ή εάν θα παρέμενε στην καθορισμένη πολιτική που βασιζόταν στις πολιτικές των διεθνών οργανισμών. Παρόλο, που πολλά στοιχεία σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο έδειχναν πως θα άλλαζε την πολιτική της και την θέση της στο διεθνές σύστημα, δεν το έπραξε. Δεν διαμόρφωσε μια πλήρως ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική κυρίως λόγω  της σχέσης της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Το θεσμικό πλαίσιο που είχε η ίδια πρωτοστατήσει για την δημιουργία του , το γεγονός ότι οι πρώην εχθροί της πλέον ήταν σύμμαχοι και  η συνεχιζόμενη ανοδική πορεία της οικονομίας της την ώθησαν προς την κατεύθυνση αυτή.

 Την ίδια περίοδο, ο τερματισμός του διπολισμού είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της εξάρτησης των Ευρωπαίων από τις ΗΠΑ σε θέματα ασφάλειας και άμυνας, γεγονός που  έθεσε σε αμφιβολία τους λόγους ύπαρξης του ΝΑΤΟ.  Έτσι, οι ΗΠΑ προωθούσαν την ανάγκη συνέχισης της διατλαντικής συνεργασίας μέσα από μια σύνδεση της πολιτικής, αμυντικής και οικονομικής ασφάλειας με την ΕΕ. Οι Γερμανοί ήθελαν ένα επαρκές πλαίσιο ασφαλείας, που θα συμπεριλαμβάνει τις αμερικανικές εγγυήσεις που προσέφερε το ΝΑΤΟ. Παράλληλα, για την Γερμανία η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ο ΟΑΣΕ και το ΝΑΤΟ αποτελούσαν εγγύηση προς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, για την μη ύπαρξη απειλής για την ευρωπαϊκή ασφάλεια από την ισχυροποιημένη Γερμανία. Οι γαλλικές κυρίως ενστάσεις για υποταγή της άμυνας της ΕΕ στο ΝΑΤΟ, οδήγησαν σε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού.  Η Κοινή Εξωτερική Πολίτικη και Πολιτική Ασφαλείας εντάχθηκε  ως πυλώνας της ΕΕ στην Συνθήκη του Μάαστριχ και παράλληλα συμπεριλήφθηκε στην Συνθήκη όρος που αναφέρει πως οποιαδήποτε ευρωπαϊκή αμυντική οντότητα πρέπει  να είναι συμβατή με το ΝΑΤΟ.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων  από την Γερμανική ενοποίηση, η πολιτική που ακολούθησε η Γερμανία την χαρακτηρίζει ως μια γεωοικονομική δύναμη. Αυτό σημαίνει, ότι  το εθνικό της συμφέρον ορίζεται από τις επιχειρήσεις και αναλύεται με οικονομικούς όρους. Παράλληλα, ως οικονομική δύναμη στρέφεται προς την κατεύθυνση της υποταγής ασθενέστερων χωρών. Η Γερμανία δεν οικοδομήθηκε ως ένα πολεμικό κράτος, αλλά ως ένα κράτος που κάνει εμπόριο. Η παραγωγική δομή της οικονομίας της βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα κέρδη των επιχειρήσεων. Μεγάλος αριθμός των γερμανικών κολοσσών έχει εμπορικές εγκαταστάσεις και εργοστάσια στην Κίνα, στην Τουρκία και την Ινδία όπου το κόστος παραγωγής είναι φτηνό. Η Γερμανία αποτελεί τον κύριο εμπορικό δρώντα της ΕΕ και αυτό εξηγείτε και από την ανάγκη που έχουν οι γερμανικές επιχειρήσεις από την ΕΕ στην οποία κάνουν τις περισσότερες εξαγωγές.

Παρά την αφοσίωση της στην διατήρηση της οικονομική πρωτοκαθεδρίας της Ευρώπης, από την επανένωση και μετά η Γερμανία ξεκίνησε να έχει, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, στρατιωτική παρουσία εκτός των γερμανικών εδαφών. Το δόγμα της μη εμπλοκής σιγά σιγά έχει εγκαταλειφθεί παρά τις ενστάσεις της γερμανικής κοινής γνώμης. Γερμανικά στρατεύματα συμμετείχαν με τις νατοϊκές δυνάμεις, σε μια σειρά από περιφερειακές συγκρούσεις όπως στην Βοσνία, το Κόσσοβο, στο Αφγανιστάν και κατά των Τζιχαντιστών στην Συρία. Από την άλλη, σε πολλές των περιπτώσεων έχει έρθει σε εντάσεις  με τους συμμάχους της όσον αφορά τη χρήση στρατιωτικής βίας. Αιτία αποτελεί, η δυσαρέσκεια των συμμάχων της, όσον αφορά την περιορισμένη ευθύνη που αναλαμβάνει και η ελλιπής συμμετοχή της στην άμυνα, παρά την τεράστια οικονομική της φαρέτρα. Με λίγα λόγια, το δόγμα που απαγόρευε την χρήση ένοπλης βίας έχει εγκαταλειφθεί, αλλά ταυτοχρόνως, τα  σύνδρομα ενοχής και ανασφάλειας που αφορούν  το ιστορικό επεκτατικό παρελθόν είναι ακόμη εμφανή.

Αναμφίβολα, μπορούμε να πούμε πως η απόφαση της Γερμανίας για επανεξοπλισμό και η δέσμευση πως θα επενδύσει πάνω από το 2% του ΑΕΠ της στην Άμυνα έχει τεράστια ιστορική σημασία και καταδεικνύει την αναδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος. Η ευρωπαϊκή δύναμη που αιματοκύλισε την Ευρώπη στους δύο Παγκόσμιους  Πολέμους, ενισχύει την στρατιωτική της ισχύ μετά από 77 χρόνια. Εντούτοις, θεωρώ πως η σημερινή γεωπολιτική διάταξη της διεθνούς σκακιέρας και η κατανομή της ισχύος δεν θα οδηγήσει την Γερμανία σε αναθεωρητική πολιτική. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην Σινική θάλασσα και η απειλή που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή ήπειρος από την Ρωσία, είναι ευνοϊκοί παράγοντες για να αναλάβουν δράση οι ευρωπαϊκές δυνάμεις για την στρατηγική αυτονομία στην άμυνα και ασφάλεια. Η ανάδυση ενός διεθνούς συστήματος, όπου ο γεωπολιτικός ρόλος των περιφερειακών και αναθεωρητικών δυνάμεων ενδυναμώνεται και όπου οι υβριδικές απειλές αποτελούν συστατικό στοιχείο , τονίζει την ανάγκη, για ενότητα της ευρωπαϊκών κρατών για την υπεράσπιση της προσπάθειας για ειρηνική συνύπαρξη που έλαβε χώρα μετά τον Β΄ΠΠ. Κινητήριος δύναμη της πολιτικής ολοκλήρωσης της Ε.Ε μπορούν να αποτελέσουν, η πυρηνική Γαλλία και η νεοεξοπλιζόμενη Γερμανία μαζί με την υποστήριξη των ΗΠΑ, ως συνέχεια της διατλαντικής σχέσης. Εν τέλει,  οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν μετά από τον πιο καταστροφικό πόλεμο της ιστορίας, να διατηρήσουν ως σύμμαχοι την ασφάλεια στην Ευρώπη και να υπερασπιστούν για 50 περίπου χρόνια την φιλελεύθερη δημοκρατία στα εδάφη της. 

Βιβλιογραφία :

Ήφαιστος Π, Αρβανιτόπουλος Κ .Π,2003. Ευρωατλαντικές Σχέσεις.3η έκδοση . Αθήνα , Εκδόσεις Ποιότητα

Χατζηβασιλείου Ε, 2019. Εισαγωγή στη ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου.14η έκδοση . Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη

Treverton G, μτφ 1992. Αμερική Γερμανία και το Μέλλον της Ευρώπης. Αθήνα, Εκδόσεις ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Διαδικτυακές πηγές :

Μαυροζαχαράκης Ε, 2016.  Οι επιπτώσεις της γερμανικής ενοποίησης πάνω στην εξωτερική πολιτική της Ο.Δ.Γ , SSRN. Διαθέσιμο σε:   https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2760781

Λαμπρόπουλος Κ, 2020. Η γερμανική Εξωτερική Πολιτική στον 21ο αιώνα: Υβρίδιο μετανεωτερικής ταυτότητας και νεωτερικού πραγματισμού, ΕΘΝΟΣ. Διαθέσιμο σε
https://www.ethnos.gr/opinions/article/112524/hgermanikhexoterikhpolitikhston21oaionaybridiometaneoterikhstaytothtaskaineoterikoypragmatis

Μπότσιου Ε.Κ, 2013. Ο Επανεξοπλισμός της Γερμανίας , Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Διαθέσιμο σε
https://www.kathimerini.gr/world/482270/o-epanexoplismos-tis-germanias/amp/?fbclid=IwAR1J9X0gPBCc1fVQ7vzZefEDTCfVBsshvEURPjeaLxgdhMzyzR6nc8XmfI4

Κοροβηλά Ε, 2015. Η Γερμανία αποχαιρετά οριστικά την πολιτική της μη επέμβασης, Euronews. Διαθέσιμο σε
https://gr.euronews.com/2015/12/04/german-military-action-abroad-not-taken-lightly

 Πασπαλίαρης Π ,2021.  Οι πηγές ισχύος της Γερμανίας….και η παγίδα του Πολύβιου , Foreign Affairs The Hellenic Edition. Διαθέσιμο σε
https://www.foreignaffairs.gr/articles/73411/panagiotis-paspaliaris/oi-piges-isxyos-tis-germanias%E2%80%A6?page=2

Πηγή φωτογραφίας :

Colibasanu Α,  2017.  The future German Envisions, Geopolitical Fuctures. Διαθέσιμο σε

https://geopoliticalfutures.com/future-germany-envisions/