Γράφει ο Νικόλαος Μακρής
Τους τελευταίους μήνες παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο, μία αυξητική τάση στην τιμή των τριών βασικών ενεργειακών πόρων, στο πετρέλαιο (και τα παράγωγά του), το φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό. Η αύξηση αυτή έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητή και στην Ελλάδα, σε μια χώρα που λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης οι πολίτες συναντούν εδώ και χρόνια δυσκολίες στο να αντιμετωπίσουν την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Η κατανάλωση ενέργειας, ως μια ανελαστική δαπάνη, δεν είναι κάτι το οποίο τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά, μπορούν να ελαττώσουν δραστικά όσο και αν αυξηθεί η τιμή του, καθώς αποτελεί θεμέλιο της ανθρώπινης δραστηριότητας, είτε ως εισροή στην παραγωγική διαδικασία, είτε ως τελικό καταναλωτικό αγαθό (φωτισμός κατά τη διάρκεια της νύχτας). Οι αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας σήμερα, έχουν φέρει στο προσκήνιο και τη συζήτηση για το ποια πρέπει να είναι η στάση του κράτους στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Όμως το ζήτημα είναι σύνθετο και αρχικά χρειάζεται να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ο καταναλωτής, είτε πρόκειται για επιχείρηση είτε για νοικοκυριό, αντιμετωπίζει αυτήν την αύξηση στην τιμή.
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική για να αναλυθεί αυτό το ζήτημα, κυρίως επειδή από μακροοικονομικής άποψης, η χώρα είναι μια μικρή και ταυτόχρονα ανοιχτή οικονομία. Η χώρα συμμετέχει στις διεθνείς αγορές, όπως αυτή της ενέργειας, αλλά το μέγεθος της εγχώριας οικονομίας δεν της επιτρέπει να επηρεάσει τη διεθνή τιμή. Συμπερασματικά, η Ελλάδα ούτε παρέχει στη διεθνή αγορά μεγάλο όγκο κάποιου από τα τρία ενεργειακά προϊόντα ώστε να μειώσει τη διεθνή τιμή, αλλά ούτε και ζητάει υπέρογκες ποσότητες για να μπορέσει να έχει κάποια διαπραγματευτική ισχύ στις αγορές, επηρεάζοντας και με αυτόν τον τρόπο τη διεθνή τιμή.
Παράλληλα, στις διεθνείς αγορές η ταχεία ανάκαμψη της ζήτησης για τελικά προϊόντα και υπηρεσίες μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας, οδήγησε σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μιας και η ανάκαμψη της ζήτησης δεν συνοδεύτηκε με αντίστοιχη ανάκαμψη της προσφοράς. Συν τοις άλλοις, η πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επέφερε κύμα ανησυχίας στις διεθνείς αγορές καθώς η Ρωσία είναι κύριος παραγωγός φυσικού αερίου. Έτσι, οι αυξητικές τάσεις “διαχύθηκαν” από τη μια αγορά στην άλλη λόγω της μεγάλης συσχέτισης που επικρατεί μεταξύ των αγορών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού.
Εστιάζοντας στην εγχώρια αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος, εντοπίζονται χαρακτηριστικά αυξημένες τιμές. Επιπλέον των διεθνώς αυξημένων τιμών υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας, που συχνά παραβλέπεται – η ένταση του ανταγωνισμού σε μια αγορά, κατά πόσο δηλαδή η αγορά είναι μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή και σε ποιόν βαθμό. Με τη χρήση του δείκτη CR4, που μετράει την ένταση του ανταγωνισμού και βάσει στατιστικών του ΔΕΔΔΗΕ περί του μεριδίου αγοράς ενέργειας που αναλογεί στον κάθε πάροχο για το τελευταίο τρίμηνο του 2021, μπορεί να δοθεί μια απάντηση στο πως η δομή της αγοράς επηρεάζει την τιμή της ενέργειας. Ο δείκτης CR4 στην συγκεκριμένη περίπτωση μετράει το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν οι τέσσερεις μεγαλύτεροι πάροχοι. Όσο υψηλότερο αυτό το ποσοστό τόσο λιγότερο ανταγωνιστική είναι μια αγορά, συνεπώς η αγορά χαρακτηρίζεται ως ολιγοπωλιακή. Μάλιστα όσο λιγότεροι είναι οι πάροχοι σε ένα ολιγοπώλιο τόσο υψηλότερη και η τιμή του τελικού προϊόντος. Στην Ελλάδα, οι τέσσερεις πάροχοι με τα υψηλότερα ποσοστά συγκεντρώνουν (με φθίνουσα σειρά) το 73,52% (ΔΕΗ), 4,19% (Μυτηλιναίος Α.Ε. με διακριτικό τίτλο “Protergia”), 3,86% (Elpedison Α.Ε.) και 3,51% (ΗΡΩΝ Θερμοδυναμική Α.Ε.). Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο δείκτης CR4 ισούται με 85,08% και πως η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι αρκετά συγκεντρωμένη με τους υπόλοιπους 24 παρόχους να συγκεντρώνουν το 13,02% της αγοράς. Φυσικά η ΔΕΗ παραμένει ηγέτιδα επιχείρηση σε αυτόν τον κλάδο με περίπου 3 στα 4 νοικοκυριά να την επιλέγουν για πάροχο ενώ το μερίδιο των υπόλοιπων τριών είναι 11,56%, περίπου 1,5% χαμηλότερο όλους από τους υπόλοιπους παρόχους. Αυτή η ολιγοπωλιακή δομή, αιτιολογεί τις αυξήσεις στους λογαριασμούς, ακόμα και αν τη μερίδα του λέοντος την κατέχει δημόσια επιχείρηση. Ισχυρότερη ολιγοπωλιακή δομή παρατηρείται και στην αγορά πετρελαιοειδών με 2 εταιρίες να κατέχουν άδεια διύλισης για όλη τη χώρα, έχοντας 4 διυλιστήρια.
Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις αυξημένες τιμές έχει και η φορολογία. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών ξεπερνάει τα €60 ανά MWh στο οικιακό τιμολόγιο ηλεκτρισμού, καθιστώντας την Ελλάδα ένατη μεταξύ των μελών της Ε.Ε.. Όσον αφορά τα υγρά καύσιμα, χαρακτηριστική είναι η φορολογική επιβάρυνση της απλής αμόλυβδης και του πετρελαίου κίνησης που ανέρχονται στο 51% και 42% της τιμής του καυσίμου αντίστοιχα, την ίδια στιγμή όπου οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι είναι στα 44% και 39%. Εν αντιθέσει με την εικόνα στον ηλεκτρισμό και στα υγρά καύσιμα, η φορολογία στο φυσικό αέριο είναι χαμηλή, με ΦΠΑ 6% με τον ευρωπαϊκό μέσο να κυμαίνεται στο 20%.
Το ζήτημα των αυξημένων τιμών της ενέργειας, έχει δημιουργήσει και την ανάγκη για τη θέσπιση οικονομικής πολιτικής από το κράτος, η οποία θα αντισταθμίσει την επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Παράλληλα, όμως, αυτή η οικονομική πολιτική θα πρέπει να λάβει αρκετούς παράγοντες υπόψιν.
Αρχικά, εξετάζοντας την επίδραση των αυξημένων ενεργειακών τιμών στην αγορά των τελικών αγαθών, προκύπτει το ζήτημα το οποίο χαρακτηρίζεται ως διαταραχή στην μεριά της προσφοράς μέσα σε μια οικονομία (supply shock). Αυτό προκύπτει καθώς το ρεύμα αποτελεί πρωταρχικό παραγωγικό συντελεστή για όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας οι οποίοι βλέπουν την αύξηση της ενέργειας σαν αυξημένο κόστος παραγωγής. Έτσι η καμπύλη της αθροιστικής προσφοράς για τα τελικά αγαθά (επίδραση της αύξησης του ρεύματος στην αγορά των τελικών αγαθών και όχι στην αγορά ενέργειας) σε μια οικονομία, μετατοπίζεται προς τα πάνω, και με δεδομένη τη ζήτηση για τα τελικά αγαθά, η συνολική ζητούμενη ποσότητα αυτών των αγαθών θα μειωθεί.
Συνεπώς βάσει αυτών των δεδομένων, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στην καμπύλη της προσφοράς η οποία δέχεται την αναταραχή. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος θα πρέπει να προσπαθήσει να “μετατοπίσει” την καμπύλη της προσφοράς προς τα κάτω, κοντά στην αρχική της θέση. Αυτό μπορεί να γίνει με μια προσωρινή άρση φόρων στις επιχειρήσεις που θα στοχεύει στη μείωση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος. Εναλλακτικά, εάν η αύξηση του κόστους παραγωγής ερμηνευτεί ως μείωση των περιθωρίων κέρδους για τις επιχειρήσεις, θα μπορούσε να εφαρμοστεί μία μείωση των φόρων επί των κερδών. Η περίπτωση της επιδότησης των επιχειρήσεων θα έχει αντίστοιχα αποτελέσματα καθώς μια επιδότηση του κόστους παραγωγής θα μειώσει το ανά μονάδα κόστος.
Αν εξεταστεί το ζήτημα από τη σκοπιά της αγοράς ενέργειας και όχι της αγοράς των τελικών αγαθών, τότε θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην ανελαστικότητα που χαρακτηρίζει τη ζήτηση για ενέργεια. Με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν ρεύμα δεν μεταβάλλουν σε μεγάλο βαθμό την ζητούμενη ποσότητα μετά από αύξηση ή μείωση της τιμής, καθώς με το ρεύμα επιτελούνται βασικές λειτουργίες εντός σπιτιών και επιχειρήσεων. Άρα οι παρεμβάσεις που θα πρέπει να εφαρμοστούν στην αγορά ενέργειας θα πρέπει να εστιάσουν στη μεριά της προσφοράς ενέργειας (στους παρόχους). Το σκεπτικό είναι παρόμοιο με αυτό που αναλύθηκε προηγουμένως, δεδομένου ότι οι εγχώριοι πάροχοι αντιμετωπίζουν τη διεθνή τιμή της ενέργειας που οδηγεί σε μείωση του περιθωρίου κέρδους. Για να μπορούν να πουλήσουν σε μια χαμηλότερη τιμή θα πρέπει η κρατική παρέμβαση να στοχεύει στη μείωση του κόστους, όμως αυτό βραχυχρόνια μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα με την άρση φόρων και επιδότηση κόστους.
Μια πιο επιθετική κρατική πολιτική θα ήταν και η επιβολή ανώτατης τιμής ενέργειας στην εγχώρια αγορά, είτε αφορά τον ηλεκτρισμό είτε τα καύσιμα. Μια τέτοια κίνηση θα μείωνε τα κέρδη των πωλητών ενέργειας και κατά συνέπεια το κίνητρό τους για να παρέχουν τα προϊόντα τους, όπως καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μειώνονταν δραστικά οι παρεχόμενες ποσότητες των εν λόγω αγαθών προκαλώντας διακοπές ρεύματος και ελλείψεις στα καύσιμα. Επιπλέον, είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι η επιβολή ανώτατης τιμής γίνεται αφορμή για την εμφάνιση του φαινομένου της μαύρης αγοράς, κατά την οποία οι πάροχοι πωλούν το προϊόν τους σε υψηλότερη τιμή από την επιβεβλημένη σε όσους είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν ένα τέτοιο ποσό, ενώ παράλληλα μειώνουν την παροχή των προϊόντων προς τους υπόλοιπους αγοραστές.
Αντίστοιχες πρακτικές (επιδότηση καταναλωτών και προσωρινή άρση τελών κατανάλωσης) μπορούν να εφαρμοστούν στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αλλά μόνο υπό το πρίσμα της κοινωνικής μέριμνας -το κράτος προσπαθεί να μειώσει το ευρύτερο κόστος διαβίωσης- μιας και όπως αναλύθηκε παραπάνω ο ανελαστικός χαρακτήρας της ζήτησης για ενέργεια κάνει την επιδότηση αναποτελεσματική. Τέλος, είτε στην περίπτωση της οποιασδήποτε επιδότησης είτε στην μείωση φόρων, πρέπει να ληφθεί υπόψιν ο δημοσιονομικός χώρος του εκάστοτε κράτους (το σύνολο των δεικτών που χαρακτηρίζουν τα βασικά μεγέθη των δημόσιων εσόδων, εξόδων και υποχρεώσεων). Ένα κράτος όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (211% για το 2020), πρωτογενές έλλειμμα (-7,53% του ΑΕΠ για το 2020) και με rating των κρατικών ομολόγων που δεν τα κατατάσσει σε κάποια επενδυτική βαθμίδα, δεν έχει την ευχέρεια για μεγάλες και διαχρονικές κρατικές παρεμβάσεις, παρά το ύψος των μεταβιβαστικών πληρωμών που δέχεται από υπερεθνικούς φορείς όπως η Ε.Ε..
Συνοπτικά, η αύξηση της διεθνούς τιμής στην ενέργεια έχει προκαλέσει μια θεμελιώδη αναταραχή στην παγκόσμια αλλά και εγχώρια οικονομία. Η αναταραχή αυτή επηρεάζει και την αγορά ενέργειας αλλά και αυτήν των τελικών αγαθών καθώς το ρεύμα είναι πρωταρχικός παραγωγικός συντελεστής. Έτσι η οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση πρέπει να στοχεύει και στις δύο αυτές αγορές, με γνώμονα την πλευρά της αθροιστικής προσφοράς καθώς εκεί είναι που εντοπίζεται το πρόβλημα. Η παρέμβαση αυτή πρέπει να γίνει στοχεύοντας στην μείωση του κόστους παραγωγής κυρίως μέσω της βραχυπρόθεσμης μείωσης φόρων. Όμως μια τέτοια κίνηση από την κεντρική κυβέρνηση πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης για κρατική παρέμβαση και του δημοσιονομικού χώρου, καθώς ελλείψει αυτού, οι δυνατότητες για κρατικές δαπάνες ή περιορισμό των εσόδων, είναι λιγοστές.
Βιβλιογραφία
ΔΕΔΔΗΕ(2022), “Στοιχεία Αγοράς Δ’ Τριμήνου 2021”, https://deddie.gr/media/19273/μερίδια-αγοράς-διασυνδεδεμένου-δικτύου-2021δ.pdf
Λεβεντάκης Ι. (2003), “Διεθνής Μακροοικονομική & Χρηματοοικονομική”, Εκδόσεις Σταμούλη.
Ναυτεμπορική (2021), “Ενέργεια: πέντε ερωτήσεις και απαντήσεις για την δραματική αύξηση των τιμών”, αναρτήθηκε από: https://m.naftemporiki.gr/story/1782103/energeia-pente-erotiseis-kai-apantiseis-gia-tin-dramatiki-auksisi-ton-timon
ΣΕΕΠΕ (2022), “Η Ελληνική Αγορά Πετρελαιοειδών”, ανακτήθηκε από: https://www.seepe.gr/
Τζουβελέκας Β. (2015), “Ειδικά Θέματα Μικροοικονομικής Θεωρίας”, Εκδόσεις Κριτική.
Bencivenga, C., Sargenti, G., D’Ecclesia, R.L. (2010). “Energy markets: crucial relationship between prices.” In: Corazza, M., Pizzi, C. (eds) Mathematical and Statistical Methods for Actuarial Sciences and Finance. Springer, Milano.
European Commission (2022), “Total Taxation Share in the End Consumer Prices for Euro-Super 95 and Diesel Oil”, ανακτήθηκε από: https://ec.europa.eu/energy/maps/maps_weekly_oil_bulletin/latest_taxation_oil_prices.pdf
European Commission (2021), “Excise Duty Tables”, ανακτήθηκε από: https://ec.europa.eu/taxation_customs/system/files/2021-09/excise_duties-part_ii_energy_products_en.pdf
European Commission (2017), “Factsheet on Energy Taxation”, ανακτήθηκε από: https://energy.ec.europa.eu/system/files/2019-07/qmv_factsheet_on_taxes_0.pdf
Guerrieri V., Lorenzoni G. & Straub L, (2020), “Macroeconomic Implications of COVID-19: Can Negative Supply Shocks Cause Demand Shortages?”, NBER Working Paper 26918.
Pepall L., Richards D. & Norman G. (2017), “Βιομηχανική Οργάνωση”, 5η Ελληνική Έκδοση, Εκδόσεις Τζιόλα.
Stiglitz J. & Rosengard J. (2015), “Economics of Public Sector”, 4th Edition, W.W. Norton.
Vairan H. (2015), “Μικροοικονομική, Μια σύγχρονη Προσέγγιση”, 3η Ελληνική Έκδοση, Εκδόσεις Κριτική.
World Bank (2021), “A Cross-Country Database of Fiscal Space”, ανακτήθηκε από: https://www.worldbank.org/en/research/brief/fiscal-space
World Government Bonds (2022), “Greece Credit Rating”, ανακτήθηκε από: http://www.worldgovernmentbonds.com/credit-rating/greece/