Γράφει ο Ανδρέας Πετρούσης
Η Αυστραλιανή Ομάδα είναι ένα ανεπίσημο φόρουμ κρατών στο οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα – άγνωστο στον περισσότερο κόσμο- το οποίο έχει ως σκοπό τον έλεγχο των εξαγωγών υλικών, εξοπλισμού και τεχνολογίας και τα οποία μπορούν υπό προϋποθέσεις να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη και απόκτηση χημικών και βιολογικών όπλων. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, ο ανεπίσημος χαρακτήρας της Ομάδας σε συνδυασμό με τον μικρό αριθμό μελών που αριθμεί, αλλά και τη διττή χρήση που έχουν πολλά από τα ανωτέρω υλικά, δημιουργούν ανεπίλυτα, προς το παρόν, ζητήματα για την Ομάδα.
Ιστορικό – Ίδρυση Αυστραλιανής Ομάδας
Το 1984, οι Ιρανικές Ένοπλες Δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν επιτίθενται στο Ιράν κάνοντας χρήση χημικών όπλων (συγκεκριμένα αερίου μουστάρδας και αερίων νεύρων), παρόλο που η χρήση τους είχε ήδη απαγορευτεί με το Πρωτόκολλο της Γενεύης το 1925. Το Ιράν ζητά από τα Ηνωμένα Έθνη (Η.Ε.) την αποστολή ομάδας ερευνητών για να εξετάσουν πιθανή χρήση χημικών από το Ιράκ. Ο Γ.Γ. των Η.Ε. Javier Perez de Cuellar, έστειλε επιτροπές έρευνας στο Ιράν τόσο το 1984, όσο και το 1986, το 1987 και άλλες τρεις αποστολές το 1988. Οι έρευνες των Η.Ε. έδειξαν ότι το Ιράκ όντως χρησιμοποίησε ταμπούν και αέρια μουστάρδας. Το σημαντικότερο κομμάτι του πορίσματος της επιτροπής αφορούσε την προμήθεια των πρώτων υλών για την παρασκευή των οπλών, η οποία είχε γίνει με νόμιμο τρόπο από εταιρείες της Δ. Γερμανίας, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και των Η.Π.Α..
Οι ανωτέρω επιθέσεις του Ιράκ είχαν ως αποτέλεσμα 7.500 νεκρούς και περισσότερους από 75.000 τραυματίες, οι οποίοι μέχρι και σήμερα λαμβάνουν φροντίδα από το σύστημα υγείας, καθώς ήρθαν σε επαφή με χημικά όπλα. Τα κράτη του Δυτικού Κόσμου, σοκαρισμένα από τα αποτρόπαια γεγονότα του ιρανο-ιρακινού πολέμου, με πρωτοβουλία της Αυστραλίας, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ελέγχου εξαγωγών υλικών τα οποία ονομάστηκαν κρίσιμα, καθώς η ύπαρξη «χαλαρών» νόμων σε κράτη όπως η Δ. Γερμανία και η ανομοιομορφία στους ελέγχους των εξαγωγών, οδήγησαν σε αύξηση των χημικών όπλων που διαθέτουν κράτη όπως το Ιράκ, η Λιβύη και η Β. Κορέα. Η ύπαρξη ανομοιομορφίας στους ελέγχους δημιουργούσε έναν επιπλέον βραχνά για τα κράτη, καθώς ιδιωτικές εταιρείες απειλούσαν να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε γειτονικά κράτη με χαλαρότερους ελέγχους. Τελικά, το 1985 η Αυστραλία πρότεινε τη δημιουργία μίας Ομάδας με σκοπό τον εναρμονισμό των εθνικών ελέγχων και αδειοδοτήσεων εξαγωγών και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών στον τομέα του εμπορίου. Η συνάντηση των κρατών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του 1985, οπότε και αποφασίστηκε η ίδρυση της Αυστραλιανής Ομάδας (Australia Group). Εκτός από τα κράτη μέλη της Ε.Ε., στα ιδρυτικά κράτη συγκαταλέγονται οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και η Ιαπωνία. Σήμερα η Αυστραλιανή Ομάδα αριθμεί 43 μέλη (42 κράτη και την Ε.Ε. σαν οντότητα), καθώς στα ιδρυτικά, προστέθηκαν τα κράτη μέλη της Ε.Ε. που μπήκαν στην Ένωση αργότερα, το Μεξικό, η Τουρκία, η Αργεντινή, η Νότια Κορέα, η Νορβηγία, η Ελβετία, η Ισλανδία και η Ουκρανία, ενώ τελευταίο – και ίσως ένα από τα σημαντικότερα μέλη καθώς πολλές βιομηχανίες (για διάφορους λόγους) πλέον εδρεύουν σε αυτήν- είναι η Ινδία.
Σκοπός της Ομάδας και Διαβουλεύσεις
Σκοπός των κρατών-μελών της Αυστραλιανής Ομάδας είναι η λήψη μέτρων αδειοδότησης, τα οποία αφορούν τις εξαγωγές χημικών, βιολογικών και τοξινικών πρώτων υλών, υλικών αλλά και εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν με διττό τρόπο, έναν νόμιμο και δευτερεύοντα αυτόν της παραγωγής χημικών και βιολογικών όπλων. Η σημαντικότητα της Ομάδας προκύπτει καθώς κράτη, αλλά και διάφορες τρομοκρατικές οργανώσεις προσπαθούν να αποσπάσουν υλικά, εξυπηρετώντας προγράμματα παραγωγής Χημικών, Βιολογικών και Τοξινικών Όπλων (CBΤW).
Επιπλέον, η Αυστραλιανή Ομάδα είναι ανοιχτή σε οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να ενταχθεί σε αυτήν, ενώ η συμμετοχή στην Ομάδα σηματοδοτεί την επιθυμία του κράτους να μην συμμετέχει κατ’ οιονδήποτε τρόπο στην εξάπλωση των χημικών και βιολογικών όπλων και στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Οι συνεδριάσεις της Ομάδας λαμβάνουν χώρα στο Παρίσι μία φορά τον χρόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα κράτη-μέλη, εκτός από συνοχή στο ζήτημα της τήρησης των Συμβάσεων για την κατάργηση των Χημικών (CWC) και των Βιολογικών και Τοξινικών (BTWC) Όπλων, εμφανίζουν και συνέπεια στην τήρηση των μέτρων που προκύπτουν από το Ψήφισμα Ασφαλείας 1540 του Ο.Η.Ε.. Η ίδια η συμμετοχή στην Ομάδα εξασφαλίζει ότι όλα τα μέλη της δεν συμμετέχουν ούτε έμμεσα στην ανάπτυξη χημικών, βιολογικών και τοξινικών όπλων, ενώ εκφράζει και την αντίθεσή τους στη χρήση όπλων CBT τεχνολογίας. Επιπρόσθετα εξασφαλίζεται ότι κυβερνήσεις και εθνικές βιομηχανίες καθώς και ερευνητικά ινστιτούτα δεν προμηθεύουν άθελά τους «κρίσιμα υλικά».
Παράλληλα με τη συμμετοχή τους στην Αυστραλιανή Ομάδα, τα κράτη-μέλη αναγνωρίζουν ότι οι περιορισμοί στις εξαγωγές δεν αντικαθιστούν τις συμβάσεις CWC και BTWC, αλλά τις συμπληρώνουν. Εξάλλου κυρίαρχο ζήτημα της Ομάδας είναι η στήριξη των στόχων των ανωτέρω Συμβάσεων και η υλοποίηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τα Άρθρα I 1a και 1b της CWC και τα Άρθρα I και III της BTWC. Βέβαια η σύμπραξη και η κοινή γραμμή των μελών της Ομάδας δεν ήταν εξαρχής δεδομένη.
Στις πρώτες συναντήσεις τους, τα κράτη-μέλη διαφώνησαν στο ποια υλικά έπρεπε να συγκαταλέγονται στη λίστα με τα «κρίσιμα υλικά» που θα εμπορεύονταν. Οι Η.Π.Α. ήθελαν να προστεθούν οχτώ υλικά, ενώ η Ε.Ε. ήθελα πέντε. Το 1989 η Λιβύη κατασκεύασε εργοστάσιο παρασκευής χημικών, αμφιβόλου μελλοντικής χρήσεως με υλικά που προήλθαν από γερμανικές εταιρείες, οπότε και τα μέλη αποφάσισαν σε αύξηση των «κρίσιμων υλικών» και σε τεχνολογίες και εγκαταστάσεις. Το 1990 η λίστα με τα υλικά που υπόκεινται σε εμπορικούς περιορισμούς αποτελούνταν από περισσότερες από 14 βασικές και 50 πρόδρομες χημικές ουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν εν δυνάμει πρώτες ύλες για παρασκευή χημικών όπλων. Την ίδια περίοδο η Ομάδα ήρθε σε επαφή με τις δημοκρατίες της Αν. Ευρώπης σε μία προσπάθεια συμφωνίας αύξησης των ελέγχων των υλικών που προμηθεύουν οι δεύτερες σε συγκεκριμένα κράτη. Ταυτόχρονα, στις ετήσιες συναντήσεις της Ομάδας, συνέχιζαν να προστίθενται υλικά. Το 2013, η λίστα «κρίσιμων υλικών» εμπλουτίστηκε, περιλαμβάνοντας 63 χημικές ουσίες, ενώ παράλληλα προστέθηκαν στις λίστες και πρώτες ύλες παρασκευής βιολογικών-τοξινικών όπλων. Συγκεκριμένα, προστέθηκαν 39 ιοί, 20 βακτήρια, 19 τοξίνες, 2 μύκητες και πληθώρα ζωικών και φυτικών παθογόνων οργανισμών.
Δράση της Ομάδας
Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα κράτη της Αυστραλιανής Ομάδας στηρίζουν τις διαπραγματεύσεις της Συνδιάσκεψης της Γενεύης, οι οποίες οδήγησαν στη CWC (13/1/1993), ενώ τα κράτη-μέλη της έχουν υπογράψει τη CWC, αλλά και την BTWC εξαρχής και είναι ενεργά μέλη του Οργανισμού για την Απαγόρευση Χρήσης Χημικών Όπλων (OPCW) τον οποίο και αναγνωρίζουν ως κύριο φορέα αντιμετώπισης της απειλής των χημικών όπλων. Η όποια επιτυχία της Ομάδας, καθώς είναι ανεπίσημη, προκύπτει από την τήρηση των Άρθρων της CWC που προαναφέρθηκαν και είναι ικανή να αναχαιτίσει τη χρήση χημικών και βιολογικών για παρασκευή όπλων. Τέλος, οι περιορισμοί που έχουν τεθεί στα πλαίσια της συμμετοχής στην Ομάδα, βοηθούν το εμπόριο χημικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για ειρηνικούς σκοπούς. Από το 5ο Συνέδριο της Ομάδας το 2001 και έπειτα, τα μέλη της Ομάδας συμβάλλουν στην προώθηση μέτρων εμπιστοσύνης που αφορούν και τη παρασκευή και χρήση βιολογικών όπλων.
Τα πεδία στα οποία εφαρμόζονται περιορισμοί στις αδειοδοτήσεις εμπορίου είναι τα εξής:
- Εγκαταστάσεις, τεχνολογία και εξοπλισμός παραγωγής χημικών διττής χρήσης (πχ υλικά κατασκευής βαλβίδων από ταντάλιο, ένα υλικό που είναι απρόσβλητο από οξέα, θερμοκρασίας μέχρι 150Ο C.)
- Παθογόνους οργανισμούς και τοξίνες που συναντώνται σε ζώα και στον άνθρωπο [πχ ιός κίτρινου πυρετού, ιός ευλογιάς, βακτήριο της πανώλης και της χολέρας, μύκητας Coccidioides από το χώμα στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ (πυρετός της κοιλάδας), τοξική ρικίνη από το φυτό ρετσινολαδιά και σαξιτοξίνη από το κέλυφος των μυδιών].
- Παθογόνους οργανισμούς που συναντώνται σε φυτά [πχ βακτήριο biovar 2 που συναντάται σε πατάτες, Μύκητας Tilletia indica που προσβάλλει τα σιτηρά, Ιός Banana Bunchy Top (BBTV) της μπανάνας].
- Πρώτες ύλες διττής χρήσης, όπως το βενζοϊκό οξύ που χρησιμοποιείται ως συντηρητικό τροφίμων και το φθοριούχο κάλιο που χρησιμοποιείται σε οδοντόκρεμες.
Από τα ανωτέρω προκύπτει η ευκολία με την οποία συναντώνται κάποιες από τις κρίσιμες ύλες, στη φύση, σε φυτά και σε ζώα, αλλά και η δυσκολία περιορισμού του εμπορίου τους.
Η σημαντικότητα της Ομάδας όμως, έγκειται στους εμπορικούς περιορισμούς που τίθενται κατά το εμπόριο «κρίσιμων υλικών». Οι ίδιοι οι περιορισμοί δημιουργούν μία διαφάνεια στις εξαγωγές η οποία επιτρέπει αφενός το μπλοκάρισμα ύποπτων συναλλαγών, αλλά και τη στήριξη του εμπορίου υλικών που προορίζονται για ειρηνικούς σκοπούς. Αξίζει να τονιστεί ότι οι περιορισμοί σε εξαγωγές αφορούν συγκεκριμένα κράτη-προορισμούς, τα οποία είναι ύποπτα για κατασκευή CBTW (Λιβύη, Συρία, Β. Κορέα) ή για παροχή των υλικών σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι τα μέτρα που αφορούν τις εξαγωγές, περιορίζονται σε μέτρα διάδοσης «κρίσιμων υλικών» και δεν έχουν σκοπό ούτε να ευνοήσουν την ανάπτυξη συγκεκριμένων βιομηχανιών εις βάρος άλλων, ούτε να περιορίσουν της νόμιμες συνδιαλλαγές ιδιωτικών επιχειρήσεων με κράτη. Εξάλλου και οι ίδιες οι επιχειρήσεις νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια όταν γνωρίζουν ότι τα προϊόντα που εξάγουν δεν έχουν διττή χρήση. Οι ίδιοι οι περιορισμοί στις αδειοδοτήσεις εμπορίου έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στο γενικό εμπόριο χημικών και βιολογικών υλικών και εξοπλισμού.
Κλείνοντας, για να βοηθηθούν τα κράτη μέλη στην εφαρμογή του ελέγχου των υλικών, οι Η.Π.Α. έχουν εκδώσει δύο τόμους (Australia Group Common Control List Handbook vol I & II) που περιλαμβάνουν όλα τα χημικά και βιολογικά υλικά και τους περιορισμούς που πρέπει να τίθενται κατά το εμπόριό τους. Οι δύο τόμοι αποτελούν ανεπίσημο έγγραφο της Ομάδας.
Αποτελεσματικότητα της Ομάδας και Παραβιάσεις
Η αποτελεσματικότητα των δράσεων της Ομάδας είναι δύσκολη στο να προσδιοριστεί. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι ο περιορισμός και ο έλεγχος των εξαγωγών υλικών και τεχνολογίας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή CBΤW, δεν αρκεί για να δημιουργήσει πλήρη αποκλεισμό της παρασκευής των συγκεκριμένων όπλων.
Επιπρόσθετα, από το 1992 και έπειτα η Αυστραλία, ως Πρόεδρος της Ομάδας, είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση περισσότερων από 60 κρατών για τις δράσεις της Ομάδας και τους σκοπούς της. Το 1999, κατά της συνεδρίαση της Ομάδας, αποφασίστηκε η αύξηση των δράσεων ώστε να πειστούν περισσότερα κράτη να συμμετάσχουν σε αυτήν, να λάβουν μέτρα περιορισμών στις εξαγωγές των προϊόντων τους, ενώ αποφασίστηκε να αυξηθούν οι ενημερώσεις κρατών που δεν είναι στην Ομάδα. Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα η Ομάδα έχει μικρό αριθμό κρατών-μελών.
Τελικά, η επιτυχία της ομάδας είναι περιορισμένη. Σαν ανεπίσημος οργανισμός, η Αυστραλιανή Ομάδα δεν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή άλλα τιμωρητικά μέτρα κατά των κρατών που αποκτούν χημικά όπλα ή κατά μελών της ομάδας που επιλέγουν να αγνοήσουν τους ελέγχους του οργανισμού, αλλά πρέπει να βασίζεται σε μεγαλύτερους διεθνείς φορείς και στη δύναμη των μεμονωμένων μελών. Επιπλέον πολλά κράτη του Τρίτου Κόσμου, σε μία προσπάθεια ώθησης των οικονομικών τους, έχουν αρχίσει να προμηθεύουν «κρίσιμες πρώτες ύλες» σε έθνη που αναζητούν Χημικά Όπλα, με τον Όμιλο της Αυστραλίας να μην διαθέτει τα μέσα για να μεσολαβήσει σε αυτές τις συναλλαγές. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο κανένα κράτος της Αφρικανικής Ηπείρου δεν είναι μέλος της Ομάδας.
Ο περιορισμένος ρόλος της ομάδας αποδεικνύεται και από δύο περιπτώσεις παραβίασης των περιορισμών του εμπορίου. Στην πρώτη περίπτωση, το 2013 στη Μ. Βρετανία ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο καθώς βρετανικές εταιρείες εξήγαγαν προς τη Συρία – κατόπιν αδειοδοτήσεως από το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας – φθοριούχο νάτριο και κάλιο (υλικά παρασκευής οδοντόκρεμας αλλά και χημικών όπλων), υλικά που υπόκειται σε περιορισμούς στα πλαίσια της Αυστραλιανής Ομάδας. Οι άδειες ανακλήθηκαν μετά από πόρισμα της Επιτροπής Ελέγχου Εξαγωγών Όπλων της Βουλής των Κοινοτήτων, μετά από 6 μήνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εταιρείες είχαν συμφωνία με τη Συρία για εξαγωγές, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρος ο αποδέκτης των υλικών.
Επιπλέον, το 2014, κατά την προεκλογική περίοδο, το κόμμα της Αριστεράς στη Γερμανία κατηγόρησε την κυβέρνηση 2002-2003 (Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων) και την αντίστοιχη του 2005-2006 (Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών) ότι έδωσε άδειες σε εταιρείες να εξάγουν σε φαρμακευτική εταιρεία στη Συρία, πρώτες ύλες τις οποίες το καθεστώς Άσαντ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για παρασκευή σαρίν. Η Καγκελάριος απάντησε ότι τα χημικά προορίζονταν για εκμετάλλευση για ειρηνικούς σκοπούς (κοσμήματα, οδοντόκρεμες, επεξεργασία μετάλλων). Το κόμμα της Αριστεράς κατηγόρησε τις κυβερνήσεις ότι ήταν συν-υπεύθυνες για τις δολοφονίες από τις επιθέσεις με χημικά στη Δαμασκό, στις 21 Αυγούστου 2013. Παρόμοια υπόθεση αποτελεί το εμπόριο ισοπροπανόλης από θυγατρική εταιρεία γερμανικής εταιρείας στο Βέλγιο, μέσω Ελβετίας προς τη Συρία το 2014. To 2019, κατατέθηκε φάκελος προς τον OPCW με τα δεδομένα των ανωτέρω εμπορικών συνδιαλλαγών ώστε να εξεταστεί εάν η Γερμανία παραβίασε τα Άρθρα του CWC, καθώς ισοπροπανόλη χρησιμοποιήθηκε για παρασκευή αερίου σαρίν το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε επιθέσεις στην πόλη Khan Shaykhun του Ιντλίμπ.
Συμπερασματικά, η Αυστραλιανή Ομάδα είναι ένα ανεπίσημο φόρουμ με δράση που αφορά τους περιορισμούς στο εμπόριο «κρίσιμων υλικών, τεχνολογιών και εγκαταστάσεων» τα οποία έχουν διττή χρήση, μία για ειρηνικούς σκοπούς και μία για παραγωγή Χημικών, Βιολογικών και Τοξινικών Όπλων. Η Ομάδα καθώς είναι ανεπίσημη, δυσκολεύεται να επιβάλει κυρώσεις σε όποιον παραβιάζει τους κανόνες της. Η δράση της περιορίζεται τελικά, στην αύξηση του κόστους προμήθειας συγκεκριμένων υλικών από κράτη, αυξάνοντας τελικά το κόστος παρασκευής CBTW, καθιστώντας τα ασύμφορα για τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Επιπλέον συμβάλλει στο μπλοκάρισμα των διαδρομών που ακολουθούν όσοι προμηθεύονται «κρίσιμα υλικά και τεχνολογίες», οδηγώντας το εμπόριο σε διαδρομές που ανεβάζουν το κόστος των υλικών, καθιστώντας τα επιπλέον ασύμφορα. Τέλος, μέσω της απαγόρευσης προμήθειας συγκεκριμένων υλικών και τεχνολογίας σε κράτη, αυτά οδηγούνται στην προσπάθεια κατασκευής CBΤW με μη αποδοτικές μεθόδους. Το κυριότερο πεδίο στο οποίο η Αυστραλιανή Ομάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα είναι η αφύπνιση των κρατών-μελών και των βιομηχανιών τους σχετικά με το ρίσκο και τα ζητήματα που προκαλεί το – χωρίς περιορισμούς – εμπόριο υλικών και τεχνολογίας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για παρασκευή CBΤW.
Βιβλιογραφία
Arms Control Association (2021). The Australia Group at a Glance. Διαθέσιμο σε: https://www.armscontrol.org/factsheets/australiagroup
DW, (2019). German firms sent weapons-grade chemicals to Syria despite sanctions — report. Διαθέσιμο σε: https://www.dw.com/en/german-firms-sent-weapons-grade-chemicals-to-syria-despite-sanctions-report/a-49355063
Melissa Petruzzello, (2015). Australian Group, Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/Australia-Group
The Australia Group, (2007). Διαθέσιμο σε: https://www.dfat.gov.au/publications/minisite/theaustraliagroupnet/site/en/activities.html
Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εξωτερικών (2018). Μη – Διασπορά και Αφοπλισμός (Όπλα Μαζικής Καταστροφής). Διαθέσιμο σε: https://www.mfa.gr/exoteriki-politiki/pagkosmia-zitimata/aphoplismos-opla-mazikes-katastrophes.html
Ναυτεμπορική, (2013). Βρετανία: Σάλος με την πώληση υλικών για χημικά όπλα στη Συρία. Διαθέσιμο σε: https://m.naftemporiki.gr/story/692936/bretania-salos-me-tin-polisi-ulikon-gia-ximika-opla-sti-suria
Παπαρτζή Φ., Γαβουνέλη Μ., Κυριακόπουλος Γ., Γουργουρίνης Α., (2020). Κείμενα Διεθνούς Δικαίου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.