γράφει ο Γιώργος Χαμηλάκης
Το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) κατοχυρώνει την έννοια της μη διακριτικής μεταχείρισης. Οι αρχές της μη διάκρισης, της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης αποτελούν μερικά από τα θεμέλια των γενικών κανόνων δικαίου. Είναι αναμφισβήτητο ότι το δικαίωμα στη μη διάκριση, τουτέστιν η απαγόρευση των διακρίσεων, είναι μια νευραλγική εγγύηση για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και για την προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και για την διασφάλιση της προστασίας τους. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην βιβλιογραφία, η κωδικοποίηση αυτού του δικαιώματος στην Ε.Σ.Δ.Α., υπό το άρθρο 14 της Σύμβασης, παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα αποδυναμωμένη, τουλάχιστον έως αρκετά πρόσφατα.
Σε αντιδιαστολή με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966 το οποίο συμπεριέλαβε μία ολοκληρωτική απαγόρευση των διακρίσεων σε όλους εκείνους τους τομείς στους οποίους το Κράτος μπορεί να ασκήσει εξουσία, η ΕΣΔΑ δεν είχε κατορθώσει αρχικά κάτι τέτοιο. Για να καλυφθεί αυτό το κενό, χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια από την θέση σε ισχύ της αρχικής Σύμβασης (1953). Έτσι, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και της αρχής της μη διάκρισης επήλθε μετά την εισαγωγή του Πρωτοκόλλου 12 καθώς και με τον σταδιακό εμπλουτισμό της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Κυρίως δε, η νομολογία αυτή υπήρξε το καθοριστικό στοιχείο για την προοδευτική ερμηνεία του άρθρου 14, λαμβάνοντας υπόψιν τις σύγχρονες προκλήσεις των ευρωπαϊκών κρατών και των λαών τους, και οδηγώντας τελικά στην διεύρυνση της εφαρμοσιμότητας του επίμαχου άρθρου.
Έτσι, σημαντική υπόθεση για την έννοια της αρχήςτης μη διάκρισης υπήρξε, μεταξύ και αντί πολλών άλλων, η «D.H. κατά Τσεχίας». Το Δικαστήριο σε αυτήν την υπόθεση έκρινε ότι: «Το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ απαγορεύει τις διακρίσεις, όταν αυτές λαμβάνουν χώρα άνευ αντικειμενικής και εύλογης δικαιολόγησης, προσώπων που βρίσκονται σε ουσιωδώς παρόμοιες καταστάσεις». Συνεπώς, η οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση δε συνεπάγεται αυτόματα και μια απαγορευμένη διάκριση. Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως. Δηλαδή, όπως ανέδειξε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση «Θλιμμένος κατά Ελλάδος», το δικαίωμα στη μη διάκριση βάλλεται, όταν τα κράτη άνευ αντικειμενικής ή εύλογης δικαιολόγησης δεν αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τα άτομα, τα οποία βρίσκονται σε ουσιωδώς διαφορετικές καταστάσεις.
Πάντως, ο προσφεύγων είναι αυτός ο οποίος σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να αποδείξει ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι υπέστη κάποιου είδους διάκριση και τότε το κατηγορούμενο κράτος οφείλει με τη σειρά του να αποδείξει πως η αντιμετώπιση στην οποία προέβη εναντίοντου εν λόγω ατόμου, ήταν νόμιμη ή/και η διάκριση επαρκώς δικαιολογημένη.
Από τις πιο συνηθισμένες είναι οι κατηγορίες περί ύπαρξης διάκρισης με βάση το φύλο, πάνω στις οποίες ο γράφων θα ήθελε να κάνει ειδική μνεία. Το ΕΔΔΑ έχει διαπιστώσει πως για τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης η προαγωγή της ισότητας των φύλων αποτελεί κεντρικό σκοπό. Ακόμα και κατά τη δεκαετία του 1980 το Δικαστήριο αποφαινόταν πως θα έπρεπε να διέτρεχαν εξαιρετικά σημαντικοί και έκτακτοι λόγοι, για να δικαιολογηθεί μια διάκριση βάσει φύλου. Για αυτόν τον λόγο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θεσμοθετημένη απόκλιση ορίου συνταξιοδότησης μεταξύ των δύο φύλων. Η διαφορά αυτή στα συνταξιοδοτικά χρονικά όρια είχε αρχικά ως στόχο από τα κράτη το αντιστάθμισμα της μειονεκτικής θέση, που παραδοσιακά κατείχαν οι γυναίκες στην αγορά εργασίας και στην οικονομική ζωή. Για αυτό, παραμένει ως εξισορροπητικό μέτρο αυτή η ευνοϊκή για τις γυναίκες μεταχείριση μέχρι να επιτευχθεί εκείνο ακριβώς το σημείο της οικονομικής αλλά και κοινωνικής ισορρόπησης. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο στην ερμηνεία της ΕΣΔΑ επιτρέπει μιας «θετικής» μορφής διάκρισης, στο ίδιο πνεύμα και σκεπτικό (mutatis mutandis) με τους κείμενους νόμους περί “Affirmative Action” που ισχύουν στις ΗΠΑ σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο. To AffirmativeAction είναι μία μορφή θετικής διάκρισης που απευθύνεται σε κοινωνικές ομάδες οι οποίες ιστορικά αποκλείονταν από την αγορά εργασίας και από την εκπαίδευση, όπως είναι οι γυναίκες και οι φυλετικές μειονότητες, και σκοπό έχει την άρση των διαφορών και ανισοτήτων μέσω ευνοϊκότερων μέτρων για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Ο μη ανεξάρτητος χαρακτήρας που καταρχήν διέπει το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, κατάφερε να «ελεγχθεί» και να ερμηνευθεί εκτενώς σε πολλές περιπτώσεις, από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστήριού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έχει καταφέρει να εφαρμόζει την αρχή της μη διάκρισης ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει ρητή (explicit, or verbatim) παραβίαση διατάξεων της ΕΣΔΑ. Το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμόν 12 έχει συντελέσει σε αυτό, διευρύνοντας τους τομείς στους οποίους τα κράτη χρειάζεται να εφαρμόσουν πολιτικές ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη διάκρισης. Επικουρικά μέσα για την επίτευξη αυτού αποτελούν ο έλεγχος των στατιστικών στοιχείων, η μετάθεση του βάρους απόδειξης κ.ά.. Τέλος, απαγορευμένες διακρίσεις δεν αποτελούν μόνο οι «παραδοσιακές» διαφορετικές μεταχειρίσεις εις βάρος ατόμων λόγω φύλου ή ιθαγένειας, αλλά υφίστανται και άλλες απαγορευμένες διακρίσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα λόγω προβλημάτων υγείας, αναπηρίας, γενετικών χαρακτηριστικών, κ.ά.. και άπτονται κρίσιμων τομέων των ευρωπαϊκών κοινωνιών όπως είναι η εργασία και η εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία