Loading...
Κλιματική Αλλαγή, Περιβαλλοντολογικά Προβλήματα και Δίκαιο Ενέργειας

Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ενεργειακό τομέα

Γράφει η Ανθή Κονδυλάτου

Ο τομέας της ενέργειας αποτελεί διαχρονικά ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα και στοιχήματα καθώς και ένα βαρυσήμαντο πεδίο επιστημονικού και κοινωνικού διαλόγου. Από την άλλη, οι αρμοδιότητες συνιστούν ένα νομικό εργαλείο, μέσω του οποίου η Ένωση επιδιώκει να πετύχει τους στόχους της. Για πρώτη φορά, με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, το πρωτογενές δίκαιο διακρίνει ρητώς τις κατηγορίες των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, με βάση τον βαθμό εμπλοκής των κρατών μελών κατά την άσκησή τους. Η κατηγοριοποίηση αυτών έχει ως εξής: αποκλειστικές αρμοδιότητες, συντρέχουσες αρμοδιότητες, υποστηρικτικές αρμοδιότητες, αρμοδιότητες συντονισμού οικονομικής και πολιτικής απασχόλησης και αρμοδιότητες σχετικές με την εξωτερική πολιτική και την άμυνα. Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ενέργειας είναι συντρέχουσα.

Οι συντρέχουσες αρμοδιότητες συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον μεταξύ των ενωσιακών αρμοδιοτήτων και υφίστανται όταν δεν θεμελιώνεται στην Συνθήκη κάποιο άλλο είδος αρμοδιότητας. Όταν η Συνθήκη κάνει λόγο για τέτοιες αρμοδιότητες, τόσο η Ένωση όσο και τα κράτη μέλη μπορούν να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις, ενώ τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους στο βαθμό που η ΕΕ δεν έχει ασκήσει ακόμα τις δικές της ή έχει αποφασίσει να μην τις ασκεί πλέον. Κατόπιν αυτής της γενικής διατύπωσης για τις συντρέχουσες αρμοδιότητες της ΕΕ, έρχεται στη συνέχεια η Συνθήκη της Λισαβόνας να εξειδικεύσει έτι περαιτέρω το ζήτημα. Ο λόγος αφορά στο άρθρο 194 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο επαναδιατυπώνει και διανθίζει τους βασικούς στόχους της ενεργειακής πολιτικής μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, η ασφάλεια εφοδιασμού, η ενεργειακή αποδοτικότητα και η εξοικονόμηση ενέργειας. Μέσα από το επίμαχο άρθρο, το οποίο έχει ως κύριο στόχο την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, επιχειρείται να δομηθεί η ενεργειακή πολιτική μέσα από τους τέσσερις αυτούς στόχους. Κατά τούτο, σκόπιμη κρίνεται μια εξατομικευμένη αναφορά σε κάθε έναν χωριστά, προκειμένου να γίνει κατανοητό το πεδίο εφαρμογής τους.

Πρώτος εξ αυτών είναι η διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Μια πλήρως ολοκληρωμένη και εύρυθμα λειτουργούσα εσωτερική αγορά ενέργειας διασφαλίζει προσιτές τιμές ενέργειας, παρέχει τους αναγκαίους όρους για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια και ως εκ τούτου ανοίγει τον λιγότερο δαπανηρό δρόμο προς την κλιματική ουδετερότητα. Ο δεύτερος στόχος αφορά στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, ήτοι στη διαβεβαίωση ότι ενεργειακές ελλείψεις που απορρέουν από διακοπές στην παροχή ενεργειακών πόρων ή και στην εξισορρόπηση προσφοράς-ζήτησης, δεν θα επηρεάζουν ανασταλτικά την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, την κοινωνικοπολιτική σταθερότητα και την ασφάλεια μιας χώρας. Ακρογωνιαίο λίθο για την πολιτική της ΕΕ στον τομέα της ενέργειας συνιστά και η προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας μαζί με την ταυτόχρονη ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Η συμπερίληψη της αναφοράς στην ανάπτυξη των ΑΠΕ καταδεικνύει τη στενή σχέση της ανάπτυξης της ενεργειακής πολιτικής με την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης επιδρά στην κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας χωρίς να μειώνει την παραγωγική δραστηριότητα, με ταυτόχρονη ενίσχυση των μηχανισμών προώθησης των ΑΠΕ. Σχετικά με την προώθηση των ΑΠΕ ενδεικτικά μέτρα που μπορούν να ληφθούν από τα κράτη μέλη είναι η απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας, φορολογικά κίνητρα και επιδοτήσεις. Τελευταίος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός, στόχος που επιδιώκεται από την ΕΕ και τα κράτη μέλη, αναφορικά με τον εν λόγω τομέα, είναι η διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Τα ενεργειακά δίκτυα, οι υποδομές δηλαδή μεταφοράς ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, πετρελαίου και άλλων καυσίμων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές, συνιστούν αρτηρίες μέσα από τις οποίες οι πολίτες εφοδιάζονται με τους αναγκαίους ενεργειακούς πόρους για την ικανοποίηση των ενεργειακών τους αναγκών. Η προσιτή, σταθερή και αποδοτική ροή ενεργειακών πόρων στα κράτη που διασφαλίζεται μέσα από την διασύνδεση των ευρωπαϊκών δικτύων είναι αναγκαία τόσο για την ευδοκίμηση των κρατών όσο και για την πολιτική τους σταθερότητα.

Συγκεφαλαιωτικά, όταν οι Συνθήκες απονέμουν στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτόν. Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους στο μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της. Με τη θεσμοθέτηση της ΕΕ και τη θέσπιση αντίστοιχων υποχρεώσεων συμμόρφωσης με τις ευρωπαϊκές επιταγές διακυβέρνησης, ο κυρίαρχος ρόλος των κρατών μελών  παρουσιάζεται μάλλον αποδυναμωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Άραγε υπάρχει πρόθεση ανατροπής αυτής της προσέγγισης ή θα συνεχιστεί η πολιτική της αύξουσας εκχώρησης σημαντικών αρμοδιοτήτων στα κράτη μέλη με αβέβαια αποτελέσματα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό αφενός από το βαθμό επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί σύμφωνα με το αρ. 194 ΣΛΕΕ αλλά και από την διασφάλιση τόσο της προστασίας όσο και της βελτίωσης του περιβάλλοντος, η οποία διατρέχει την πολιτική της Ένωσης σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς της.

Βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές