Γράφει ο Στέργιος Βογιατζής
Με την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και ιδίως της Σοβιετικής Ένωσης, η Κούβα έχασε όχι μόνο τις προνομιακές τιμές αλλά και την εγγυημένη αγορά της. Οι νέες κυβερνήσεις της Ρωσίας και του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, συχνά εχθρικές προς τον κουβανικό κομμουνισμό, απαίτησαν όχι μόνο το μελλοντικό εμπόριο να διεξάγεται σε αξιόπιστο και σταθερό νόμισμα, αλλά και η Κούβα να αποπληρώνει τα συσσωρευμένα της χρέη. Οι εμπορικές σχέσεις πλέον με την Κούβα είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί. Το ισχυρότερο, ίσως, πλήγμα ήταν η απώλεια της σοβιετικής βοήθειας, που ισοδυναμούσε ετησίως μεταξύ 3 και 4 δις δολαρίων κυρίως με τη μορφή επιδοτούμενων τιμών και εμπορικών πιστώσεων.
Στο εσωτερικό της χώρας είχαν δημιουργηθεί σοβαρές ελλείψεις στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες, κάτι που προκάλεσε απώλειες στην παραγωγή, με βασική συνέπεια την υιοθέτηση αυστηρών μέτρων λιτότητας. Τα καταναλωτικά αγαθά επίσης όλων των τύπων έγιναν εξαιρετικά σπάνια, η ανεργία αυξήθηκε ραγδαία και το βιοτικό επίπεδο μειώθηκε απότομα. Το διατροφικό πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα εμφανές κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, παρά τις όποιες προσπάθειες να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Βέβαια σε αυτή την προσπάθεια στόχος ήταν τα παιδιά, οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι να προστατευθούν μέσω της δωρεάν διανομής τροφίμων και προγραμμάτων διατροφής στο χώρο εργασίας και στα σχολεία.
Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την μείωση των εισαγωγών ήταν η διασφάλιση καθαρού πόσιμου νερού. Η ικανότητα της χώρας να παράγει χλωρίωση, έτσι ώστε το νερό να παραμένει ασφαλές μειώθηκε ραγδαία, κάτι που δημιούργησε προβλήματα στον πληθυσμό. Συγκεκριμένα η χλωρίωση του συστήματος ύδρευσης από το 98%, που ήταν το 1988, έπεσε στο 26% το 1994. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Ιουλίου του 1994 μόνο το 13% των δημοτικών συστημάτων ύδρευσης της χώρας είχαν χλωρίωση. Αυτό στον πληθυσμό επέφερε θνησιμότητα λόγω των ασθενειών, που έφεραν συμπτώματα διάρροιας σε ποσοστό που ανήλθε στο 6,8% το 1993 από 2,7% το 1989 (ανά 100.000 πληθυσμό). Να σημειωθεί πως εμφανίστηκαν και άλλες ασθένειες λόγω της μη ποιοτικής διατροφής, της μη καθαριότητας των σπιτιών και της γενικότερης υγιεινής των ανθρώπων. Για παράδειγμα αυξήθηκαν οι περιπτώσεις φυματίωσης και άλλων ασθενειών μεταδοτικών και παρασιτικών, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκαν κατά 77% οι θάνατοι από τον ιό της γρίπης και από την πνευμονία. Από το 1994, ωστόσο, η καθαριότητα και η γενικότερη δημόσια υγιεινή σε συνδυασμό με την κατάσταση των ιατρικών εγκαταστάσεων, άρχισαν να επηρεάζουν και άλλες πληθυσμιακές ομάδες καθώς άρχισαν να αυξάνονται οι θάνατοι.
Σε επίπεδο οικονομίας, μεταξύ 1989 και 1994 η αξία του κουβανικού εμπορίου με τη Σοβιετική Ένωση μειώθηκε κατά 89%. Συγκεκριμένα, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών από το 66% το 1990 καταρρέουν στο 15% το 1994, ενώ ακόμη η συνολική αξία του εμπορίου της Κούβας συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 75%. Παρόλα αυτά οι εμπορικές σχέσεις δεν διακόπηκαν πλήρως. Μια εμπορική συμφωνία με τη Ρωσία του 1991 προέβλεπε τη συνέχιση της εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου και σιτηρών με αντάλλαγμα την κουβανική ζάχαρη, το νικέλιο και τα εσπεριδοειδή, αλλά με συναλλαγματικές ισοτιμίες, που ήταν κατά πολύ λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με πριν. Εν τέλει η Κούβα δέχτηκε μόλις 1 εκατομμύριο τόνο πετρελαίου, το 1/3 δηλαδή των εκτιμώμενων αναγκών της. Το αποτέλεσμα, βεβαίως, ήταν η έλλειψη ενέργειας και οι κατά περιόδους διακοπές της ηλεκτροδότησης, που δυσχέραινε τόσο την εγχώρια παραγωγή όσο και την καθημερινή ζωή των πολιτών. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε τα ΜΜΕ στους χώρους εργασίας για να προωθήσει τη χρήση ποδηλάτου αντί αυτοκινήτου λόγω σοβαρής έλλειψης πετρελαίου.
Παρά το γεγονός, πως η περίοδος χαρακτηρίστηκε ως η χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της επανάστασης, το 1990 ο Κάστρο την ανήγγειλε ως την αρχή της «Ειδικής Περιόδου σε μια στιγμή της ειρήνης». Η οικονομική στρατηγική της Αβάνας ήταν σαν να βρίσκεται σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση. Οπότε αυτό σήμαινε έλεγχος και περιορισμός της κατανάλωσης, μείωση των δαπανών και ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής τροφίμων. Το σχέδιο της Ειδικής Περιόδου ήταν μια προσωρινή και βραχυπρόθεσμη στρατηγική, με στόχο να αντέξει τη μετάβαση, στην οποία η Κούβα θα αναπροσάρμοζε τις διεθνείς εμπορικές της σχέσεις και θα προσαρμοζόταν στην απώλεια των σοβιετικών επιδοτήσεων.
Ωστόσο, να σημειωθεί, πως το καθεστώς δεν θα άλλαζε ιδιαίτερα την κεντρικά προγραμματισμένη οικονομία. Ίσως η πιο σημαντική αλλαγή, που αποφάσισαν να πράξουν, ήταν ο στόχος για ενίσχυση της αυτάρκειας ώστε να μειωθούν οι ανάγκες σε εισαγωγές. Αυτή η στρατηγική απαιτούσε αύξηση των ξένων επενδύσεων και εκμετάλλευση του τουρισμού.
Όμως από το 1993 ήταν ξεκάθαρο, ότι τα μέτρα αυτά ήταν ανεπαρκή, παρά τις αρκετές αλλαγές που συντελούνταν ανά τακτά διαστήματα στα μέλη του κυβερνητικού σχήματος με στόχο την βελτίωση της κρίσης. Από το 1989 έως το 1993, το ΑΕΠ της Κούβας μειώθηκε κατά 35%. Η παραγωγή, που διακόπηκε κατά 70% στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Η γεωργική παραγωγή μειώθηκε στο 36%, η συνολική κατανάλωση μειώθηκε κατά 27% και η οικογενειακή κατανάλωση κλυδωνίστηκε ακόμα πιο έντονα, πέφτοντας στο 33%. Επιπλέον, παρουσιάστηκαν ελλείψεις τροφίμων και προβλήματα υγείας που συνδέονταν άμεσα με την κακή και ελλιπή διατροφή.
Η πολιτική δυσαρέσκεια, λόγω της οικονομικής κρίσης, προκάλεσε σοβαρές αντι-κυβερνητικές αναταραχές και αυξανόμενες πιέσεις για μετανάστευση, με αποκορύφωμα την λεγόμενη «κρίση» του 1994, όταν και αποχώρησαν δεκάδες χιλιάδες Κουβανοί για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήδη από τα τέλη του 1993, η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ενέκρινε σειρά εσωτερικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες ισοδυναμούσαν με de facto αναγνώριση, ότι οι αλλαγές στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Μερικές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν, η νομιμοποίηση της αυτοαπασχόλησης στα περισσότερα επαγγέλματα, η μείωση των επιδοτήσεων σε κρατικές επιχειρήσεις, σε μη ουσιώδη καταναλωτικά αγαθά, ενώ μεταξύ άλλων νομιμοποιήθηκε το δολάριο ως μέσο συναλλαγής. Επιπλέον, συνεχίστηκε η έμφαση στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στην επέκταση του τουρισμού.
Οι νόμοι, που αφορούσαν τις ξένες επενδύσεις, ήταν αυστηροί και άκαμπτοι. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κούβα άρχισε να προσβλέπει στο ξένο κεφάλαιο ως αντικατάσταση της σοβιετικής βοήθειας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, η Κούβα είχε 70 νέες ξένες επενδύσεις, κυρίως στον τουρισμό. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο ήταν οι γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που κατέστησαν την Κούβα μια από τις πιο «φιλικές προς επένδυση» χώρες στη Λατινική Αμερική.
Παρόλο, που ο νόμος Helms-Burton του 1996 είχε ως στόχο να εμποδίσει τις ξένες επενδύσεις στην Κούβα, φάνηκε τελικά πως τα κυριότερα εμπόδια ήταν εσωτερικά. Παραδείγματος χάρη, η επενδυτική αναξιοπιστία της, η οποία σύμφωνα με την Euromoney κατέτασσε την Κούβα ως μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες (εν συνόλω 167) για ξένες επενδύσεις.
Ως προς το εξωτερικό χρέος η επαναδιαπραγμάτευσή του ήταν εξίσου σημαντική, για να αποκαταστήσει τη διεθνή της πίστωση και να καταστεί ελκυστική για τους επενδυτές. Το χρέος της Κούβας σε σκληρό νόμισμα υπολογίστηκε περί τα 11 δις δολάρια το 1999, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου οφειλόταν στις ευρωπαϊκές τράπεζες και στην Ιαπωνία. Η Κούβα στα αμέσως επόμενα χρόνια επαναδιαπραγματεύθηκε με επιτυχία την αποπληρωμή ορισμένων βραχυπρόθεσμων οφειλών με την Ιαπωνία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, δίνοντας το έναυσμα στις χώρες αυτές να αρχίσουν εκ νέου την χρηματοδότηση των εξαγωγών για να διευκολύνουν το εμπόριο.
Τέλος, παρά τις μακροχρόνιες δυσκολίες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο φαίνεται να δείχνει μεγάλη αντοχή στον χρόνο η Κούβα. Ωστόσο οι νεότερες γενιές δείχνουν να δυσανασχετούν για το παρόν καθεστώς, που εγκλωβίζει την εξωστρέφεια που διαθέτει ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος μέσω τον πολιτικών της επιλογών. Το ερώτημα που τίθεται εν τέλει είναι, ποιο θα είναι το μέλλον αυτής της χώρας και για πόσο θα επικρατεί το παρόν καθεστώς με αυτήν την πολιτική.
Βιβλιογραφία
104th Congress of USA. (1996, 03 12). govinfo.Διαθέσιμο σεgovinfo: https://www.govinfo.gov/content/pkg/STATUTE-110/pdf/STATUTE-110-Pg785.pdf
Bobes, V. (2013, Winter). Cuban Civil Society during and beyond the Special Period. International Journal of Cuban Studies, σσ. 168-183. Διαθέσιμοσε https://www.jstor.org/stable/10.13169/intejcubastud.5.2.0168
Corrales, J. (2004). The Gatekeeper State: Limited Economic Reforms and Regime Survival in Cuba, 1989-2002. Latin American Research, 39(2), σσ. 35-65. Διαθέσιμοσε https://www.jstor.org/stable/1555400
Council on Foreign Relations. (2021). Council on Foreign Relations. ΔιαθέσιμοσεCouncil on Foreign Relations: https://www.cfr.org/timeline/us-cuba-relations
Garfield , R., Santana , S., DrPH, & RN. (1997, 01). American Journal of Public Health.Ανάκτηση 05 25, 2022, από American Journal of Public Health: https://ajph.aphapublications.org/doi/pdf/10.2105/AJPH.87.1.15
Leogrande , W. M., & Julie M. , T. M. (2002, 05). Cuba’s Quest for Economic Independence, Journal of Latin American Studies. Journal of Latin American Studies, σσ. 325-363. Διαθέσιμοσε https://www.jstor.org/stable/3875792
Perez-Lopez, J. F. (1991). Bringing the Cuban Economy into Focus: Conceptual and Empirical Challenges. Latin American Research, 26(3), σσ. 7-53. Διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/2503663
Πηγή φωτογραφίας: Damitio, Andrew (2018, 10 30), The Lessons from Cuba’s “Special Period”, Διαθέσιμοσε: https://medium.datadriveninvestor.com/the-lessons-from-cubas-special-period-980d0d15849e