Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η αξία της ανθρώπινης ζωής και η νομοθετική ρύθμιση του εγκλήματος διακοπής της κύησης στις διάφορες έννομες τάξεις

Γράφει η Χριστίνα Μουτάφη

            Η ανθρώπινη ανάγκη για συνύπαρξη εντός κοινωνίας χαρακτηριζόμενης από ευταξία, συνεργασία και δικαιοσύνη – απαραιτήτων προϋποθέσεων εξέλιξης και προόδου – οδήγησε στην επιθυμία διαμόρφωσης ευνομούμενης πολιτείας. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της νομικής επιστήμης, η οποία με τη σειρά της, ταγμένη στην υπηρεσία του ανθρώπου – δημιουργού της, ανήγαγε τη ζωή σε υψίστης σημασίας προσωπικό αγαθό άξιο μείζονος έννομης προστασίας.

            Το ποινικό μας δίκαιο αντανακλώντας το αξιακό επίπεδο της κοινωνίας μας και τις επικρατούσες σε αυτήν αντιλήψεις, στηριζόμενο στην ανέκαθεν εμφανή- και πάντως ακόμα διατηρούμενη- πεποίθηση περί του δικαιώματος όλων στη ζωή (και μάλιστα, την αξιοπρεπή ζωή κατά ρητή επιταγή του ελληνικού Συντάγματός στο αρθρ. 2 παρ.1), καθώς και στη μέγιστη κοινωνική απαξία της αφαίρεσής της, προσέδωσε και προσδίδει την ανάλογη προστασία σε αυτήν.

            Φαίνεται αυτό, αφενός από τη θέσπιση του περί εγκλημάτων κατά της ζωής κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα και τις ρυθμιζόμενες σε αυτό βαρύτατες προβλεπόμενες ποινές, και αφετέρου από την κατάργηση της άλλοτε βαρύτερης όλων των ποινών ποινής, αυτή της θανατικής, η οποία παρά την επιβολή της επί των επαχθέστερων εγκλημάτων ανθρώπων που γνώριζαν τον ισχυρότερο κοινωνικοηθικό στιγματισμό, καταργήθηκε ένεκα της πάντα υπέρτερης αξίας της ζωής.

            Η ζωή, η αξία της και η παρεχόμενη από την έννομη τάξη προστασία της δεν αναφέρεται γενικώς και αορίστως αλλά έχει ως κέντρο της τον άνθρωπο. Ουσιώδης, λοιπόν, έννοια είναι ο άνθρωπος και ο ορισμός του καταλυτικός για την προστασία της ζωής του. Πότε ξεκινά και πότε παύει να υπάρχει; Αδιαμφισβήτητα, πλέον το υλικό τέλος του, απαντάται μέσα από τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης περί σωματικού θανάτου του ανθρώπου {= παύση εγκεφαλικών λειτουργιών}. Δε συμβαίνει το ίδιο και με την υλική αρχή του. Τίθεται το ερώτημα, λοιπόν, εάν είναι και, αν ναι, από πότε το έμβρυο άνθρωπος, ώστε να είναι άξιο προς απόδοση ανάλογης με αυτόν προστασίας.

            Σε κοινωνικό επίπεδο, έμβρυο και άνθρωπος, ως έννομα αγαθά δικαιϊκής προστασίας, είναι φυσικά και κοινωνικά μεγέθη διαφορετικής κατηγορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των αμβλώσεων στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ανθρωποκτονιών με δόλο , ενώ ταυτόχρονα οι ποινικές διώξεις για τις προσβολές της ζωής περισσότερες από εκείνες για τις προσβολές του εμβρύου. Σε νομικό επίπεδο, η προστασία του εμβρύου είναι σημαντικά υποδεέστερη σε σχέση με αυτήν που προσφέρεται στον άνθρωπο από τον τοκετό μέχρι το θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πράξεις θανάτωσης του εμβρύου ή της πρόκλησης σωματικής βλάβης σε βάρος του από αμέλεια δεν είναι αξιόποινες.

            Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας, τυποποιώντας το αδίκημα της άμβλωσης, δεν ορίζει ακριβώς το υλικό αντικείμενο της προσβολής, παρά μόνο στα γενικά του χαρακτηριστικά ως κυοφορούμενο. Έχουν διατυπωθεί, στο πέρασμα του χρόνου, ποικίλες επιστημονικές θεωρίες ως προς την έννοια του κυοφορούμενου που χρήζει έννομης προστασίας. Η άποψη που θεωρήθηκε ορθότερη στην ελληνική αλλά και στην αμερικανική και εν γένει ευρωπαϊκή έννομη τάξη και υιοθετήθηκε, είναι ότι ο χρόνος έναρξης της προστασίας της εμβρυακής ζωής, της «εν γενέσει» ανθρώπινης ζωής, εκκινεί από την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στη γυναικεία μήτρα, δηλαδή 13 ή 14 ημέρες μετά τη γονιμοποίηση. Για το λόγο αυτό οι έννομες τάξεις δεν αναγάγουν σε έγκλημα τη χρήση των “morning-after-pills” (χάπι της επόμενης ημέρας) και φυσικά δεν τιμωρούν την αντισύλληψη.

            Η ανθρώπινη ζωή μετά τον τοκετό είναι άξια απόλυτης ποινικής προστασίας, ακόμη κι αν δεν έχει καμία ελπίδα ζωής. Το ίδιο είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε και για την ζωή πριν από τη γέννηση. Το γονιμοποιημένο ωάριο έχει 50% πιθανότητες να εξελιχθεί σε άνθρωπο και συνεπώς είναι πάντα άξιο προστασίας. Το ότι έγκυος κατ’ ουσία υπάρχει μόνο από την εμφύτευση θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι είναι βέβαια ζήτημα της ιατρικής επιστήμης να κρίνει πότε αρχίζει η εγκυμοσύνη -και εκεί οι γνώμες δεν είναι πάντα σύμφωνες.

            Επιπλέον, στο ερώτημα πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις που η γονιμοποίηση του ωαρίου και μια πρώτη ανάπτυξή του πραγματοποιούνται έξω από το ανθρώπινο σώμα (κύηση του σωλήνα), ή έξω απλά από τη γυναικεία μήτρα (εξωμήτρια κύηση) η απάντηση είναι απλά ότι εδώ δεν υπάρχει κυοφορούμενο με την έννοια του ποινικού νόμου. Υπάρχει, ωστόσο, σαφώς «εν γενέσει ζωή», έστω και αν βρίσκεται έξω από τη μήτρα. Εφόσον, λοιπόν, και η εξωμήτρια κύηση μπορεί, έστω και σπάνια, να οδηγήσει στη γέννηση ενός νέου ανθρώπου, για την οποία ενδιαφέρονται σαφώς τόσο η γυναίκα όσο και το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να δεχτούμε πως, όταν ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε έγκυο και κυοφορούμενο δεν περιορίζεται υποχρεωτικά στις περιπτώσεις μιας φυσιολογικής ανάπτυξης του εμβρύου μέσα στη γυναικεία μήτρα.

            Η ποινική νομοθεσία των διαφόρων κρατών ρυθμίζει το θέμα της άμβλωσης με δύο τρόπους και, συγκεκριμένα, είτε με την κατ’ αρχήν απαγόρευσή της και καθιέρωση εξαιρέσεων για ορισμένους λόγους, είτε με την καθιέρωση του επιτρεπτού αυτής, χωρίς κανένα περιορισμό, μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Η πρώτη ρύθμιση ονομάζεται «ρύθμιση ή λύση των ενδείξεων», ενώ η δεύτερη «ρύθμιση ή λύση των προθεσμιών».

            Στην περίπτωση της «ρύθμισης των ενδείξεων» τέσσερις είναι οι λόγοι («ενδείξεις») που δικαιολογούν την άμβλωση, αίροντας τον άδικο χαρακτήρα της πράξης: α) Η «ιατρική ένδειξη» όταν υπάρχει κίνδυνος για την ζωή ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας της εγκύου β) η «ευγονική ή παιδική ένδειξη» όταν συντρέχει κίνδυνος γένεσης παθολογικού παιδιού εξ’ αιτίας σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, γ) η «ηθική ή εγκληματολογική ένδειξη» όταν η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα ενός εγκλήματος κατά των ηθών και ειδικότερα, βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας και κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και δ) «η κοινωνική ή ένδειξη κατάστασης ανάγκης», όταν επιβάλλεται για την αποτροπή μίας σοβαρής κατάστασης ανάγκης.

            Στην ελληνική ποινική νομοθεσία (άρθρο 304 ΠΚ) υιοθετείται η «ρύθμιση των ενδείξεων». Η παράγραφος 4 του ανωτέρω άρθρου καθιερώνει την ιατρική, ηθική, κοινωνική και ευγονική ένδειξη ως λόγους που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της άμβλωσης, ενώ στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου άρθρου τυποποιείται το βασικό έγκλημα που συνίσταται στην ανεπίτρεπτη διακοπή της κύησης (ετεράμβλωση ή και αυτάμβλωση), με τις δύο διακεκριμένες του μορφές.

            Στην αγγλική έννομη τάξη, κοινό τόπο των εκάστοτε ρυθμίσεων αποτέλεσε η άποψη ότι η θανάτωση ενός παιδιού μέσα στη γυναικεία μήτρα ή κατά τη διάρκεια του τοκετού δεν συνιστά ανθρωποκτονία, ούτε προσβολή του προσώπου της μητέρας, αφού το έμβρυο δε θεωρείται τμήμα ή φυσική προέκταση του σώματός της, αντίθετα με ό,τι γίνεται δεκτό στην ελληνική έννομη τάξη όπου το έμβρυο αντιμετωπίζεται ως ιδιότητα του γυναικείου σώματος.

            Στο αγγλικό δίκαιο η πρόκληση του θανάτου του κυοφορούμενου πραγματώνει είτε το έγκλημα της άμβλωσης, είτε της καταστροφής του παιδιού. Στην Ιρλανδία, πλέον είναι επιτρεπτή η διακοπή της κύησης εντός των 12 πρώτων εβδομάδων αλλά και μεταγενέστερα, εφόσον συντρέχει κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία της εγκύου ή διαπιστωθεί πρόβλημα υγείας του εμβρύου ικανό να οδηγήσει στο θάνατό του πριν τον τοκετό ή εντός 28 ημερών από τη γέννηση. Στην αμερικανική έννομη τάξη προκρίθηκαν σε βάρος της εμβρυακής ζωής άλλα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της μητέρας στην ιδιωτική ζωή και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.

            Η παραπάνω θεώρηση στάθηκε αφορμή για να κατηγορηθεί το αμερικανικό δίκαιο ότι προωθεί υπερβολικά την ελευθερία της γυναίκας, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δίκαια τα οποία θεσπίζοντας μια σειρά από προϋποθέσεις αναφορικά με το επιτρεπτό της άμβλωσης κατόρθωσαν να σταθμίσουν την ελευθερία της γυναίκας ως ατόμου με τις υποχρεώσεις της ως μέλους της κοινωνίας που φέρει μέσα του μια εν δυνάμει ανθρώπινη ζωή.

            Εν γένει, η σύγκριση δεν πρέπει να περιοριστεί στο πόσο ελεύθερο ή αυστηρό είναι το νομικό καθεστώς της διακοπής της κύησης στα διάφορα δικαιικά συστήματα, αλλά να επεκταθεί στις προβαλλόμενες αξίες που επιχειρεί να εμφυσήσει μία έννομη τάξη στους κοινωνούς της αναφορικά με την ανθρώπινη ζωή σε όλα τα στάδιά της. Στο πλαίσιο ενός αυστηρού καθεστώτος, η εγκυμοσύνη δε θεωρείται ως μία διαδικασία που ανά πάσα στιγμή δύναται να διακοπεί, αλλά λαμβάνει ηθικές και κοινωνικές διαστάσεις, και σταματά να αποτελεί «προσωπική υπόθεση» της γυναίκας.

            Αντίθετα, σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς προάγονται άλλα έννομα αγαθά, όπως η υγεία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η προσωπική ελευθερία και η ιδιωτική αυτονομία. Στην προκειμένη περίπτωση, οι έννομες τάξεις αποσκοπούν στη διαφύλαξη και την βελτίωση της ποιότητας της ζωής και όχι στην άνευ όρου προστασία της ζωής αυτής καθαυτής.

            Σε κάθε περίπτωση, εδραιωμένη είναι η άποψη ότι καταλληλότερη κάθε κατασταλτικού μέτρου είναι η πρόληψη. Συνεπώς, προτιμότερο κάθε ποινής συνιστά κάθε προληπτικό μέτρο που θα μπορούσε να αφορά στη συμβουλευτική δράση συμβουλευτικών σταθμών, οι οποίοι θα βοηθήσουν στο να επιλεχθεί η ορθότερη λύση στο δίλημμα που έχει ήδη παρουσιασθεί και η οποία είναι η έγκαιρη ενημέρωση όλων μας. Η αποφυγή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης μπορεί να γίνει με μαθήματα οικογενειακού προγραμματισμού και σεξουαλικής αγωγής από την εφηβική ακόμα ηλικία μέσω των σχολείων, της οικογένειας ή συμβουλευτικών σταθμών.

Βιβλιογραφία:

1. Ανδρουλάκης Ν. Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος 1974

2. Φιλιππίδης Μαθήματα Ποινικού Δικαίου, Ειδικό Μέρος, Τεύχος Β’, 1981

3. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 3η έκδοση

4. M. Brinig & L. McClain, Revisiting Mary Ann Glendon: Abortion, Divorce, Dependency, and Rights Talk in Western Law, in Solidarities between generations, Hugues Fulchiron,ed., Bruylant, Notre Dame Legal Studies Paper No. 1466, 2013, 352-353, διαθέσιμο σε https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2365752

5. Ε. Μουσταΐρα, Συγκριτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, 65 και 66