Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Η ανισόμετρη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη ως αποτέλεσμα του μηχανισμού μεταφοράς αξίας

γράφει ο Aθανάσιος Χατζηραφαϊλίδης,
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Ευρωζώνη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο πριν από δέκα
περίπου χρόνια έγινε η αιτία να αναθερμανθεί η συζήτηση σχετικά με τα αποτελέσματα του
εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σπουδαίοι οικονομολόγοι μεταξύ των οποίων οι
νομπελίστες Stiglitz και Κrugman έθεσαν το ζήτημα της ολοκληρωτικής αποτυχίας του ευρώ και
έκαναν σφοδρή κριτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τους τρόπους με τους οποίους
αντιμετώπισε την κρίση. Ταυτόχρονα οι αλλεπάλληλες κακές οικονομικές επιδόσεις των χωρών της
Ευρωζώνης με πιο χαρακτηριστικές τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας και τον πολύ μικρό ρυθμό
αύξησης του ΑΕΠ (ακόμα και για τη Γερμανία που αναπτύσσονταν με ρυθμό μικρότερο του 1%
ετησίως έως το 2015) ενέτειναν την ανησυχία και τον προβληματισμό. Ωστόσο η μεγαλύτερη
‘’πληγή’’ της Ευρωζώνης ήταν και παραμένει η ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της, καθώς
έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της σύγκλισης, η οποία αποτελεί έναν από τους πιο βασικούς
στόχους της.
Με τον όρο σύγκλιση οι οικονομολόγοι εννοούν ότι οι χώρες που αλληλοεπιδρούν μέσα σε ένα
διεθνές οικονομικό περιβάλλον οδηγούνται αργά ή γρήγορα σε παρόμοιους ρυθμούς ανάπτυξης. Η
αλληλεπίδραση μεταξύ των χωρών πραγματοποιείται με τρεις τρόπους : με το εμπόριο, με τις
άμεσες ξένες επενδύσεις και τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να
εξηγήσει συνοπτικά υπό το πρίσμα της Μαρξιστικής θεωρίας τον οικονομικό μηχανισμό που
λειτουργεί συγκεκριμένα στο διεθνές εμπόριο και οδηγεί στην ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό
της Ευρωζώνης.
Η έννοια της σύγκλισης σε διεθνές επίπεδο βασίζεται στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος
η οποία προτάθηκε αρχικά από τον David Ricardo αλλά επαναδιατυπώθηκε από τους Heckscher και
Οhlin. H ουσία της είναι ότι αν υποθέσουμε πως υπάρχουν δύο οικονομίες οι οποίες παράγουν δύο
διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και εφόσον η κάθε μία ειδικευτεί στην παραγωγή του αγαθού που
παράγει φτηνότερα, τότε οι συναλλαγές μεταξύ τους θα είναι αμοιβαία επωφελείς. Ακόμα όμως και
αν η μία χώρα παράγει φτηνότερα και τα δύο αγαθά, αντί να το εκμεταλλευτεί θα αφήσει
περιθώριο στη λιγότερο παραγωγική χώρα να ειδικευτεί στην παραγωγή έστω του ενός από αυτά
και έτσι θα βγουν και πάλι εξίσου κερδισμένες και οι δύο. Αυτό συνεπάγεται ότι μέσα από το
διεθνές εμπόριο αίρεται η όποια απόκλιση μπορεί να υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών όσον αφορά
τους ρυθμούς ανάπτυξής τους.
Η “τυφλή” εμπιστοσύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος και
στην πεποίθηση ότι ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς θα οδηγήσει αυτόματα σε οικονομική
αποτελεσματικότητα, ίση ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία για όλα τα μέλη της, αντανακλάται στις
“τέσσερις ελευθερίες” (στην κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικού
δυναμικού) που θεσμοθετήθηκαν το 1986. Μέσα από αυτές εκφράζεται η άποψη ότι όσο πιο
ελεύθερο αφεθεί το εμπόριο, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα οφέλη για όλους. Ωστόσο η
πραγματικότητα διέψευσε κατηγορηματικά αυτήν την αντίληψη. Η Ευρωζώνη των δύο ταχυτήτων
με την τεράστια αντίθεση των πλεονασματικών χωρών από τη μία πλευρά και των ελλειμματικών
και υπερχρεωμένων χωρών από την άλλη, αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη.
Για αυτόν το λόγο αποτελεί επιτακτική ανάγκη η αντικατάσταση του νεοκλασικού δόγματος με μία
ρεαλιστική θεωρία η οποία αφενός θα ενσωματώνει το αποδεδειγμένο γεγονός ότι το ελεύθερο
εμπόριο είναι μία άγρια και συγκρουσιακή διαδικασία με νικητές και χαμένους και αφετέρου θα
εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό. Στο πρώτο πίστευαν πολλοί οικονομολόγοι μεταξύ των οποίων ο Adam
Smith και ο John Maynard Keynes. Ωστόσο όσον αφορά το δεύτερο δεν είναι λίγοι αυτοί που
πιστεύουν ότι η πιο πειστική απάντηση δόθηκε από Μαρξιστές θεωρητικούς.
Αυτό που θα παρουσιαστεί παρακάτω αποτελεί μία διαλεκτική ενότητα της Μαρξιστικής θεωρίας
του ανταγωνισμού και της Λενινιστικής θεωρίας του Ιμπεριαλισμού. Συγκεκριμένα ο Μαρξισμός
αντιλαμβάνεται και εξηγεί τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του
Ιμπεριαλισμού, η οποία υποστηρίζει ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από
αντιθέσεις, ανταγωνισμούς, σχέσεις εκμετάλλευσης, ανισότητα και συγκρούσεις. Με λίγα λόγια δεν
θυμίζει σε τίποτα το αρμονικό περιβάλλον της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος όπου
μπορούν όλοι να κερδίζουν. Οι πιο πλούσιες και ισχυρές χώρες εκμεταλλεύονται ότι πλεονέκτημα
έχουν έναντι των φτωχότερων και πιο αδύναμων και με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζουν την
κυριαρχία τους. Το τελευταίο πραγματώνεται μέσω του μηχανισμού μεταφοράς αξιών που
βασίζεται στη Μαρξιστική θεωρία του ανταγωνισμού. Έτσι δένουν οι δύο θεωρίες και ταυτόχρονα
αλληλοεπιδρούν, αφού ο Ιμπεριαλισμός οξύνει όλο και περισσότερο τον ανταγωνισμό, ενώ ο
καπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί νομοτελειακά στον Ιμπεριαλισμό.
Πιο αναλυτικά η Μαρξιστική θεωρία του ανταγωνισμού υποστηρίζει ότι σε μία καπιταλιστική
οικονομία διαμορφώνεται ένα γενικό ποσοστό κέρδους διακλαδικά, με τη μεταφορά κεφαλαίου
από τους κλάδους με τη χαμηλότερη στους κλάδους με την υψηλότερη κερδοφορία. Αυτό το γενικό
ποσοστό κέρδους εμπεριέχεται σε μία ειδική κατηγορία τιμών που ο Μαρξ τις ονομάζει τιμές
παραγωγής. Οι τελευταίες έχουν σαν κέντρο έλξης τις άμεσες τιμές που προσδιορίζονται από τις
ώρες αφηρημένης και κοινωνικά αναγκαίας εργασίας οι οποίες απαιτούνται για την παραγωγή ενός
εμπορεύματος. Αυτές οι δύο κατηγορίες τιμών σπάνια ταυτίζονται για κάθε κλάδο. Το πόσο θα
διαφέρει η μία από την άλλη εξαρτάται από το μέτρο της απόκλισης της οργανικής σύνθεσης του
κεφαλαίου του κάθε κλάδου από τη μέση οργανική σύνθεση που επικρατεί στην οικονομία. Αν για
παράδειγμα ένας κλάδος λειτουργεί με τη μέση οργανική σύνθεση, τότε η άμεση τιμή του θα
ισούται με την τιμή παραγωγής του. Διευκρινίζεται ότι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ή ΟΣΚ
αποτελεί έναν δείκτη που αντανακλά το τεχνολογικό επίπεδο μίας επιχείρησης, ενός κλάδου ή μιας
οικονομίας.
Το αποτέλεσμα που προκύπτει από όλα τα παραπάνω είναι ότι οι πιο προηγμένοι τεχνολογικά
κλάδοι (αυτοί με την υψηλότερη ΟΣΚ), καταφέρνουν να πουλήσουν το προϊόν τους σε μία τιμή
παραγωγής υψηλότερη από την άμεση τιμή τους, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στους κλάδους με ΟΣΚ
χαμηλότερη από τη μέση ΟΣΚ της οικονομίας. Έτσι σε τελική ανάλυση οι κλάδοι με το υψηλότερο
τεχνολογικό επίπεδο , καταφέρνουν να αποσπάσουν ένα μεγαλύτερο μέρος των συνολικών κερδών,
σε βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων τεχνολογικά κλάδων. Με αυτήν την έννοια πραγματοποιείται
μία μεταφορά αξίας από τους τελευταίους στους πρώτους.
Ο μηχανισμός μεταφοράς αξίας δεν λειτουργεί μόνο στο εσωτερικό μιας χώρας, αλλά μπορεί να
επεκταθεί και σε διεθνές επίπεδο μεταξύ διαφορετικών χωρών, αν αντικαταστήσουμε στην
παραπάνω ανάλυση τους κλάδους με χώρες. Έτσι εξηγεί την άνιση ανάπτυξή τους ως αποτέλεσμα
της οικονομικής εκμετάλλευσης της μίας χώρας από την άλλην και παρέχει στη θεωρία του
Ιμπεριαλισμού το βασικό θεωρητικό της εργαλείο. Όμως το σημαντικότερο είναι ότι εκφράζει την
ανισότητα σε διεθνές επίπεδο ως ένα νομοτελειακό γεγονός που προκύπτει από αναγκαιότητα
μέσα από τους νόμους κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος και όχι τυχαία ή συγκυριακά
(δηλαδή σαν αποτέλεσμα ορισμένων λανθασμένων πολιτικών ή κάποιων απρόσμενων αρνητικών
συμβάντων). Έτσι δίνει μία επιστημονική αντί για μία φαινομενολογική και επιφανειακή εξήγηση
για την ανισόμετρη ανάπτυξη.
Συνοψίζοντας και σύμφωνα με όλα τα παραπάνω η ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της
Ευρωζώνης προκύπτει από τη μεταφορά αξιών από τις τεχνολογικά καθυστερημένες χώρες με
χαμηλή ΟΣΚ ( π.χ. Ελλάδα), στις τεχνολογικά προηγμένες με υψηλή ΟΣΚ (π.χ. Γερμανία). Προς
αποφυγήν παρεξήγησης τονίζεται και πάλι ότι στο παρών άρθρο αναλύθηκε ο μηχανισμός
μεταφοράς αξιών του διεθνές εμπόριο και όχι των άμεσων ξένων επενδύσεων και των επενδύσεων
χαρτοφυλακίου. Τέλος αξίζει να σημειωθεί για τη συγκεκριμένη θεωρία ότι έχουν καρποφορήσει
και ορισμένες προσπάθειες να επαληθευθεί εμπειρικά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η
εργασία των Mavroudeas and Paitaridis (2015) που σύγκρινε τους όρους εμπορίου της Ελλάδας με
τους όρους εμπορίου δύο παρόμοιων οικονομιών της ΕΕ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μαυρουδέας, Σταύρος. 2006. «Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού», στον τόμο της Διημερίδας «Ιμπεριαλισμός: Αντιθέσεις και Αντιστάσεις», εκδόσεις ΚΨΜ

Mavroudeas, S. and Paitaridis, D. 2015. “Mainstream accounts of the Greek crisis: more heat than light? ” σε Greek capitalism in crisis: Marxist Analyses, edited by MavroudeasStavros. London : Routledge

Mavroudeas, S. and Seretis, S. 2018. “Iμπεριαλιστικήεκμετάλλευση, Ελληνική Κρίση και Μεταβιβάσεις Αξίας. ” διαθέσιμο σε: https://www.researchgate.net/publication/325951687_Imperialistike_Ekmetalleuse_Ellenike_Krise_ kai_Metabibaseis_Axias

Seretis, Stergios. And Tsaliki, Persefoni. 2012.”Value transfers in trade: an explanation of the observed differences in development.” International Journal of Social Economics, 39(12): 965-982.

Shaikh, Anwar. 1980a. “Foreign Trade and the Law of Value.” Part I and II, Science and Society 43(3):281-302 and 44(1):27-57