Γράφει η Καλλιόπη Αξιώτη
Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, νέες συζητήσεις και ερωτήματα εγέρθηκαν στη διεθνή κοινότητα, όσον αφορά τις επιπτώσεις που συνεπάγονται η οικολογική κρίση και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες εν γένει στο φαινόμενο της ανθρώπινης μετανάστευσης. Κρίνεται αναγκαίο να σημειωθεί, ότι η παρούσα ανάλυση εστιάζει στα ανθρωπογενή αίτια της πρόκλησης του φαινομένου της περιβαλλοντικής μετανάστευσης, καθώς δεδομένου ότι οι φυσικές περιβαλλοντικές καταστροφές είναι εγγενείς στη φύση, ο άνθρωπος αδυνατεί να τις ελέγξει.
Ευρέως αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα είναι η ακόλουθη κατηγοριοποίηση των αιτιών πρόκλησης περιβαλλοντικής μετανάστευσης στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: α) περιβαλλοντικές καταστροφές, β) απαλλοτριώσεις γης, και γ) σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος διαμονής.
Όσον αφορά τη πρώτη κατηγορία, οι περιβαλλοντικές καταστροφές διακρίνονται με γνώμονα τη πηγή προέλευσης τους, σε φυσικές και ανθρωπογενείς. Αφ’ ενός φυσικές καταστροφές θεωρούνται γεωλογικά και καιρικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι ηφαιστειακές εκρήξεις και οι πλημμύρες, ορισμένες από τις οποίες, αν και αποτελούν εγγενή φαινόμενα στη φύση, οξύνονται από τον αντίκτυπο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον. Λόγω της αλληλεπίδρασης ανθρωπίνων και φυσικών παραγόντων στη πρόκληση αυτών των καιρικών και γεωλογικών φαινομένων, οι προαναφερθείσες καταστροφές ονομάζονται και ως μη φυσικά φαινόμενα. Αφ’ ετέρου, εξ ολοκλήρου ανθρωπογενείς καταστροφές θεωρούνται τα βιομηχανικά ατυχήματα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, το 1986. Εξαιτίας των αυξημένων επιπέδων ραδιενέργειας στο περιβάλλον, η περιοχή πέριξ του πυρηνικού εργοστασίου σε ακτίνα 30χμ κηρύχθηκε ως απαγορευμένη ζώνη και εκκενώθηκε άμεσα, αναγκάζοντας χιλιάδες ντόπιους κατοίκους σε εσωτερική μετανάστευση. Σημαντική παρατήρηση του Hugo, που επιβεβαιώνεται από το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ, είναι ότι οι άνθρωποι που εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν εξαιτίας κάποιου περιβαλλοντικού παράγοντα συνήθως εγκαθίστανται σε περιοχή εντός του κράτους που διαμένουν, καθώς δεν επηρεάζεται ολόκληρη η εθνική επικράτεια από τη περιβαλλοντική καταστροφή.
Οι απαλλοτριώσεις γης αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία αιτιών πρόκλησης περιβαλλοντικής μετανάστευσης. Αποτελούν εξ ολοκλήρου ανθρωπογενείς πρακτικές, εξυπηρετώντας είτε την οικονομική ανάπτυξη είτε τη διεξαγωγή πολέμων. Τα κράτη, εντός το πλαισίου της περιφερειακής τους πολιτικής και λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε έναν τόπο, προβαίνουν στην εφαρμογή αναπτυξιακών σχεδίων, όπως τη κατασκευή υδατοφραγμάτων, βιομηχανιών και εργοστασίων και τη δημιουργία εθνικών πάρκων και προστατευόμενων περιοχών. Οι άνθρωποι που μετατοπίζονται με σκοπό την διεξαγωγή αναπτυξιακών σχεδίων χαρακτηρίζονται και ως αναπτυξιακοί πρόσφυγες ή μετανάστες (development refugees/ migrants) και αποζημιώνονται από τους αρμόδιους φορείς εκπόνησης των έργων λόγω της απαλλοτρίωσης της περιουσίας τους. Η διεξαγωγή πολέμου, αντιθέτως, προκαλεί μία σκόπιμη έξωση πληθυσμών. Η συνέπεια που έχει ο πόλεμος στο περιρρέον φυσικό περιβάλλον είναι η ολοκληρωτική καταστροφή του (ecocide), διότι συνήθεις πρακτικές που ακολουθούνται από τα κράτη για την απομάκρυνση αγροτικών πληθυσμών από μία περιοχή είναι ο εμποτισμός του εδάφους με νάρκες, η διακοπή υδροδότησης μίας περιοχής και η διασπορά χημικών φαρμάκων με σκοπό τη αχρηστία της γης.
Η σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος αποτελεί την τρίτη κατηγορία στην απαρίθμηση των αιτιών της περιβαλλοντικής μετανάστευσης και έχει δύο κύριες εκφάνσεις, την υποβάθμιση των χερσαίων πόρων και την κλιματική αλλαγή. Στην πρώτη υποκατηγορία εμπίπτουν φαινόμενα, όπως η μείωση της οργανικής ύλης του εδάφους και η πτώση της παραγωγικότητας του, με αποτέλεσμα τη μείωση της αγροτικής παραγωγής, και η ερημοποίηση, ως αποτέλεσμα της αποδάσωσης, της υπερβόσκησης και της χαμηλής συχνότητας βροχοπτώσεων. Η κλιματική αλλαγή, αντιστοίχως, είναι ένα φαινόμενο στο οποίο οι ανθρώπινες δραστηριότητες δρουν καταλυτικά, εξαιτίας κυρίως της αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της βιομηχανικής μόλυνσης . Προκαλεί πλήθος άλλων προβλημάτων με οξύτατες συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία, τη πανίδα και τη χλωρίδα περιοχών και τη ποσιμότητα ή μη του νερού. Οι πληθυσμιακές ομάδες που πλήττονται ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή είναι οι αγροτικοί πληθυσμοί σε νησιωτικά κράτη, οι οποίοι δυσκολεύονται να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, λόγω της ακαταλληλότητας του εδάφους για τη γεωργική παραγωγή και της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, που προκαλεί πλημμύρες και καταστροφές των σοδιών, με αποτέλεσμα να μετακινούνται σε αστικές περιοχές για την εξασφάλιση της διαβίωσης τους.
Τί προβλέπει, συνεπώς, το διεθνές δίκαιο για το πρόβλημα της περιβαλλοντικής μετανάστευσης; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πως δεν υπάρχουν προβλέψεις διεθνώς για τη περιβαλλοντική μετανάστευση. Όσον αφορά τον ορισμό του περιβαλλοντικού μετανάστη και πρόσφυγα, δεν υπάρχουν αναγνωρισμένοι διεθνώς, νομικά κατοχυρωμένοι όροι των εννοιών αυτών και για τον λόγο αυτό, συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψιν ορισμούς που έχουν αποδοθεί στις έννοιες αυτές από μελετητές και ακαδημαϊκούς, παρατίθεται στη συνέχεια ένα περιγραφικό προφίλ των δύο εννοιών. Ως περιβαλλοντικό πρόσφυγα, περιγράφουμε τον άνθρωπο, ο οποίος εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο κατοικίας του εξαιτίας συγκεκριμένης ανθρωπογενούς ή φυσικής ξαφνικής περιβαλλοντικής διαταραχής, που καθιστά αδύνατη τη διαβίωση του, και εγκαθίσταται είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό της χώρας διαμονής του. Ως περιβαλλοντικό μετανάστη, περιγράφουμε τον άνθρωπο που εκούσια επιλέγει τη μετεγκατάσταση του σε άλλο τόπο, εξαιτίας της σταδιακής υποβάθμισης του περιβάλλοντος όπου ζούσε. Η διάκριση μεταξύ περιβαλλοντικών προσφύγων και μεταναστών έγκειται στον βαθμό ελέγχου που διαθέτει η κάθε κατηγορία ως προς την απόφαση της να μετεγκατασταθεί.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη Διακήρυξη των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου για τους Εκτοπισθέντες στο Εσωτερικό του International Law Association, η οποία υπογράφηκε το 2000, γίνεται αναφορά στους περιβαλλοντικούς μετανάστες και πρόσφυγες που εγκαθίστανται στο εσωτερικό του κράτους διαμονής τους και προβλέπονται προστασία και ανθρωπιστική βοήθεια προς αυτούς. Ωστόσο, το εν λόγω κείμενο έχει τη μορφή διακήρυξης και δεν δεσμεύει νομικώς τα συμβαλλόμενα μέρη. Η Φινλανδία και η Σουηδία, μάλιστα, είναι οι μόνες χώρες που προσφέρουν νομική προστασία σε όσους δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα διαμονής τους λόγω περιβαλλοντικής καταστροφής.
Εν κατακλείδι, από τα προαναφερθέντα συνάγουμε ότι υποχρέωση όλων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων πρέπει να αποτελεί η βιώσιμη και αειφόρος ανάπτυξη, καθώς η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη προστασία του περιβάλλοντος. Η έλλειψη νομικής προστασίας για τα θύματα των περιβαλλοντικών καταστροφών πρέπει να αφυπνίσει τη διεθνή κοινότητα ως προς την αναγκαιότητα της ύπαρξης διεθνούς μέριμνας για την αποτελεσματικότερη προστασία τους.
Βιβλιογραφία
- Bates Diane C., Environmental Refugees? Classifying Human Migrations caused by Environmental Change, Springer, 2002. Available at: https://link.springer.com/article/10.1023/A:1015186001919
- Mayer Benoît, International Law and Climate Migrants: A Human’s Rights Perspective, International Development Law Organization, 2011. Available at: http://cisdl.org/public/docs/legal/Mayer%20Benoit_International%20Law%20and%20Climate%20Migrants.pdf
- Κουκουθάκη Παυλίνα, Περιβαλλοντικοί πρόσφυγες: ένα παγκόσμιο φαινόμενο με ηθικές διαστάσεις, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη, 2007.
- Τσουμπάρης Δημήτρης, Ποιοι είναι τελικά οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες; Οι πολιτικές προεκτάσεις της συζήτησης, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, 2010. Διαθέσιμο σε: https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/article/viewFile/6706/6436
Πηγή φωτογραφίας: www.naftemporiki.gr