Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η Ένταξη των προσφύγων και μεταναστών μαθητών στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα: Περιπτωσιολογική μελέτη του κρατιδίου του Αμβούργου (Ά μέρος)

Γράφει η Φωτεινή Διακουμάκου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι μετακινήσεις πληθυσμών απαντώνται από τα αρχαία χρόνια. Εξαιτίας του κλίματος, των πολιτικών ή οικονομικών συνθηκών και της ανθρώπινης ανάγκης για αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, οι άνθρωποι αλλάζουν περιβάλλοντα. Αυτή η μόνιμη ή προσωρινή μεταβολή του τόπου εγκατάστασης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ή και ενός κοινωνικού συνόλου, ορίζεται ως μετανάστευση και αποτελεί ένα έντονο κοινωνικό φαινόμενο, με εξαιρετική δυναμική στις μέρες μας. 

Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η μετακίνηση δύναται να είναι εκούσια και χαρακτηρίζεται από την προαίρεση του μετανάστη να αλλάξει τόπο κατοικίας για λόγους κυρίως οικονομικούς και κοινωνικούς, με στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητάς του. Ενδέχεται να είναι ακούσια, όμως, και σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε σε πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταλείπουν τον τόπο κατοικίας τους εξαιτίας δικαιολογημένου αισθήματος του φόβου που προκύπτει από τη δίωξη της φυλής ή της θρησκείας ή της εθνικότητας ή των πολιτικών πεποιθήσεων και γι’ αυτό δε δύνανται ή δεν επιθυμούν να επιστρέψουν (Συνθήκη της Γενεύης). 

Η Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, ταλανίζεται από την προσφυγική κρίση που λαμβάνει χώρα στο έδαφός της και έχει προεκτάσεις τόσο πολιτικές όσο και οικονομικές. Η ετοιμότητα των ευρωπαϊκών κρατών να ανταποκριθούν στη μαζική εισροή πληθυσμών από εμπόλεμες και μη τρίτες χώρες, δημιουργεί σύνθετους προβληματισμούς αναφορικά με τη συνοχή της Ένωσης, την κοινή λήψη αποφάσεων αλλά και τη δυνατότητα του εκάστοτε  μέλους κράτους να εντάξει τους εισερχόμενους.

Πλήθος μελετών έχουν γραφεί γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, όπου αναλύοντας τα πεπραγμένα, προτείνονται λύσεις και λήψεις αποτελεσματικότερων μέτρων για το μέλλον. Ωστόσο, η βάση των αλλαγών βρίσκεται στη μεταναστευτική εκπαιδευτική πολιτική των χωρών υποδοχής.

Ειδικότερα, η εκπαίδευση διαδραματίζει ίσως τον κρισιμότερο ρόλο αναφορικά με την ένταξη των “διαφορετικών” από τους γηγενείς πληθυσμών, καθώς μέσω της κοινωνικοποιητικής της λειτουργίας τα παιδιά δύναται να  λαμβάνουν τα ίδια ερεθίσματα, να επικοινωνούν και να μαθαίνουν, να ανταλλάσσουν πολιτισμικά στοιχεία, να αποδέχονται τις κουλτούρες των συμμαθητών τους και να ζουν μαζί αρμονικά χωρίς διακρίσεις, με τις αρχές που διέπουν την διαπολιτισμικότητα. Προφανώς, για να καταστούν πιθανά όλα τα παραπάνω, απαραίτητα το εκπαιδευτικό σύστημα της εκάστοτε χώρας υποδοχής  πρέπει να αποδέχεται τη διαφορετικότητα και να δίνει τη δυνατότητα της εξίσωσης μεταξύ των υποδοχέων και των αφιχθέντων.

Στο παρόν πόνημα ερευνάται η πρόθεση, η δυνατότητα και η αποτελεσματικότητα του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος, ως προς την ένταξη και την ενσωμάτωση των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Επελέγη για εκτενέστερη μελέτη το ομοσπονδιακό κρατίδιο του Αμβούργου, επειδή πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας. Το  λιμάνι έχει καθοριστική σημασία ως προς την ολκή μεγάλου όγκου μεταναστών και προσφύγων, καθώς παρέχονται πολλές θέσεις εργασίας. Επιπλέον, το βιοτικό επίπεδο της πόλης είναι εξαιρετικά υψηλό, δημιουργώντας έντονες κοινωνικές διαφορές – πεδίο ενδιαφέροντος αναφορικά με το θέμα που εξετάζεται.

Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη εισαγωγή, αναγκαίο είναι να διευκρινιστεί ποιες ομάδες πληθυσμού θεωρούνται μη Γερμανοί, βάσει του νομικού πλαισίου της Ομοσπονδίας. Πρόκειται για:

  • Άτομα των οποίων ο ένας από τους δύο γονείς δεν είναι Γερμανός.
  • Άτομα που απέκτησαν ιθαγένεια, αφότου υιοθετήθηκαν από Γερμανό.
  • Τέκνα που γεννήθηκαν στη Γερμανία από μη Γερμανούς γονείς.
  • Πρόσφυγες.

Στις ανωτέρω κατηγορίες δίνεται η δυνατότητα, εφόσον το αιτήσουν, να λάβουν τη γερμανική υπηκοότητα ύστερα από οχτώ έτη συνεχούς διαμονής σε γερμανικό έδαφος ή κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις στα επτά έτη. Οι αιτούντες προερχόμενοι από τρίτες χώρες δεν έχουν το δικαίωμα της διατήρησης πολλαπλής υπηκοότητας.

Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το Γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο ως προς τη δομή του. Η χώρα αποτελείται από 16 κρατίδια, τα οποία διαθέτουν αυτόνομο εκπαιδευτικό σύστημα έκαστο.  Το γενικό πλαίσιο παρέχει το κεντρικό κράτος, οι λεπτομέρειες αναφορικά με τη λειτουργία των σχολείων, όμως, καθορίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Παιδείας του καθενός κρατιδίου.

Στο σύνολο των κρατιδίων, η προσχολική εκπαίδευση είναι προαιρετική και δεν παρέχεται δωρεάν. Οι γονείς τέκνων, μικρότερων των 6 ετών, υποχρεούνται να καταβάλλουν δίδακτρα,  εφόσον κάνουν χρήση των υπηρεσιών του Kindergarten και του Vorschule, ενώ δύναται να επιλέξουν οι ίδιοι σε ποιον παιδικό σταθμό ή νηπιαγωγείο, αντίστοιχα, θα απασχοληθούν τα παιδιά τους. Παράλληλα, το πρόγραμμα σπουδών του Vorschule επικεντρώνεται στην αυτονόμηση των μαθητών και στην κατάκτηση βασικών δεξιοτήτων. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, σε επιλεγμένες σχολικές δομές της προσχολικής, παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής αλλοδαπών μαθητών στα ειδικά προγράμματα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας. 

Αντίθετα, υποχρεωτική είναι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη Γερμανία. Παιδιά που έχουν ολοκληρώσει το έκτο έτος της ηλικίας τους οφείλουν να μαθητεύσουν στο Δημοτικό σχολείο (Grundschule). H εκπαίδευση σε αυτό ορίζεται στα 4 έτη, εκτός των κρατιδίων του Βερολίνου και του Βρανδεμβούργου, όπου εκεί διαρκεί 6 χρόνια. Στα περισσότερα κρατίδια, η επιλογή του σχολείου γίνεται σύμφωνα με την αρχή του τόπου κατοικίας των μαθητών, δηλαδή εγγράφονται στο κοντινότερο της οικίας τους. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι περιφέρειες όπου οι γονείς έχουν το δικαίωμα να στείλουν τα παιδιά τους σε σχολικές δομές  όμορων κρατιδίων, όπως για παράδειγμα οι κάτοικοι του Schleswig-Holstein σε σχολεία του Αμβούργου.

Κατά τη διάρκεια της τέταρτης και τελευταίας τάξης του Δημοτικού, οι μαθητές προετοιμάζονται για τη μετάβασή τους στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στη φάση αυτή, οι διδάσκοντες συνηθίζεται να προβαίνουν σε σύσταση (Übergangsempfehlung) ως προς την επιλογή του είδους μαθητείας που θα ακολουθήσει το παιδί την επόμενη χρονιά. Η τελική απόφαση λαμβάνεται από τους κηδεμόνες και συμπνέει με τις βαθμολογικές επιδόσεις του μαθητή καθώς και με τις γενικότερες  δυνατότητές του.

Η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι, επίσης, υποχρεωτική σε όλα τα κρατίδια. Σε γενικές γραμμές, τα ιδρύματα που διατίθενται είναι τρία. Οι μαθητές, οι οποίοι δεν έχουν θέσει αφ’ ενός υψηλούς στόχους και αφ’ ετέρου δεν έχουν τις δυνατότητες, φοιτούν 5 χρόνια σε κατώτερης εκπαίδευσης σχολεία (Hauptschule).

Πιο αναβαθμισμένο στην παροχή γενικών γνώσεων αλλά και επαγγελματικής κατάρτισης θεωρείται το Realschule, το οποίο διαρκεί 6 χρόνια και προφανώς διαφοροποιείται ως προς τη δομή και την αυστηρότητα του προγράμματος σπουδών σε σχέση με το προαναφερθέν και η ολοκλήρωσή του έρχεται με το Realschulabschluss. 

Το Gymnasium διαρκεί 8 ή και 9 έτη σε κάποια κρατίδια και σε αυτό φοιτούν μαθητές, οι οποίοι πέτυχαν καλές βαθμολογικές επιδόσεις στο δημοτικό και έχουν θέσει ως στόχο την ανώτατη Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ολοκληρώνεται με το Abitur, το οποίο θεωρείται βασική προϋπόθεση για την εισαγωγή στα ανώτερα ιδρύματα. Abitur μπορούν, επίσης, να λάβουν και οι εγγεγραμμένοι στο Realschule, οι οποίοι χάριν στις καλές επιδόσεις τους κατάφεραν να μεταπηδήσουν στο Gymnasium.

Επιπρόσθετα, στο πεδίο της Δευτεροβάθμιας δραστηριοποιούνται κι άλλα είδη σχολείων, όπως είναι ενδεικτικά τα παρακάτω: Mittelschule (Βαυαρία), Oberschule (Κάτω Σαξωνία), Sekundarschule (Βρέμη, Βερολίνο). Σε κάποια κρατίδια το Hauptschule και το Realschule ενοποιούνται και δημιουργείται το «ενιαίο σχολείο» (Gesamtschule).

Την Τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν τα Πανεπιστήμια, τα Τεχνολογικά Ιδρύματα, οι Ακαδημίες Καλών Τεχνών και Μουσικής, καθώς και Ανώτερες Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης. Στα ανώτερα Ιδρύματα της Γερμανίας φοιτούν οι επιτυχόντες των εισαγωγικών εξετάσεων, ενώ  η φοίτηση στο προπτυχιακό επίπεδο δεν απαιτεί την καταβολή διδάκτρων.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι, αναφορικά με τους μετανάστες και πρόσφυγες υποψήφιους φοιτητές, έχει προβλεφθεί ειδική υποστήριξη μέσω του επιχορηγούμενου προγράμματος “Garantiefonds Hochschulbereich” του ιδρύματος Otto Benecke Stiftung, ώστε να προετοιμαστούν επαρκώς για τις εισαγωγικές εξετάσεις.

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Ως μεταναστευτική πολιτική ορίζεται το σύνολο των μέτρων καθώς και των πολιτικών και κοινωνικών πρακτικών, οι οποίες ρυθμίζουν και ελέγχουν αφ’ ενός την είσοδο, τη διαμονή και την απασχόληση των μεταναστών και των αιτούντων/δικαιούχων διεθνούς προστασίας, αφ’ ετέρου απευθύνεται στους ήδη εγκατεστημένους μεταναστευτικούς πληθυσμούς στη χώρα υποδοχής. Βασικούς πυλώνες στην άσκηση της μεταναστευτικής πολιτικής αποτελούν μεν το θεσμικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο ορίζονται οι διαδικασίες υποδοχής και νόμιμης αδειοδότησης της διαμονής στη χώρα υποδοχής των μεταναστών και προσφύγων, οι κοινωνικές πολιτικές δε, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους πολιτικών της εκπαίδευσης και της εργασίας, με στόχο πάντοτε την ομαλή ένταξη και τη σύγκλιση των αφιχθέντων με τους πολίτες της χώρας υποδοχής.

Πιο συγκεκριμένα, η Γερμανία, ήδη από τον περασμένο αιώνα, αποτελεί τη “γη της επαγγελίας” για χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες. Η διαρκώς αυξανόμενη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη απορροφά πλήρως το εισερχόμενο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό στους κόλπους της. Έτσι, δημιουργείται η ανάγκη για ενσωμάτωση των μη Γερμανών. Την τελευταία δεκαετία, όμως, καλείται να αντιμετωπίσει την μαζική εισροή προσφύγων στα εδάφη της, προερχόμενοι από Αραβικές χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση ή μη και από χώρες της Βορείου Αφρικής.

Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η EUROSTAT, το 2015 κατέφθασαν σε γερμανικό έδαφος περισσότεροι από 884.000 μετανάστες και πρόσφυγες. Από αυτούς, οι 325.000 ήταν ανήλικοι, οι οποίοι όφειλαν να φοιτήσουν υποχρεωτικά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η σωρεία των αλλοδαπών μαθητών δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις ομοσπονδιακές αρχές και τις διοικήσεις των σχολικών δομών. Τον Οκτώβριο του 2015, οι Υπουργοί Παιδείας και Πολιτισμού των κρατιδίων, οι οργανώσεις των μεταναστών και οι εκδότες σχολικών βιβλίων και εκπαιδευτικών μέσων, λαμβάνοντας υπόψιν την πολυμορφία και την ετερογένεια των γερμανικών σχολείων, υιοθετούν κοινές πολιτικές πρακτικές. Η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας κρίνεται καθοριστική για την απόκτηση γνώσεων και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, με απώτερο σκοπό την ομαλή ένταξη των προσφυγόπουλων στην εκπαίδευση και την κοινωνία.

Η εφαρμογή των μέτρων προσπίπτει, όμως, σε δυσκολίες.  Μεγάλος όγκος προσφύγων, οι οποίοι παραμένουν στις δομές φιλοξενίας, αρχικά δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση. Εν συνεχεία, δημιουργούνται σχολεία εντός των δομών, ωστόσο, η ενημέρωση των γονέων καθώς και των παιδιών είναι ελλιπής. Επιπλέον, η μαθητεία στα εν λόγω προσωρινά κέντρα εκπαίδευσης δεν είναι υποχρεωτική -αποτελεί δικαίωμα- εφόσον οι πρόσφυγες τυπικά δεν αποτελούν επισήμως κατοίκους  της  χώρας υποδοχής. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να χάνεται πολύτιμος χρόνος. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο στις δομές της γερμανικής υπαίθρου, όπου η δυσκολία στις μετακινήσεις κρατά παιδιά και εφήβους μακριά από την εκπαίδευση, την κοινωνικοποίηση και τις ευκαιρίες για εργασία.

Τα ομόσπονδα κρατίδια προβαίνουν σε υιοθέτηση νέων ή ενίσχυση των ήδη υφιστάμενων μέτρων, τα οποία προβλέπουν προπαρασκευαστικές τάξεις (Vorbereitungskurse) που συνήθως έχουν διάρκεια 1-2 έτη, την ενίσχυση της διδασκαλίας της γερμανικής γλώσσας εντός της τάξης της τυπικής εκπαίδευσης και την έμφαση στη διδασκαλία της ανάγνωσης και των μαθηματικών, κυρίως στο Δημοτικό. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το Deutsches Institut für Internationale Pädagogische Forschung (DIPF), στο Αμβούργο τα ανήλικα μέλη οικογενειών προσφύγων και μεταναστών προετοιμάζονται αρχικά σε διεθνείς τάξεις και στη συνέχεια εντάσσονται σε τάξεις “κανονικές”. Παρομοίως και στη Βαυαρία, όπου διδάσκονται στις τάξεις “γέφυρες” στη γερμανική γλώσσα και τη δυτική κουλτούρα. Στο Βερολίνο, όπου παρατηρείται ο μεγαλύτερος όγκος των αλλοδαπών, η προπαρασκευή διαρκεί 1 ή και 2 χρόνια, ενώ πρωτοποριακό φαίνεται να είναι το σύστημα που εφαρμόζεται στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, σύμφωνα με το οποίο οι αλλοδαποί μαθητές εντάσσονται στην τυπική εκπαίδευση εφόσον επιτύχουν σε ειδικά διαμορφωμένο τεστ δεξιοτήτων.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Παλαιότερα, στη Γερμανία εφαρμόζονταν εκπαιδευτικές πολιτικές που στόχο είχαν κυρίως την αφομοίωση των μειονοτικών πληθυσμών που την κατοικούσαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η πλειονότητα των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο να διαφοροποιείται από τους γηγενείς. Οι επιδόσεις τους στο σχολείο ήταν αρκετά χαμηλές και οι δεξιότητές τους χάνονταν εξαιτίας της αδυναμίας τους να χειριστούν τη γερμανική γλώσσα. Δεδομένης της δομής του σχολικού συστήματος, συχνά αποκλείονταν από τις εισαγωγικές εξετάσεις και τη φοίτηση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ προσέκρουαν συχνά στις αξίες της διαπολιτισμικότητας.

Με τον όρο διαπολιτισμικότητα νοείται ο τρόπος με τον οποίο άτομα ή ομάδες διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης διαχειρίζονται την πολιτισμική ετερότητα, δημιουργώντας μία νέα πολιτισμική ταυτότητα μέσω της συνεργασίας και του συγκερασμού των χαρακτηριστικών των διαφορετικών πολιτισμών. Ο όρος διαπολιτισμική εκπαίδευση δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην εκπαίδευση των μεταναστών ή των παλιννοστούντων μίας χώρας, αλλά στο σύνολο του πληθυσμού της. Περιλαμβάνει όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα που στοχεύουν στην ανάπτυξη της διαπολιτισμικότητας, της διαπολιτισμικής επικοινωνίας και της διαπολιτισμικής προσέγγισης. Σκοπός της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι “να αφυπνίσει και να καλλιεργήσει τη συνείδηση και τον αναστοχασμό σε όλους τους μαθητές για τον κοινωνικό και πολιτισμικό πλουραλισμό”.

Στην πρώτη μελέτη PISA (Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών) του 2000, οι μαθητές των γερμανικών σχολείων είχαν αποτελέσματα κάτω του μέσου όρου. Οι ειδικοί απέδωσαν το γεγονός στη στενή σχέση μεταξύ κοινωνικής προέλευσης και ελλειμμάτων στις ίσες ευκαιρίες στη Γερμανία. Τα παιδιά, δηλαδή, από κοινωνικά μειονεκτούσες οικογένειες είχαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις από αυτές των συμμαθητών τους. Την “ψυχρολουσία” αυτή ακολούθησε  πλήθος συζητήσεων τόσο σε επίπεδο εκπαιδευτικής κοινότητας, όσο και σε επίπεδο Υπουργών Παιδείας των κρατιδίων (KMK)  σχετικά με την ποιότητα του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος. 

Από το 2006 έως το 2012, το χάσμα στην απόδοση μεταξύ Γερμανών και μεταναστών μαθητών μειώθηκε. Ωστόσο, η μαζικότητα των αφιχθέντων, ως απόρροια της προσφυγικής κρίσης που βιώνει τα  τελευταία χρόνια η Ευρώπη, επαναφέρει ακόμη οξύτερο το ζήτημα των επιδόσεων. Οι μαθητές από οικογένειες μεταναστών έχουν χαμηλότερη βαθμολογία στην ανάγνωση και στα μαθηματικά  από εκείνους που δεν έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Στις φυσικές επιστήμες, επίσης, επιτυγχάνουν κατά μέσο όρο χαμηλότερες επιδόσεις. 

Σύμφωνα με τους αναλυτές των αποτελεσμάτων PISA, η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και η διάθεση προς αποδοχή και ένταξη των οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερων παιδιών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των επιδόσεων εντός της σχολικής τάξης. Προκειμένου, λοιπόν, να βελτιωθεί η απόδοση των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο, προτείνουν την επέκταση της υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης από την προσχολική ηλικία, καθώς και τη γλωσσική υποστήριξη στο σύνολο των βαθμίδων εκπαίδευσης. Ωστόσο, τα αναλυτικά εκπαιδευτικά προγράμματα των ομοσπονδιακών κρατιδίων στην ουσία έχουν ως στόχο την αφομοίωση των αλλοδαπών στη σχολική ζωή αλλά και την κοινωνία στη συνέχεια, και την ανοχή στο ετερογενές στοιχείο έως το σημείο εκείνο που δεν τίθεται υπό αίρεση το εθνικό κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο.

Ειδικότερα, οι Γερμανοί φαίνεται να μην ενστερνίζονται την ανάγκη της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο ή ακόμη  περισσότερο τη διδασκαλία στη μητρική τους γλώσσα, εμπλουτίζοντας το ωρολόγιο πρόγραμμα με δράσεις, όπως η παράλληλη στήριξη των εν λόγω μαθητικών ομάδων. Ο ικανοποιητικός χειρισμός της γερμανικής γλώσσας αποτελεί κριτήριο, όπως προαναφέρθηκε, για την ένταξη στην τυπική εκπαίδευση, την επικοινωνία και την κοινωνικοποίηση εν τέλει των μαθητών. Το μονόγλωσσο σχολικό σύστημα σε συνδυασμό με την διοργάνωση των σχολικών εκδηλώσεων αποκλειστικά σε γερμανικά πρότυπα, τις δραστηριότητες που συμμετέχουν οι  μαθητές του δημοτικού κατά τη διάρκεια του ολοήμερου προγράμματος και η μικρής εκτάσεως συνεργασία των εκπαιδευτικών με τις οικογένειες των μη Γερμανών, αποτελούν μερικά μόνο επιχειρήματα των όσων υποστηρίζουν την ανυπαρξία της διαπολιτισμικής διάθεσης στην άσκηση της γερμανικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Όλα τα παραπάνω συντελούν στην καλλιέργεια αρνητικού κλίματος στην προσαρμογή, την ένταξη και την ανάδειξη των δεξιοτήτων των αλλοδαπών μαθητών, προωθώντας την κοινωνική ανομοιογένεια, την έμφαση στην ετερότητα και την γκετοποίηση. Η αναγκαιότητα της εκ βάθρων αλλαγής του παραδοσιακού τύπου σχολείου κρίνεται δεδομένη, μιας και πλέον τα προαύλια μοιάζουν περισσότερο από ποτέ με πολύχρωμα μωσαϊκά.

Συμπερασματικά, η ένταξη των προσφύγων και μεταναστών μαθητών στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, η διαπολιτισμική διάσταση της εκπαίδευσης και η ποιότητα της διδασκαλίας που προκύπτει από την εφαρμογή πρακτικών της εκπαιδευτικής πολιτικής, συνιστούν έννοιες αλληλένδετες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την εικόνα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Γεωργογιάννης Παντελής, Θέματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, Κοινωνικοψυχολογικές Προσεγγίσεις στην Εκπαίδευση – Διαπολιτισμική Αγωγή,  Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg, 1999.
  • Γκόβαρης Χρήστος,  Εισαγωγή στη Διαπολιτισµική Εκπαίδευση, Αθήνα, εκδόσεις Ατραπός, 2004, 2011.
  • Νικολάου Γεώργιος, Ένταξη και εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών στο Δημοτικό σχολείο – Από την «Ομοιογένεια» στην Πολυπολιτισμικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2000.
  • Δαμανάκης Μιχάλης, Αποτίμηση της μέχρι το 2010 ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό και οι προοπτικές της, Πρακτικά Έκθεσης – «Ελληνόγλωσση εκπαίδευση σε επιλεγμένες  χώρες», Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ. Ρέθυμνο, Σεπτέμβριος, 2010.
  • Σκούρτου Ελένη, Βρατσάλης Κωνσταντίνος, Γκόβαρης Χρήστος, Μετανάστευση στην Ελλάδαα και Εκπαίδευση: Αποτίµηση της υπάρχουσας κατάστασης – Προκλήσεις και Προοπτικές βελτίωσης, Πρόγραµµα 5, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Σεπτέμβριος 2004. Διαθέσιμο σε: http://old.psych.uoa.gr/~vpavlop/index.files/pdf/ddpms%20IMEPO%20immigration%20and%20education%20(Skourtou%20et%20al.).pdf 
  • Steffen Hillmert, Soziale Ungleichheit im Bildungsverlauf: Zum Verhältnis von Bildungsinstitutionen und Entscheidungen, in: R. Becker (Anm. 5), S. 69-97.
  • Jörg Dollmann, Verbindliche und unverbindliche Grundschulempfehlungen und soziale Ungleichheiten am ersten Bildungsübergang, in: Kölner Zeitschrift für Soziologie und Sozialpsychologie, 63 (2011), S. 431-457.

Πηγή εικόνας: germany_edu.pdf (sch.gr)