Γράφει η Φωτεινή Διακουμάκου
Η Ελεύθερη Χανσεατική πόλη του Αμβούργου αποτελεί το πολιτισμικό και οικονομικό κέντρο της βορείου Γερμανίας. Το λιμάνι είναι το μεγαλύτερο της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης και κατ’ επέκτασιν του κόσμου. Ο πληθυσμός, σύμφωνα με την απογραφή του 2018, ανέρχεται στους 1.841.179 κατοίκους.
Από το 2016 κι έπειτα, τα ποσοστά των μεταναστών και προσφύγων μαθητών αυξήθηκαν κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να έρθουν στην επιφάνεια προβληματισμοί ως προς την ενσωμάτωσή τους στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά και μέσω αυτής στο κοινωνικό σύνολο. Τη σχολική χρονιά 2019-2020 λειτουργούν στο Αμβούργο 371 κρατικά και 97 ιδιωτικά σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πιο αναλυτικά, 249 Δημοτικά, 61 Γυμνάσια, 26 ειδικής αγωγής, 32 επαγγελματικής εκπαίδευσης και 3 σχολεία εκπαίδευσης ενηλίκων. Στα ιδιωτικά συμπεριλαμβάνονται και τα Διεθνή Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Σε ό,τι αφορά τις τάξεις «γέφυρες», την ίδια χρονιά λειτουργούν στο Αμβούργο συνολικά 49. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε αυτές μαθητεύουν παιδιά προερχόμενα από οικογένειες μεταναστών και προσφύγων, με σκοπό να μάθουν τη γερμανική γλώσσα σε ικανό βαθμό, ώστε να ενταχθούν στη συνέχεια στις τάξεις της τυπικής εκπαίδευσης. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, προς επέκτασιν των διεθνών τάξεων, με μέριμνα της διοίκησης συγκεκριμένων σχολικών δομών, διατίθενται εκπαιδευτικοί οι οποίοι έχουν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την παράλληλη ενίσχυση των αλλοδαπών μαθητών του σχολείου αλλά και των γονέων τους εντός του σχολικού ωραρίου.
Με αυτόν τον τρόπο, αφενός δεν αποκλείονται οι μαθητές που για πρακτικούς λόγους δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την προπαρασκευή σε διεθνή τάξη, από τα πρόσθετα οφέλη που τους παρέχει η μερική έστω γνώση του βασικού ζητούμενου της γερμανικής μεταναστευτικής εκπαιδευτικής πολιτικής, της κυρίαρχης γλώσσας, αφετέρου γίνεται προσπάθεια να μάθουν να χρησιμοποιούν και οι γονείς τη γερμανική, έτσι ώστε να μειωθεί η χρήση της μητρικής γλώσσας και να ενσωματωθεί συντομότερα ο πληθυσμός των μεταναστών.
Τα τελευταία χρόνια, οι ανάγκες για αύξηση των προσλήψεων εκπαιδευτικών στο Αμβούργο αλλά και σε άλλες περιφέρειες της χώρας, όπου μετά την άφιξη των προσφύγων άλλαξαν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους, αυξήθηκαν κατά πολύ. Απόρροια αυτού ήταν η διαμόρφωση μικρών τμημάτων, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στις μειονεκτούσες περιοχές του κέντρου της πόλης, αλλά και των βορειοανατολικών προαστίων. Κατά μέσο όρο, ο αριθμός μαθητών στα Δημοτικά των συγκεκριμένων περιοχών είναι τα 17,9 παιδιά με ανώτατο όριο τα 19. Λίγο πιο αυξημένος είναι ο μέσος όρος στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας, με ανώτερο τα 25-28 παιδιά ανά τάξη. Η σμίκρυνση των τάξεων έχει ως απώτερο σκοπό τη διευκόλυνση της διαδικασίας της διδασκαλίας και την αποτελεσματικότερη απόδοση τόσο του εκπαιδευτικού, όσο και των μαθητών.
Ενδιαφέρον προκαλεί μια ακόμη τακτική που ακολουθούν τα περισσότερα σχολεία του κρατιδίου. Πρόκειται για τη σύσταση των εκπαιδευτικών προς τους γονείς να επιτρέπουν στα παιδιά τους να παραμένουν και μετά το πέρας του ωραρίου στο χώρο του σχολείου. Οι αλλοδαποί μαθητές συναναστρέφονται περισσότερες ώρες τους Γερμανούς συμμαθητές τους, αντί των συγγενών και ομοεθνών τους στο οικείο περιβάλλον, μιλούν γερμανικά καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εντός των τάξεων, δηλαδή μέχρι αργά το απόγευμα, αντί για τη μητρική τους γλώσσα, και συμμετέχουν στις δραστηριότητες που παρέχει το ολοήμερο πρόγραμμα, εμπλουτίζοντας την καθημερινότητά τους με στοιχεία που παραπέμπουν στον γερμανικό τρόπο ζωής. Τα στοιχεία δείχνουν πως ανταποκρίθηκε μεγάλος αριθμός μαθητών, κυρίως του Δημοτικού, με αποτέλεσμα τη χρονιά 2019-2020 να συμμετέχουν στο ολοήμερο το 84% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού του Αμβούργου.
Απέναντι σε αυτές τις πρακτικές, όμως, στέκονται οι αριθμοί των ποσοστών που δείχνουν πως το 26,7% των μαθητών του Αμβούργου δε μιλά γερμανικά ούτε στο σχολικό περιβάλλον και φυσικά ούτε στο σπίτι. Ακόμη, όλο και λιγότεροι μη Γερμανοί μαθητές συμμετέχουν στις διεθνείς τάξεις. Ενδεικτικά, παραθέτω ότι: το έτος 2017-2018 επωφελήθηκαν 6.257 παιδιά, ενώ την επόμενη χρονιά μειώθηκαν στα 4.557, δηλαδή κατά 1.700 λιγότεροι. Αποτέλεσμα αυτού είναι και οι πτωτικές τάσεις που παρατηρούνται αναφορικά με τους αποφοιτήσαντες, καθώς όλο και λιγότεροι μαθητές σταδιοδρομούν στο Gymnasium και προετοιμάζονται για το Abitur και τις εισαγωγικές στη Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η πλειονότητα των μεταναστών ενδιαφέρεται για την επαγγελματική κατάρτιση. Ο αριθμός φοιτούντων στα επαγγελματικά σχολεία του Αμβούργου παρουσιάζει θεαματική αύξηση και σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το ομοσπονδιακό Υπουργείο, τη χρονιά 2018-2019 λάμβαναν επαγγελματική κατάρτιση συνολικά 52.355 μαθητές.
Οι ανισότητες που προκύπτουν μεταξύ των μεταναστών και των γηγενών βρίσκουν εύφορο έδαφος στη δομή του γερμανικού σχολικού συστήματος. Οι λιγότερο αποδοτικοί μαθητές αποκλείονται πολύ νωρίς, στην τελευταία τάξη του Δημοτικού, από την ανώτερη Δευτεροβάθμια. Η σύσταση των διδασκόντων προς τους γονείς, σχετικά με τον τύπο του σχολείου που πρέπει να παρακολουθήσει το παιδί στη συνέχεια, λειτουργεί αθροιστικά στον αποκλεισμό από τα ανώτερα επίπεδα εκπαίδευσης, ιδίως όταν παραλήπτες είναι γονείς χαμηλού πνευματικού και κοινωνικοοικονομικού επιπέδου. Επιπροσθέτως, τα ομοιογενή μαθησιακά περιβάλλοντα στους διαφορετικούς τύπους σχολείων εμποδίζουν τους μαθητές χαμηλής απόδοσης να επωφεληθούν από τους αποδοτικότερους, γεγονός που οξύνει τον προβληματισμό αναφορικά με την αφομοίωση των μη Γερμανών.
Πολύ σημαντικό ρόλο στην επιλογή του είδους της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στην πορεία προς την εξειδίκευση που θα ακολουθήσουν οι μαθητές με μεταναστευτικό φόντο, διαδραματίζει και το οικογενειακό περιβάλλον. Οι γονείς ενδιαφέρονται πρωτίστως τα παιδιά τους να επιτύχουν τουλάχιστον τη δική τους κοινωνική κατάσταση (“κίνητρο διατήρησης της κατάστασης”). Αυτό σημαίνει ότι οι προερχόμενοι από κατώτερες κοινωνικές τάξεις αρκούνται στην απόκτηση λιγότερων προσόντων από αυτούς που ανήκουν σε υψηλότερες. Επιπλέον, οι γονείς, με ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και οικονομική επιφάνεια, υποστηρίζουν τη μάθηση και δίνουν κίνητρα στα παιδιά τους από τα πρώιμα κιόλας στάδια της μόρφωσής τους, ενώ ταυτόχρονα τους παρέχουν το βέλτιστο δυνατό μαθησιακό περιβάλλον. Στη συνέχεια, εξετάζονται δυο παραδείγματα μεταναστευτικών ομάδων, των Τούρκων και των Ελλήνων, όπου αποτυπώνεται έντονα η σύνδεση μεταξύ του πνευματικού επιπέδου του οικογενειακού περιβάλλοντος και της ομαλοποίησης της διαδικασίας της ένταξης.
Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζουν σχεδόν 4.000.000 Τούρκοι μετανάστες, εκ των οποίων οι περισσότεροι από τους μισούς έχουν γερμανική υπηκοότητα. Αυξημένο, δε, είναι και το ποσοστό των Γερμανών με τουρκική καταγωγή.
Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση πως μόνο το 15% εξ αυτών αισθάνεται ως πατρίδα του την Γερμανία και πως περισσότεροι από τους μισούς προτιμούν να διαμένουν σε περιοχές με έντονη τουρκική παρουσία και να δραστηριοποιούνται με συμπατριώτες τους. Η ανάγκη επιστροφής τους στην Τουρκία πηγάζει από την επιθυμία ανακάλυψης των «ριζών» τους, αλλά και τη διαβίωση σε μία χώρα με καλύτερο κλίμα, μετά την συνταξιοδότησή τους. Αναφορικά με τα δημογραφικά στοιχεία έρευνας που διεξήχθη στη Γερμανία, η ηλικιακή ομάδα που εμφανίζει τη μεγαλύτερη επιθυμία επιστροφής και εγκατάστασης στην Τουρκία είναι μεταξύ 30 και 49 ετών. Βασικό επιχείρημα για το 55% των ερωτηθέντων αποτελεί το ζήτημα της θρησκείας, καθώς θα επιθυμούσαν περισσότερα ισλαμικά τεμένη στη Γερμανία.
Τα ανωτέρω ποσοστά συνάδουν με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα οποία μόνο ένας στους τρεις (1/3) Τούρκους μαθητές αποφοιτούν από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Είναι γενικά αποδεκτό στη γερμανική κοινωνία πως οι νεαροί με μεταναστευτικό υπόβαθρο, και κυρίως οι Τούρκοι, είναι επιρρεπείς στην πρόωρη σχολική διαρροή, γεγονός που αποτυπώνεται στην οικονομική και κοινωνική απαξίωση των συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγοι οι Τούρκοι γονείς, οι οποίοι κατά κανόνα δεν είναι εγγράμματοι και υποτιμούν την εκπαίδευση και την κατάρτιση των παιδιών τους, αφού θεωρούν δεδομένο πως το γερμανικό κράτος πρόνοιας θα τα συντηρήσει κι αυτά στο μέλλον, όπως και τους ίδιους.
Ωστόσο, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την ανησυχία του Βερολίνου ως προς τη διασφάλιση της λειτουργίας των γερμανικών σχολείων στις περιοχές της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας και της Σμύρνης, ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2019 μια σειρά από διαπραγματεύσεις, ώστε να λειτουργήσουν αμιγώς τουρκικά σχολεία στο Βερολίνο, την Κολωνία και τη Φρανκφούρτη. Δίδεται, δηλαδή, η δυνατότητα στην τουρκική κυβέρνηση να ανοίξει εθνικά σχολεία στη Γερμανία, τα οποία θα δραστηριοποιούνται ως «αναπληρωματικά σχολεία», όπως ονομάζονται τα ιδιωτικά. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που διέπει τα ιδιωτικά, θα δικαιούνται χρηματοδότηση από το γερμανικό δημόσιο και τα απολυτήριά τους θα αναγνωρίζονται πλήρως. Επίσης, θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν μεθόδους διδασκαλίας και να προσλαμβάνουν προσωπικό, αλλά θα πρέπει η διδακτέα ύλη να είναι ισοδύναμη με εκείνη των δημοσίων σχολικών μονάδων και θα υπόκεινται στην κρατική νομοθεσία. Σε αυτά τα σχολεία, οι μαθητές θα διδάσκονται μεταξύ άλλων την τουρκική γλώσσα, ιστορία και πολιτισμό.
Συμπερασματικά, οι Τούρκοι μαθητές, ακόμη κι αν πρόκειται για δεύτερης ή τρίτης γενιάς, δεν έχουν ενταχθεί στην γερμανική κοινωνία μέσω της εκπαίδευσης. Διατηρούν τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους και σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατέθηκαν πιο πάνω, δεν επιθυμούν σε μεγάλο ποσοστό να ενσωματωθούν σε αυτή. Σε ικανό βαθμό είναι γκετοποιημένοι, διαμένουν σε περιοχές όπου παρατηρείται έντονο το τουρκικό στοιχείο, συναλλάσσονται και στηρίζουν την εμπορική δραστηριότητα των ομοεθνών τους. Τέλος, εξαιτίας της νοοτροπίας και των πρακτικών προσέγγισης του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος προς τους αλλοδαπούς, δε δύνανται συχνά να σπουδάσουν ή να καταρτιστούν για να ανελιχθούν οικονομικά ή κοινωνικά και να ομογενοποιηθούν με τους γηγενείς.
Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, το έτος 2018, στα εδάφη της Γερμανίας κατοικούσαν συνολικά 467.000 Έλληνες, με μέσο όρο ηλικίας 41,3 έτη. Από αυτούς, οι 298.000 δεν έχουν γεννηθεί στη Γερμανία, επομένως θεωρούνται μετανάστες πρώτης γενιάς. Διπλή υπηκοότητα, δηλαδή ελληνική και γερμανική, φέρεται να έχουν οι 54.000.
Η αύξηση του αριθμού των Ελλήνων που ζουν στη Γερμανία οφείλεται στην οικονομική κρίση των τελευταίων ετών. Παρατηρείται έντονα το φαινόμενο «brain drain», κατά το οποίο Έλληνες επιστήμονες αλλάζουν τόπο διαμονής, προκειμένου να εργαστούν σε καλύτερες συνθήκες από αυτές που είναι σε θέση να τους προσφέρει η χώρα τους. Αυτό συνεπάγεται πως τα ελληνόπουλα που φοιτούν στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, την περίοδο που εξετάζεται, προέρχονται συνήθως από οικογένειες με υψηλό πνευματικό επίπεδο. Οι γονείς τους είναι μορφωμένοι, γνωρίζουν τη γερμανική και σε κάθε περίπτωση μπορούν να υποστηρίξουν την ομαλή ένταξή τους στη γερμανική εκπαίδευση. Ωστόσο, έρχονται κι αυτά αντιμέτωπα με τις συνέπειες του µονογλωσσικού, µονοπολιτισµικού και εθνοκεντρικού γερμανικού σχολείου, όπου οι πολιτισµικές διαφορές αντιμετωπίζονται ως παιδαγωγικής φύσεως προβλήματα των μαθητών.
Επιπλέον, η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας θεωρείται προσωπική υπόθεση του μετανάστη και όχι «υποχρέωση» της χώρας υποδοχής. Παραμένει μη αμελητέο, αλλά κατά πολύ μειωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, το ποσοστό των παιδιών και των εφήβων που παρακολουθεί απογευματινά μαθήματα στα τμήματα ελληνικής γλώσσας (Τ.Ε.Γ.). Εκεί διδάσκουν την ελληνική δάσκαλοι και καθηγητές, απεσταλμένοι από το ελληνικό κράτος. Στο Αμβούργο λειτουργούν συνολικά τρία Τ.Ε.Γ και σύμφωνα με το δημοσιευμένο κείμενο του εκπροσώπου των Ελλήνων γονέων και κηδεμόνων του κρατιδίου, είναι σε εξέλιξη διαπραγμάτευση με τις αρμόδιες αρχές του γερμανικού κράτους με σκοπό την ίδρυση ενός πρωινού δίγλωσσου, αναπληρωματικού σχολείου (BilingualeErsatzschule).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, πάντως, οι Έλληνες μετανάστες μαθητές γνωρίζουν πως ήρθαν στη Γερμανία για να μείνουν. Έτσι, γίνεται συστηματική προσπάθεια να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολικού συστήματος, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν τις βαθμολογικές επιδόσεις που θα τους οδηγήσουν σε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, κατοχυρώνοντας στη συνέχεια, αφενός να ενσωματωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό στη γερμανική κοινωνία, αφετέρου να εξασφαλίσουν υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα σχολεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας συντηρούν την ετερογένεια των μαθητών μέσα από εξατομικευμένα και διαφοροποιημένα μαθήματα, τα οποία προσανατολίζονται στην αρχική τους μαθησιακή κατάσταση. Επιπρόσθετα, η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος που προβλέπει την επιλογή μόνο των υψηλών επιδόσεων μαθητών και την προώθησή τους στην ανώτερη Δευτεροβάθμια, στο πρώιμο ακόμη στάδιο της τετάρτης τάξης του Δημοτικού, κατακρίνεται συχνά επειδή θεωρείται ότι αποτελεί εργαλείο όξυνσης και όχι άμβλυνσης της ετερότητας.
Τα αναλυτικά σχολικά προγράμματα δε στάθηκαν ικανά να ενσωματώσουν τη νέα διαπολιτισμική εκπαίδευση, η θεσμοθέτηση της οποίας αποσκοπούσε στη γνωριμία των γηγενών με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των εισερχόμενων και στην εξάλειψη των αντιλήψεων περί μαθησιακών, επικοινωνιακών και κοινωνικών μειονεκτημάτων των παιδιών με μεταναστευτικό υπόβαθρο.
Οι προερχόμενοι από οικογένειες μεταναστών μαθητές προορίζονται να φοιτήσουν στην κατώτερη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου θα λάβουν την απαραίτητη επαγγελματική κατάρτιση, με σκοπό να χρησιμεύσουν στο μέλλον στη γερμανική βιομηχανία ως εργάτες. Η προοπτική της εισαγωγής τους στα Ανώτατα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, που αδιαμφισβήτητα επιφέρει την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη, απεικονίζεται σε μικρότερη μερίδα του μεταναστευτικού πληθυσμού. Υπό αυτές τις συνθήκες, προκύπτει το αίτημα των αλλοδαπών να λειτουργήσουν στη γερμανική επικράτεια σχολικές δομές αναγνωρισμένες από το κράτος, όπου θα διδάσκονται τα παιδιά και στην μητρική τους γλώσσα.
Αποτυπώνεται, λοιπόν, έντονα η αναποτελεσματικότητα του μοντέλου ένταξης που ακολουθείται στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα στο Αμβούργο, όπου το βιοτικό επίπεδο είναι ιδιαιτέρως υψηλό και οι διαφορές των κοινωνικών τάξεων περισσότερο διακριτές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γεωργογιάννης Παντελής, Θέματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, Κοινωνικοψυχολογικές Προσεγγίσεις στην Εκπαίδευση – Διαπολιτισμική Αγωγή, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg, 1999.
- Γκόβαρης Χρήστος, Εισαγωγή στη Διαπολιτισµική Εκπαίδευση, Αθήνα, εκδόσεις Ατραπός, 2004, 2011.
- Νικολάου Γεώργιος, Ένταξη και εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών στο Δημοτικό σχολείο – Από την «Ομοιογένεια» στην Πολυπολιτισμικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2000.
- Δαμανάκης Μιχάλης, Αποτίμηση της μέχρι το 2010 ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό και οι προοπτικές της, Πρακτικά Έκθεσης – «Ελληνόγλωσση εκπαίδευση σε επιλεγμένες χώρες», Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ. Ρέθυμνο, Σεπτέμβριος, 2010.
- Σκούρτου Ελένη, Βρατσάλης Κωνσταντίνος, Γκόβαρης Χρήστος, Μετανάστευση στην Ελλάδαα και Εκπαίδευση: Αποτίµηση της υπάρχουσας κατάστασης – Προκλήσεις και Προοπτικές βελτίωσης, Πρόγραµµα 5, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Σεπτέμβριος 2004. Διαθέσιμο σε: http://old.psych.uoa.gr/~vpavlop/index.files/pdf/ddpms%20IMEPO%20immigration%20and%20education%20(Skourtou%20et%20al.).pdf
- Steffen Hillmert, Soziale Ungleichheit im Bildungsverlauf: Zum Verhältnis von Bildungsinstitutionen und Entscheidungen, in: R. Becker (Anm. 5), S. 69-97.
- Jörg Dollmann, Verbindliche und unverbindliche Grundschulempfehlungen und soziale Ungleichheiten am ersten Bildungsübergang, in: Kölner Zeitschrift für Soziologie und Sozialpsychologie, 63 (2011), S. 431-457.
Πηγή εικόνας: Verbände in Sorge um akademischen Pflege-Nachwuchs (aerztezeitung.de)