Γράφει ο Μαρίνος Μπρίνιας
Τα σύγχρονα δεδομένα έφεραν στην επιφάνεια μία νέα μορφή πραγματοποίησης των οικονομικών συναλλαγών, το ηλεκτρονικό εμπόριο. Το τελευταίο, που κερδίζει όλο και περισσότερους οπαδούς λόγω των σημαντικών ωφελειών που προσφέρει, έχει συνδεθεί ταυτόχρονα με υφέρπουσες δραστηριότητες, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο το ηλεκτρονικό έγκλημα. Η σχέση του δε με το οικονομικό έγκλημα δεν είναι μακρινή, καθώς θεωρείται από ειδικούς ως προέκταση και μέσο του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Παρά την επίμονη προσπάθεια και συνεργασία της ευρωπαϊκής και διεθνούς, εν γένει, κοινότητας να ιχνηλατεί ύποπτες δραστηριότητες, ο κυβερνοχώρος εξακολουθεί να συνιστά απειλή που δε βλέπει σύνορα.
Τα εγκλήματα που διαπράττονται μέσω διαδικτύου και έχουν οικονομικό χαρακτήρα διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το υποκείμενο, τον τόπο, την εν λόγω δραστηριότητα, το αποτέλεσμα και το θύμα της ενδεχόμενης προσβολής. Το υποκείμενο της δράσης μπορεί να ζει σε αναπτυγμένες δυτικές χώρες και να σχετίζεται με εργαζόμενο άτομο μεσοαστικής ή μεγαλοαστικής κοινωνικής τάξης (εγκλήματα λευκού κολάρου) που σε συνδυασμό με ψυχοσυνθετικούς παράγοντες διαμορφώνουν το σχετικό προφίλ του εγκληματία. Να σημειωθεί ότι και το κράτος κάποιες φορές δεν είναι απίθανο να συμμετέχει σε οικονομικά εγκλήματα. Ο τόπος ενδέχεται να συνδέεται με τον χώρο εργασίας του προσώπου. Ο στόχος είναι να προκαλέσει ζημιά, είτε σε μία άλλη επιχείρηση έτσι ώστε αυτή να χάσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή σε κάποιον συνεργάτη. Τα κίνητρα ποικίλουν, από εκδικητικές συμπεριφορές, απληστία, κατάχρηση εξουσίας έως και αισθήματα αδικίας ως προς την εισοδηματική κατανομή μεταξύ των υπαλλήλων, ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που η παράνομη πράξη γίνεται κατ’ εξακολούθηση. Η συσσωρευμένη επαγγελματική ή κοινωνική πίεση και το άγχος, από την άλλη μεριά, ευνοούν την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών (Ρίζου, 2016).
Γενικά, κύριο χαρακτηριστικό των ηλεκτρονικών εγκλημάτων είναι η παράνομη πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα ενός τρίτου προσώπου με στόχο την επεξεργασία τους. Σε αυτό το σημείο, μπορεί να προστεθεί και η οικονομική κατασκοπεία ως μη εξουσιοδοτημένη δραστηριότητα κακόβουλης πρόσβασης στα λογιστικά στοιχεία μιας επιχείρησης από έναν, συνήθως, δωροδοκούμενο ή εκβιαζόμενο υπάλληλο, από κάποια άλλη ανταγωνίστρια επιχείρηση, με στόχο την ιδιοποίηση τους και την απόκτηση επομένως, συγκριτικών εταιρικών πλεονεκτημάτων έναντι της επιτιθέμενης.
Ως δευτερογενές φαινόμενο ηλεκτρονικής απάτης που παράλληλα ανήκει στο φάσμα της αισχροκέρδειας, περιγράφεται και το λεγόμενο «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος». Πρόκειται για μια αθέμιτη διαδικασία νομιμοποίησης εσόδων από προηγούμενη οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αποβλέπει σε προσωπικό οικονομικό όφελος. Σε αυτή την περίπτωση, οι τεχνικές νομιμοποίησης έχουν μεταφερθεί πλέον από τον φυσικό κόσμο, όπου τα παράνομα έσοδα μεταφέρονταν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κυρίως μέσω της αγοράς αυτοκινήτων, πολύτιμων μετάλλων, κοσμημάτων, ξενοδοχείων, καταστημάτων και καζίνο, στον κυβερνοχώρο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάλλει δραστικά στην καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων και της διαφθοράς. Μέσα από την ίδρυση του κέντρου της Europol για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, δίνεται η δυνατότητα στους ειδικούς σε θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος να λαμβάνουν πιο στοχευμένα και αποτελεσματικά αντίμετρα σε πεδία όπως η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, η απάτη με κάρτες πληρωμών, η διαφθορά και άλλους τομείς εγκληματικότητας στους οποίους το διαδίκτυο διαδραματίζει καίριο ρόλο. Η συνεχής συνεργασία με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο στρατηγικός σχεδιασμός, η εμπειρία και η επιστημονική εξειδίκευση συνιστούν κάποιες από τις βασικές αρχές λειτουργίας της Ευρωπαϊκής αστυνομίας. Η τελευταία έχει δημιουργήσει για τις ανάγκες αυτών των στόχων δύο κύριες ομάδες εγκληματολογικής ανάλυσης, την ομάδα Ψηφιακής Ανάλυσης, καθώς και την ομάδα Ανάλυσης Εγγράφων. Τέλος, από σχετικές αναλύσεις προκύπτει ότι το κυβερνο-έγκλημα κοστίζει στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. 265 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος. Για την παγκόσμια οικονομία το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται στα 900 δισεκατομμύρια και αυτό αφορά μόνον το οικονομικό κόστος (Κοτσιφάκης, 2017).
Βιβλιογραφία
Διαμαντάκης Ι. και Τσάτσος Χ. (2007). Οικονομικό έγκλημα στο ηλεκτρονικό εμπόριο, ΤΕΙ Μεσολογγίου, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας.
Κοτσιφάκης Γεώργιος (2017). Η συνεργασία της Europol με τα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η περίπτωση της Ελλάδας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα.
Κωστάρας Αλέξανδρος (2016). Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου, έκτη έκδοση, Αθήνα – Κομοτηνή.
Ρίζου Σταυρούλα (2016), Οικονομικό-ηλεκτρονικό έγκλημα υπό νομική και χρηματοοικονομική προσέγγιση, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής.
Τσιβίκης Κωνσταντίνος – Παναγιώτης (2017). Η εξέλιξη των αστυνομικών επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη.