Γράφει ο Αντώνης Παπάζογλου
Πρόλογος
Η παρούσα ανάλυση πραγματεύεται τα βιώματα και το ακαδημαϊκό κληροδότημα ενός από τους διασημότερους θεωρητικούς του πολέμου, του Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Πρόκειται για μία προσωπικότητα, που οι στρατιωτικές εμπειρίες του από τους ναπολεόντειους πολέμους και τους διαφορετικούς στρατούς στους οποίους υπηρέτησε, τον οδήγησαν στο να παράξει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο. Με αυτό, μας μεταφέρει διαχρονικές αλήθειες και χρήσιμα συμπεράσματα για τον πόλεμο και την πολιτική, ακόμη και δύο αιώνες αργότερα, καθιστώντας το έργο του διαχρονικό.
Βιογραφία
O Κλαούζεβιτς μισούσε και θαύμαζε τον Ναπολέοντα, τον άνθρωπο από τον οποίο ονομάστηκε, αργότερα, μια ολόκληρη εποχή. Τον μισούσε, καθότι ήταν εχθρός της χώρας του, της Πρωσίας. Τον θαύμαζε, γιατί θεωρούσε πως μπορούσε να αποκτάει μεγάλη πρόσβαση στο υλικό, ανθρώπινο και μη, του κράτους του, βοηθώντας τον να διεξάγει πόλεμο εκμηδένισης προς επίτευξη των σκοπών του. Οι πόλεμοι των χρόνων εκείνων επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το έργο του Κλαούζεβιτς.
Ο Καρλ φον Κλαούζεβιτς γεννήθηκε το 1780 στο Μπουργκ-μπάι- Μάγκντενμπουργκ του ισχυρού γερμανικού κράτους της Πρωσίας, όντας το τέταρτο παιδί μιας οικογένειας αστών, που δήλωνε πως είχε ευγενική καταγωγή από βαρόνους της Άνω Σιλεσίας. Ο πατέρας του υπήρξε υπολοχαγός στον στρατό του Φρειδερίκου του Μεγάλου, χωρίς πάντως να είναι στρατιωτικός καριέρας. Κατείχε αρμοδιότητες συλλογής φόρων. Ο ίδιος ήδη από τα 12 του εισήλθε στον πρωσικό στρατό ως υποδεκανέας, ενώ στο μέλλον θα έφτανε μέχρι και τον βαθμό του στρατηγού. Υπηρέτησε στις εκστρατείες του 1793-1794, όπως στην πολιορκία του Μάιντς, κατά την εισβολή των Πρώσων στην επαναστατική Γαλλία και την εκδίωξή τους από την περιοχή του Ρήνου. Το 1795, με τη λήξη της κινητοποίησης του πρωσικού στρατού, επέστρεψε στην Πρωσία. Θα ξαναπολεμούσε κατά την περίοδο 1806-1815.
Το 1801, μπήκε στην Πρωσική Ακαδημία Πολέμου στο Βερολίνο, που είχε αναδιοργανωθεί από τον Καρλ φον Σάρνχορστ, ο οποίος την περίοδο 1807-1814 θα αναμόρφωνε τον στρατό ως επικεφαλής του επιτελείου της κύριας δύναμης, και του οποίου την εύνοια κέρδισε. Το 1804, αποφοίτησε στην κορυφή της τάξης του και ορίστηκε υπασπιστής του Πρίγκιπα Αυγούστου της Πρωσίας, ανιψιού του Βασιλιά. Σταδιακά άρχισε, πλέον, να επεκτείνει τους επαγγελματικούς και κοινωνικούς του ορίζοντες. Εκείνη την περίοδο γνώρισε την αριστοκράτισσα και μελλοντική σύζυγό του, τη Μαρί φον Μπγουλ.
Ο Σάρνχορστ σύστησε τον Κλαούζεβιτς σε έναν σημαντικό εκδότη και έτσι, είδε το 1805 να εκδίδεται το πρώτο του άρθρο. Αυτό περιελάμβανε μια ανασκευή των στρατηγικών θεωριών του Χάινριχ Ντίτριχ φον Μπιούλοβ, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν ο περισσότερο ευρέως διαβασμένος Γερμανός αναλυτής των Ναπολεόντειων πολέμων.
Στη μάχη της Ιένας το 1806, ήταν υπασπιστής του Πρίγκιπα Αυγούστου. Εκεί ο Ναπολέων εισέβαλε θριαμβευτής στην Πρωσία και πήρε 25000 αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και ο Κλαούζεβιτς. Αιχμαλωσία που κράτησε για δέκα μήνες. Αυτή η περίοδος αποτέλεσε τη μία από τις δύο μόνο μακρές περιόδους της ζωής του που πέρασε μακριά από την πατρίδα του. Η παραμονή του αυτή στη Γαλλία του έδωσε την ευκαιρία να παρατηρήσει τη γαλλική κοινωνία και κουλτούρα και να συγκρίνει καταστάσεις με την Πρωσία.
Τα παραπάνω τον οδήγησαν στο να αναπτύξει έντονη κριτική απέναντι στην κυβέρνηση του για την ήττα, καθώς θεωρούσε πως απομόνωσε τον πόλεμο από την εξωτερική πολιτική και πως η παθητικότητα και η υπακοή στην οποία συντηρούσε την πρωσική κοινωνία δεν επέτρεπε στον πληθυσμό να προσφέρει την ορμητική του ενέργεια και τον ιδεαλισμό του. Επίσης, επέκρινε τη στρατιωτική ηγεσία για την αποφυγή της μάχης μέσω επιδίωξης ελιγμών.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1808, έφυγε από το κατεχόμενο Βερολίνο για το Κόνιγκσμπεργκ, την προσωρινή έδρα της πρωσικής κυβέρνησης. Εκεί εισήχθη στον κύκλο των μεταρρυθμιστών, κάτι που θα τον στιγμάτιζε ως «ριζοσπάστη» από τους πιο συντηρητικούς, και θα τον ακολουθούσε στην πορεία του και τις επόμενες δεκαετίες. Στην αρχή, ο Σάρνχορστ τον προσέλαβε ως προσωπικό του βοηθό και έγραψε άρθρα στα οποία υπερασπιζόταν κοινωνικά ευαίσθητες καινοτομίες όπως εξετάσεις για την επιλογή και προαγωγή των νέων αξιωματικών. Όταν η κυβέρνηση επέστρεψε στο Βερολίνο, ο Κλαούζεβιτς έγινε επικεφαλής του γραφείου του Σάρνχορστ.
Στη συνέχεια της καριέρας του, διορίστηκε στο νέο κολλέγιο πολέμου, όπου έδινε διαλέξεις περί στρατηγικής και αντάρτικων πολέμων. Τον Οκτώβριο του 1810, έγινε στρατιωτικός δάσκαλος του διαδόχου του θρόνου και μερικούς μήνες αργότερα προσχώρησε στην επιτροπή που σχεδίασε νέες επιχειρησιακές και τακτικές ρυθμίσεις για το πεζικό και το ιππικό. Το ίδιο έτος, παντρεύτηκε την Κοντέσσα Μαρί φον Μπγουλ.
Η αποδοχή της ηττημένης Πρωσίας να διαθέσει την περιοχή της ως χώρο αναμονής για το γαλλικό στράτευμα, ενόψει της εκστρατείας στη Ρωσία, και η παροχή είκοσι χιλιάδων στρατιωτών στην εκστρατεία αυτή, οδήγησε τον Κλαούζεβιτς να φύγει με προορισμό τη Ρωσία και να υπηρετήσει στον Αυτοκρατορικό Ρωσικό στρατό. Εκεί, έλαβε μέρος στη μάχη του Μποροντίνο το 1812, ως συνταγματάρχης. Πάντως, λόγω της μη γνώσης της ρωσικής γλώσσας, του ανατέθηκαν, κατά κύριο λόγο, επιτελικές αρμοδιότητες. Συνεισέφερε σημαντικά, βοηθώντας να πειστεί ο στρατηγός Λούντβιχ φον Γιορκ να ανακαλέσει τις πρωσικές δυνάμεις από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, στο οποίο είχαν νωρίτερα ενσωματωθεί ως κατακτημένο κράτος.
Μαζί με συμπατριώτες του αξιωματικούς που είχαν ακολουθήσει την ίδια γεωγραφική διαδρομή με τον ίδιο, μπήκε στη Ρωσο-Γερμανική Λεγεώνα το 1813. Υπηρετώντας στο πλευρό της Ρωσίας, βοήθησε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Πρωσίας, Ρωσίας και Βρετανίας ενόψει της αντεπίθεσης απέναντι στους επεκτεινόμενους Γάλλους. Επίσης, διετέλεσε επιτελάρχης ενός, διεθνούς προέλευσης, εκστρατευτικού σώματος που εκδίωξε τις γαλλικές δυνάμεις από τις ακτές της Βαλτικής θάλασσας.
Το 1815, επέστρεψε στον πρωσικό στρατό ως συνταγματάρχης και σύντομα έγινε επικεφαλής του επιτελείου του Γιόχαν φον Τιελμάν. Πάντως, η πρότερη φυγή του από τη χώρα σε συνδυασμό με τις προτάσεις του τα προηγούμενα χρόνια στο πλευρό του Σάρνχορστ, για αναμόρφωση του στρατού με το να δημιουργηθεί και στρατός από αγρότες, δίνοντας όπλα και στον λαό, ενέτειναν την καχυποψία του μοναρχικού καθεστώτος απέναντί του. Αυτό καταδείχτηκε και από το γεγονός πως πριν επιστρέψει στον πρωσικό στρατό είχε προηγηθεί άρνηση προηγούμενης αίτησής του. Στη μάχη της Βάβρης, κατά την εκστρατεία του Βατερλό, η μονάδα του καθυστέρησε σημαντικές ενισχύσεις από το να φτάσουν στον Ναπολέοντα, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα της ήττας του Γάλλου Αυτοκράτορα.
Τα πρώτα χρόνια της ειρήνης, διετέλεσε επιτελάρχης των πρωσικών δυνάμεων στον Ρήνο. Το 1816, επέστρεψε στη μελέτη της στρατιωτικής ιστορίας και θεωρίας, όπως και τη συγγραφή. Δύο έτη αργότερα, του προτάθηκε η θέση του διευθυντή του κολλεγίου πολέμου στο Βερολίνο, την οποία δέχτηκε, και προήχθη στον βαθμό του στρατηγού. Επεδίωξε να αναλάβει θέση πρέσβη στην Αγγλία, αλλά ο πολιτικός στιγματισμός των προηγούμενων περιόδων, οδήγησε στο να βρει κλειστές πόρτες ως προς αυτή του την επιδίωξη.
Οι εξεγέρσεις στην Πολωνία την περίοδο 1830-1831, τον έφεραν ως επικεφαλής του πρωσικού στρατεύματος που στάλθηκε εκεί, όπου σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της χολέρας πέθανε και ο ίδιος από αυτή την αρρώστια, στην πόλη Βρότσλαβ, σε ηλικία πενήντα ενός ετών.
Το έργο του
Η χήρα του Κλαούζεβιτς, η Μαρί φον Μπγουλ, διασκεύασε και εξέδωσε σημαντικό αριθμό γραπτών του κατά το διάστημα 1832-1835. Το έργο του επηρεάστηκε κατά κύριο λόγο από τις στρατιωτικές και πολεμικές εμπειρίες του και από το ιστορικό πλαίσιο της ναπολεόντειας περιόδου. Πολλά από τα κείμενά του δεν εκδόθηκαν ποτέ, ανάμεσά τους έγγραφα και προσωπικά γράμματα, ενώ υπάρχει διαχρονικά και έλλειψη στον τομέα των μεταφράσεων τους. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του που έχει δημοσιευθεί, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα που πραγματεύθηκε αφορούσαν την ιστορική και θεωρητική ανάλυση του πολέμου, καθώς και τις θεματικές της Πολιτικής και του Πολιτισμού.
Σχετικά με τις επιρροές στο έργο του, η εξέλιξη των πολέμων μετέβαλε τις απόψεις του για τον Ναπολέοντα,, καθώς μετά, κυρίως, από την εκστρατεία στη Ρωσία, άρχισε να μειώνεται ο θαυμασμός του για τη στρατιωτική ευφυΐα του Γάλλου Αυτοκράτορα και του άσκησε αρνητική κριτική. Πάντως, πέρα από τα βιώματα, ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης του έπαιξαν και τα κείμενα του Νικολό Μακιαβέλι, τα οποία, ως έναν βαθμό, μελέτησε.
Ο ίδιος επηρέασε αναλυτές επί δύο αιώνες, με συγκρουόμενα συμπεράσματα για το έργο του, καθιστώντας το αμφιλεγόμενο, κάτι που οφείλεται και στο γεγονός πως μέρος αυτού διασώθηκε σε τμήματα. Παράλληλα, όσον αφορά την επιρροή που άσκησε, χρησιμοποιήθηκε από διαφορετικές, πολιτικά και εθνικά, ομάδες όπως τον Λένιν και τους υποστηρικτές του στη Ρωσία του πρώτου τετάρτου του εικοστού αιώνα, αλλά και από το πρωσικό καθεστώς τις παραμονές του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Στην πρώτη περίπτωση, λόγω της σύνδεσης του Πολέμου με την Πολιτική. Στη δεύτερη, ως εργαλείο με σκοπό την εθνικιστική κινητοποίηση ενόψει του πολέμου, με βάση κείμενά του στα οποία κυριαρχούσε ο πατριωτικός λόγος, που καλούσε σε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στους Γάλλους.
Ο Κλαούζεβιτς πέτυχε να καταστεί διαχρονικό το έργο του, μιας και επιχείρησε να καταλάβει τα βασικά στοιχεία της εμπόλεμης διαδικασίας μεταξύ εθνών, ανεξαρτήτως των παροδικών ιστορικών συγκυριών. Επεδίωξε, δηλαδή, να αναγνωρίσει και να αναλύσει τα μόνιμα στοιχεία της έννοιας «Πόλεμος». Σημαντικότερο έργο του θεωρείται το Περί Πολέμου (vom Kriege) που χωρίστηκε στα εξής οκτώ επιμέρους βιβλία:
Για τη φύση του πολέμου
Για τη θεωρία του πολέμου
Η Στρατηγική
Η εμπλοκή
Οι στρατιωτικές δυνάμεις
Η Άμυνα
Η Επίθεση
Ο Σχεδιασμός
Τα οκτώ αυτά βιβλία αποτελούνται από ένα σύνολο εκατόν είκοσι οκτώ κεφαλαίων. Το Περί Πολέμου αποτελεί ένα δημιούργημα που υλοποιεί μια πολύπλευρη ανάλυση της πραγματικότητας του πολέμου, σε επίπεδο τακτικής, συνθηκών και δύναμης. Δεν το κάνει όμως από τη σκοπιά κάποιου συστήματος ηθικής, μα μέσω της παρατήρησης και της λογικής. Έγραψε, επίσης, και κάποια περισσότερο ημερολογιακού χαρακτήρα έργα, τα εξής:
Αρχές του πολέμου
Οι εκστρατείες του 1812 στη Ρωσία
Η εκστρατεία του 1814
Η εκστρατεία του 1815
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1820 είχε, πλέον, αντιληφθεί πως το έργο δεν απέδιδε με επαρκή διαύγεια την πολιτική φύση του Πολέμου και τις δύο βασικές μορφές που αυτός λαμβάνει. Δεν πρόλαβε, όμως, να ολοκληρώσει τις αλλαγές που ήθελε να πραγματοποιήσει εξ’ αιτίας της μετάθεσής του στην Πολωνία.
Στο έργο του διατύπωσε ενδιαφέρουσες θεωρίες και απόψεις σχετικά με τη διεξαγωγή του πολέμου. Αρχικά, θεωρούσε τον πόλεμο μια ασταθή κατάσταση που εξαρτάται από την τύχη, τα πάθη και τον ορθολογικό υπολογισμό. Αυτό καταδεικνύεται από τη σημασία που έδινε στον αστάθμητο παράγοντα και στην έννοια της τριβής. Η συνεχής ύπαρξη παραγόντων στη μάχη όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τα ατυχήματα και οι διαταγές που μεταφέρονται λανθασμένα μέσα στο χάος της μάχης παίζουν πάντα σημαντικό ρόλο. Αυτό γεννά την ανάγκη ύπαρξης ευφυών και αποφασιστικών διοικητών, ώστε να τα αντισταθμίζουν.
Επιπρόσθετα, θεωρούσε αρκετά σημαντικό τον τομέα του ηθικού στους στρατιώτες, τον ενθουσιασμό, την ενέργεια και την πίστη στις πολιτικές αρχές για τις οποίες πολεμούσαν. Κάτι που ίσχυε σε σημαντικό βαθμό, για παράδειγμα, στον ναπολεόντειο στρατό της μετεπαναστατικής Γαλλίας. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως για τον Κλαούζεβιτς ο πόλεμος είναι ένα δίπολο, καθώς δεν εξαρτάται μόνο από τη μία πλευρά και για αυτόν τον λόγο, είναι μάταιο να οργανώνει κανείς τη μάχη σαν να είναι κάτι μηχανιστικό.
Ιδιαίτερα σημαντική και διαδεδομένη είναι και η αντίληψη που είχε σχετικά με τη σχέση πολιτικής και πολέμου. Συγκεκριμένα, υποστήριζε πως ο Πόλεμος είναι η συνέχιση της Πολιτικής με άλλα μέσα και ότι δεν αποτελεί μια ανεξάρτητη και απομακρυσμένη διαδικασία, κάτι που αποτέλεσε μια σημαντική προσθήκη στο πεδίο των αναλύσεων. Σε ζητήματα τακτικής, η αρχική του θέση ήταν πως η επίθεση δίνει πλεονέκτημα στην επιτιθέμενη πλευρά. Στη συνέχεια, πάντως, της συγγραφικής του πορείας, ανέδειξε και τη μεγάλη σημασία της άμυνας. Συμπερασματικά, για τον Κλαούζεβιτς ο πόλεμος περιλαμβάνει δράση, δύναμη, μάχη, τύχη, ψυχολογία, ευφυΐα και πολιτική.
Επίλογος
Έχοντας μελετήσει τα προαναφερθέντα, καταδεικνύεται μια διττή προσφορά του Κλαούζεβιτς. Αφενός παρέχει αξιολόγηση και βιωματικές καταγραφές για γεγονότα, θεσμούς και μάχες που χαρακτήρισαν τη Ναπολεόντεια Ευρώπη, αφετέρου αποκωδικοποιεί το πεδίο των μαχών, καθώς και τις κρατικές διεργασίες πίσω από αυτό. Έτσι, ακόμη και σήμερα μπορούμε να διδαχθούμε, παράλληλα με την Ιστορία, και εμπεριστατωμένη αναστοιχείωση, χάρη σε έναν άνθρωπο που αποφάσισε να καταγράψει με κριτική ματιά τα τεκταινόμενα της εποχής του, αλλά και διαχρονικών φαινομένων.
Βιβλιογραφία
- Μαργαρίτης Γ. (2015). Πόλεμος και Πολιτική. Αποθετήριο Κάλλιππος.
- Durschmied E. (2005). Ο Αστάθμητος Παράγων στην Ιστορία. Εκδόσεις Ενάλιος.
- Howard M. (2000). Ο ρόλος του πολέμου στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. Εκδόσεις Ποιότητα.
- Kennedy P. (1990). Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων: Οικονομική Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 ως το 2000. Εκδόσεις Αξιωτέλλης.
- Paret P. (1965). «Clausewitz: A Bibliographical Survey», στο Paret Peter (επιμ.), World Politics. Cambridge University Press.
- Paret P. (1992). Understanding war, Essays on Clausewitz and the history of military power. Princeton University Press.
- Richards D. (2001). Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1789-2000. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα