Γράφει ο Γιάννης Δαμδάς
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την Ευρωπαϊκή ήπειρο, που θα
βασιζόταν στην ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών με
στόχο την ευημερία τους. Η αρχή γίνεται με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951, μετεξέλιξη της οποίας αποτελεί η Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που ιδρύθηκε το 1957. Με την ίδρυση της ΕΟΚ, ξεκινάει
μια προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης σε δύο τομείς, αρχικά γεωγραφικά, με την
αύξηση των κρατών-μελών, και μετέπειτα πολιτικο-οικονομικά. Άλλωστε, αν και η
ΕΚΑΧ συνιστούσε πρακτικά μία τελωνειακή ένωση, απώτερος στόχος ήταν η σταδιακή
οικονομική ενοποίηση, με την υιοθέτηση κοινών εμπορικών, οικονομικών και
νομισματικών πολιτικών μεταξύ των κρατών-μελών.
Εξήντα χρόνια μετά, η λειτουργία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, της «συνέχειας» της ΕΟΚ, μπορεί σε γενικές γραμμές να
θεωρηθεί επιτυχημένη· από τα έξι ιδρυτικά μέλη – Γαλλία, Ιταλία, (Δυτική) Γερμανία, Βέλγιο,
Ολλανδία, Λουξεμβούργο – η
Ε.Ε έχει φτάσει στα είκοσι οκτώ, η ειρήνη έχει επιτευχθεί μεταξύ των ευρωπαϊκών
χωρών, ενώ τα επίπεδα ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών θεωρούνται αρκετά υψηλά. Αυτή
η επιτυχία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ενιαία αγορά, η οποία βασίζεται στην
ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών, προσώπων, και κεφαλαίων, και
αποτελεί τον πυλώνα της Ε.Ε. Φυσικά, τα μέλη που ανήκουν παράλληλα και στην
Ευρωζώνη (δέκα εννέα στον αριθμό), έχουν σχηματίσει και μια νομισματική ένωση
μεταξύ τους, με κοινό νόμισμα και κοινή νομισματική πολιτική, η οποία
καθορίζεται αυστηρά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η χρήση του ευρώ
περιορίζει τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, επομένως διευκολύνει τις
συναλλαγές εντός της κοινής αγοράς. Αυτά τα χαρακτηριστικά της Ένωσης, δηλαδή η
εσωτερική αγορά και το κοινό νόμισμα, αποτελούν ίσως τα μεγαλύτερα οικονομικά
επιτεύγματά της.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί πριν το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, όμως με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009 δημιουργήθηκε υψηλή αβεβαιότητα σχετικά με την λειτουργικότητα της Ε.Ε και τον βαθμό στον οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει επαρκώς τις οικονομικές παθογένειες των κρατών-μελών της. Φυσικά, οι φωνές του ευρωσκεπτικισμού προϋπήρχαν της οικονομικής κρίσης· ήδη από την ίδρυση της ΕΟΚ ακόμα το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπιζε αρνητικά τον τρόπο διεξαγωγής της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Γενικότερα, η λειτουργία της Ε.Ε είναι βασισμένη στην παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών στον ευρωπαϊκό οργανισμό, σε μια πληθώρα οικονομικών, και μη, πολιτικών. Η οικονομική κρίση, ωστόσο, μαζι με τη προσφυγική του 2015, καθώς και το φαινόμενο του Brexit, έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω λειτουργία έχοντας επαναφέρει τον ευρωσκεπτικισμό στο προσκήνιο.
Η κρίση που βιώνει η Ευρωζώνη και
συνεπώς ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτείνεται σε τέσσερα, αλληλένδετα, πεδία: Τραπεζική,
Δημοσίου Χρέους, Επενδυτική και Ανθρωπιστική κρίση. Οι τρεις πρώτες φανέρωσαν
τα οικονομικά προβλήματα της Ε.Ε, αναφορικά με την κοινή νομισματική πολιτική, την
αδυναμία στήριξης των δημοσίων χρεών, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας και τις
ανισορροπίες στις επενδύσεις μεταξύ των κρατών-μελών της. Ωστόσο η τέταρτη, που
προέκυψε από τις άμεσες συνέπειες όλων των παραπάνω στο βιωτικό επίπεδο των
πολιτών των ευάλωτων κρατών, αλλά και σε αυτό των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων
των «ισχυρών», κλόνισε την εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αύξησε τις
φωνές ευρωσκεπτικισμού και εθνικισμού και απειλεί την βιωσιμότητα της Ε.Ε στον
μεγαλύτερο, ίσως, βαθμό.
Οι φωνές διαμαρτυρίας για το ευρωπαϊκό
μοντέλο προέρχονται τόσο από τους πολίτες των ισχυρών οικονομιών, που θεωρούν
ότι oi
πιο αδύναμες οικονομίες «κρατάνε πίσω» την Ένωση, όσο και από τους πολίτες των
κρατών που βίωσαν σε μεγαλύτερο βαθμό την κρίση, οι οποίοι θεωρούν ότι η
στήριξη από την υπόλοιπη Ευρώπη δεν ήταν αρκετή. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί
οικονομολόγοι αλλά και απλοί πολίτες κάνουν λόγο για μία Ευρώπη που κινείται σε
δύο ταχύτητες και δεν έχει πετύχει ορθή οικονομική ενοποίηση, ένα πρόβλημα που
συχνά παίρνει και πολιτικές διαστάσεις, ιδαίτερα με την επανεμφάνιση
εθνικιστικών τάσεων.
Ένα παράδειγμα έλλειψης συνεργασίας σε
πολιτικό επίπεδο εντός της Ένωσης είναι το μεταναστευτικό ζήτημα, που
πρωτοεμφανίστηκε το 2015. Αν και απασχολεί ως επί το πλείστον τα κράτη με
θαλάσσια σύνορα, όπως για παράδειγμα την Ελλάδα και την Ιταλία, αποτελεί
πρόβλημα για ολόκληρη τη Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό συμβαίνει, διότι, αν και υπάρχει
χρηματοδότηση για τα κράτη που πλήττονται από τις τεράστιες εισροές προσφύγων
και μεταναστών (την τετραετία 2015-2018, μέσω του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης
και Ένταξης, η Ελλάδα έλαβε 330 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η Ιταλία 245,6 εκατομμύρια
ευρώ), δεν υπάρχει αίσθημα συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών· το
μεγαλύτερο βάρος του προβλήματος το έχουν αναλάβει τα εν λόγω κράτη, λόγω του
κανονισμού του Δουβλίνου, κατά τον οποίο οι αιτούντες άσυλο το πράττουν στο
πρώτο κράτος της Ε.Ε που εισέρχονται.
Στην Ελλάδα, ενδεικτικά, τα τελευταία
τρία χρόνια έφτασαν περίπου 156 χιλιάδες μεταναστών, με τους 40 χιλιάδες μόνο
να παίρνουν άσυλο. Είναι προφανές, ότι σε ένα κράτος με μεγάλες ελλείψεις δομών
και δημόσιων υπηρεσιών η οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος δεν
έχει αποτελέσματα, και το φαινόμενο της υπέρ-μετανάστευσης γεννά ξενοφοβία και
μίσος, φαινόμενα που συμβάλλουν στην διόγκωση του προβλήματος. Γενικότερα, η
αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να χειριστούν το πρόβλημα συνεργατικά
αναζωπυρώνει τις εθνικιστικές τάσεις και το αίσθημα εχθρότητας απέναντι στην
υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιαίτερα στα κράτη που το αντιμετωπίζουν πιο άμεσα.
Το Brexit αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα ευρωσκεπτικισμού. Οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις που παρουσίαζε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά καιρούς κορυφώθηκαν το 2016, με το δημοψήφισμα παραμονής ή αποχώρησης από την Ε.Ε. Τρία χρόνια αργότερα, ανεξάρτητα από την τελική απόφαση και πέρα από τις τρέχουσες και μελλοντικές οικονομικές συνέπειες, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται ήδη από πολλούς ως «ξένο σώμα» για την Ένωση, οπότε γεννάται το εύλογο ερώτημα: Μετά από ένα πιθανό Brexit, πώς θα γίνουν ορθά βήματα προς περαιτέρω ολοκλήρωση της Ε.Ε, τόσο γεωγραφικά, όσο και οικονομικά; Με την οικονομία της Γερμανίας να βρίσκεται πολύ κοντά σε ύφεση, τα κράτη της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας να επιθυμούν ένταξη στην Ε.Ε και την κατάσταση στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο να παραμένει τεταμένη, η Ευρώπη οφείλει να λειτουργήσει παράλληλα σε αρκετά μέτωπα, με το μέλλον της να δείχνει αβέβαιο. Οι τάσεις ευρωσκεπτικισμού υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ωστόσο η ορθολογική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ζητημάτων μπορεί και πρέπει να γίνει με τρόπο τέτοιο, ώστε η περαιτέρω ενοποίηση της Ε.Ε να μην μέινει στην θεωρία, αλλά να γίνει πράξη.
- Κανελλόπουλος, Π. Ι. (2010). Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η Συνθήκη της Λισσαβώνας.
- Καλαβρός, Γ., & Γεωργόπουλος, Θ. (2017). Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τ. II, 3η.
- Βαρουφάκης, Γ. (2014). Μια Μετριοπαθής Πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ. Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Αθήνα.
- EU expenditure and revenue 2014-2020 (DG Budget Data). Διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/budget/graphs/revenue_expediture.html (Προσπελάστηκε 8/12/2019)
- Thimios Tzallas, Greece is still struggling to cope with the refugee crisis – and now thousands of migrants have gone missing, The Independent, October 30, 2019. Διαθέσιμο σε: https://www.independent.co.uk/voices/greece-refugee-crisis-camps-syriza-new-democracy-government-a9177291.html (Προσπελάστηκε 8/12/2019)
- Martin Arnold, Germany narrowly avoids recession as growth ticks up, Financial Times, November 14, 2019. Διαθέσιμο σε: https://www.ft.com/content/a6df76e8-06aa-11ea-a984-fbbacad9e7dd (Προσπελάστηκε 9/12/2019)