Γράφει η Στέλλα Χατζηγεωργίου
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της Οικονομικής Κρίσης, έχει παρατηρηθεί μια ευρωσκεπτιστική τάση ακόμα και σε χώρες που παραδοσιακά τίθενται υπέρ του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Όπως ήδη προαναφέρθηκε βασικοί λόγοι ενδέχεται να είναι οικονομικοί, είτε να παρατηρούνται θέματα εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, είτε ακόμα να διερωτάται κανείς αν τα όργανα της Ε.Ε λειτουργούν πραγματικά δημοκρατικά.
Αυτές οι τάσεις ωστόσο δεν είναι μια νέα πρόκληση που καλείται η Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσει. Τα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Δανίας για τη συνθήκη του Μάαστριχτ έφεραν τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς στη σκληρή θέση να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη του λαϊκού ευρωσκεπτικισμού, ωστόσο μια πρώτη αντίδραση στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είχε παρατηρηθεί στη Δανία είδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 λόγω της ύπαρξης του αμιγώς ευρωσκεπτικιστικού κόμματος People’s Movement Against the EC/ EU (Λαϊκό Κίνημα Ενάντια στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/ Ένωση).
Τί είναι όμως ο Ευρωσκεπτικισμός και ποια η θέση του στην Δανέζικη πολιτική ζωή; Πρόκειται, σε μια πρώτη ανάγνωση, για την «ιδέα της ενδεχόμενης ή της απροκάλυπτης αντίθεσης στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης» σύμφωνα με τον Taggart. Ο ίδιος συνεχίζει ξεχωρίζοντας τρείς θέσεις για την ΕΕ: i) Εναντίωση στην ίδια την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης ii) υπέρ της ολοκλήρωσης μερικώς, καθώς είναι πολυσυλλεκτική και ποικιλόμορφη, θέση που αποτελεί τη βάση του δεξιού ευρωσκεπτικισμού και τέλος iii) εν μέρη υπέρ της ολοκλήρωσης, καθώς αποκλείει τα οικονομικά ανίσχυρα κράτη και εναντιώνεται στα συμφέροντα της παγκόσμιας εργατικής τάξης, η αριστερή μορφή του φαινομένου.
Μια επιμέρους διάκριση που μας βοηθά να κατανοήσουμε σε ένα μεγαλύτερο βαθμό το εν λόγω φαινόμενο από τη σκοπιά των κομμάτων, είναι αυτή του σκληρού από τον ήπιο, σύμφωνα με τον Taggart και πάλι. Ως σκληρό ευρωσκεπτικισμό ο Taggart χαρακτηρίζει την ολική αντίθεση στη συμμετοχή στην ΕΕ, ενώ η ανά περίπτωση εξέταση και εκτίμηση ονομάζεται ήπιος ευρωσκεπτικισμός. Υπάρχουν αρκετοί μελετητές οι οποίοι ασχολήθηκαν με το φαινόμενο αυτό και εξέλιξαν την ήδη υπάρχουσα θεωρία του Taggart στους οποίους θα αναφερθούμε ενδεχομένως σε επόμενα άρθρα.
Το γεγονός ότι οι πρώτες μελέτες του φαινομένου είχαν ως κέντρο τους τις στάσεις των κομμάτων απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα έρχεται να επιβεβαιώσει την ελιτίστικη προσέγγισή του. Πιο συγκεκριμένα, η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν μια απόφαση των κομματικών ελίτ και των εκάστοτε κυβερνήσεων, οι οποίες θεώρησαν άσχετη την λαϊκή γνώμη και θεωρήθηκε δεδομένη μια a priori μαζική υποστήριξη.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2004, η Catharina Sørensen, διέκρινε 6 στάσεις του λαϊκού ευρωσκεπτικισμού, δηλαδή της στάσης των πολιτών απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Ξεκινώντας (i) κάποιοι πολίτες ανησυχούν για ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας σε αυτό το μοντέλο πολυεπίπεδης διακυβέρνησης ενώ (ii) κάποιοι για ζητήματα ιδεολογικά, όπως οι αξίες της Ένωσης. Άλλοι πάλι είναι επιφυλακτικοί όσον αφορά τις (iii) πολιτικές επιδόσεις και την μεταφορά αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και κάποιοι αμφισβητούν την (iv) οικονομική της χρησιμότητα. Τέλος παρατηρείται (v) έλλειψη συναισθηματικής έλξης και φυσικά υπάρχει μια μερίδα του πληθυσμού που (vi) είναι κατ’ αρχήν αντίθετη με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης.
Ποια είναι όμως η σχέση της Δανίας, τόσο των πολιτών όσο και των ελίτ, με την Ευρώπη; Η Δανία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1973, μέλος της Σένγκεν από την 25η Μαρτίου 2001, έχει διαπραγματευτεί ρήτρα εξαίρεσης από το κοινό νόμισμα και εκλέγει 14 μέλη στο ευρωκοινοβούλιο. Η χώρα αιτήθηκε συμμετοχής αφού το Ηνωμένο Βασίλειο έπραξε το ίδιο, λόγω της στενής εξαγωγικής τους σχέσης. Μολονότι η δεκαετία του 70 ήταν περίεργη για την Κοινότητα, για την Δανία ήταν μια ιδιαίτερα καλή περίοδος. Καθώς απολάμβανε ευρύτερης αποδοχής και εκτίμησης και συνάμα η συνεχώς αναπτυσσόμενη κοινή αγορά έφερνε τη χώρα σε πλεονάζουσα θέση, με το δημοψήφισμα του 1986 για την Ενιαία Κοινή Πράξη (SEA) οι Δανοί έδειξαν τη σθεναρή τους υποστήριξη σε αυτή την πρωτοβουλία. Όσο όμως έβλεπαν το εθνικό τους κοινοβούλιο να μετατρέπεται σε έναν αποδέκτη ευρωπαϊκών εντολών, θεώρησαν πως έπρεπε να τεθούν κάποια όρια. Κάτι που συνέβη με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια.
Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δανία είναι μια χώρα που έλαβε υπόψη τη γνώμη των πολιτών για τα ευρωπαϊκά ζητήματα, όπως αποδεικνύεται από τη διενέργεια οκτώ δημοψηφισμάτων: 1) Προσχώρηση στην ΕΟΚ (1972): Αρχικά οι Δανοί έδειξαν μια εγκράτεια καθώς φοβόντουσαν πως θα έβλαπτε το Σκανδιναβικό μοντέλο Δημοκρατίας και το κοινωνικό τους κράτος. Ωστόσο, με συμμετοχή 90.1%, τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα υπέρ της προσχώρησης (ΝΑΙ=63,4% ΟΧΙ=36,6%). 2) Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη/ SEA (1986): Υπέρ αυτής της πρωτοβουλίας τάχθηκε το 56,2% των ψηφισάντων. 3) Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992): Ένα ζήτημα που δίχασε τους Δανούς σε ένα μεγάλο ποσοστό, όπως αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος (ΝΑΙ=49,3% ΟΧΙ= 50,7%). Παράλληλα όμως κατέστησε ορατό στις φιλοευρωπαϊκές ελίτ τον λαϊκό ευρωσκεπτικισμό, εγείροντας ένα σημαντικό ερώτημα: Τι θα συμβεί αν οι πολίτες πουν όχι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση; 4) Συμφωνία του Εδιμβούργου (1993): Η συμφωνία αυτή έρχεται να δώσει λύσεις, με το 56,8% να τίθεται υπέρ, στις διαφωνίες των Δανών με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ εξαιρώντας την χώρα από 4 σημεία, την τρίτη φάση της νομισματικής ένωσης -διατηρώντας έτσι την δανέζικη κορώνα, την κοινή άμυνα, σε ζητήματα δικαιοσύνης αποκλείοντας την ένωση από εσωτερικές υποθέσεις και τέλος στα ζητήματα ιθαγένειας, καθιστώντας την ενωσιακή ιθαγένεια συμπληρωματική. 5) Συνθήκη του Άμστερνταμ (1998): Το 55,1% τίθεται υπέρ του εκδημοκρατισμού της Ένωσης και της αύξησης των εξουσιών του Ευρωκοινοβουλίου. 6) Κοινό Νόμισμα (2000): Μολονότι είχε εξαιρεθεί από την κοινή νομισματική πολιτική με τη Συμφωνία του Εδιμβούργου, διενεργήθηκε δημοψήφισμα για το θέμα με τους Δανούς πολίτες να τίθενται για ακόμη μια φορά κατά του κοινού νομίσματος (ΝΑΙ= 47,6% ΟΧΙ= 53,2%). 7) Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (2014): Την συγκεκριμένη πρωτοβουλία δέχτηκαν με θέρμη οι πολίτες όπως δείχνει το εκκωφαντικό ποσοστό όσων ψήφισαν υπέρ (62,5%). 8) Opt-ins για τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις (εξαίρεση 3 του Εδιμβούργου), λόγω της δυσαρέσκειας που εκφράζουν τα κόμματα για τη μη συμμετοχή της Δανίας σε αποφάσεις σχετικές με τη δικαιοσύνη. Ωστόσο το 53,1% των ψηφισάντων τίθεται κατά για ακόμα μια φορά.
Τα άνωθεν αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων καθιστούν αρκετά σαφή την στάση των πολιτών απέναντι στην ΕΕ. Έχει ενδιαφέρον ωστόσο να τονιστεί πως στα δημοψηφίσματα μέχρι το 2004, το 50% σχεδόν του πληθυσμού ψηφίζει αντίθετα στις παροτρύνσεις των 2/3 του κοινοβουλίου, την επίσημη γραμμή των μεγάλων εφημερίδων και του επιχειρηματικού τομέα. Πρόκειται δηλαδή για μια de facto διαίρεση «ελίτ/μάζα» όσον αφορά στα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Ποια είναι όμως η σχέση Ευρώπης – Δανίας σήμερα; Η Δανία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν παραδοσιακός σύμμαχος του Ηνωμένου Βασιλείου από τη στιγμή της προσχώρησης της στην Κοινότητα. Δεν ήταν δυνατό λοιπόν να μείνει ανεπηρέαστη από το BREXIT, φέρνοντας τη στη δύσκολη θέση να αναζητά συμμάχους. Την άνοιξη του 2020 μια νέα συμμαχία εμφανίστηκε ανάμεσα στην Αυστρία, την Ολλανδία, την Σουηδία και φυσικά τη Δανία, οι λεγόμενοι «Frugal four». Σημείο σύγκλισης τους η εναντίωση τους στις οικονομικές πολιτικές της Ένωσης σχετικά με τη διαχείριση του COVID-19.
Επιπροσθέτως, από την Άνοιξη του 2021, δυσφορία προκαλεί στην Δανία η επιμονή της Ευρώπης για την επιβολή πλαισίου καθορισμού του βασικού μισθού σε όλα τα κράτη μέλη. Ο Δανός υπουργός Απασχόλησης Πίτερ Χάμερλγκααρτ Τόμσεν τονίζει η υπεροχή του εθνικού εργατικού δικαίου ήταν ξεκάθαρος όρος από την αρχή. Άλλωστε με αυτόν τον όρο συμφώνησαν τα συνδικάτα στην προσχώρηση της χώρας στην τότε ΕΟΚ την δεκαετία του ‘70. Οι μισθοί ορίζονται έπειτα από συζήτηση των συνδικάτων με τους εργοδότες, χωρίς την ανάμειξη της κυβέρνησης.
Σύννεφα ωστόσο προκαλούνται στη σχέση Δανίας-ΕΕ από την αποκάλυψη της συνεργασίας της χώρας με την NSA και πιο συγκεκριμένα για την παρακολούθηση, ανάμεσα σε άλλους, Γερμανών και Γάλλων πολιτικών με τη Δανία να απαντά πως βρίσκεται σε «καλό διάλογο με του Ευρωπαίους». Τέλος, όπως θα δούμε στο παρακάτω διάγραμμα, φαίνεται οι Δανοί πολίτες να ανησυχούν από το γεγονός πως η χώρα τους ασκεί πλέον σαφώς μικρότερη επιρροή στην Ευρώπη, σύμφωνα με έρευνα του ECFR το 2020.
Στο ερώτημα αν η Δανία είναι μια ευρωσκεπτικιστική χώρα ή απάντηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι ναι. Αυτό που όμως πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι το γεγονός ότι οι Δανοί δεν είναι αντίθετοι στη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ συνολικά, αλλά ο ευρωσκεπτικισμός τους βασίζεται σε εκτιμήσεις ανά περίπτωση και έχει τα θεμέλιά του στα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Αυτή η συνειδητοποίηση καθιστά ανέφικτη την ακριβή πρόβλεψη για το μέλλον της χώρας στο πλαίσιο της Ένωσης, εννοώντας πως το DAXIT δεν αποτελεί ένα εντελώς εξωπραγματικό ενδεχόμενο αν αισθανθούν οι Δανοί πως καταπατάται σοβαρά το δικαίωμά τους στην ιδία διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων. Σε οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο ελάσσονος σημασίας ωστόσο, η χώρα έχει αποδείξει την θέλησή της να βρεθεί μια χρυσή τομή.
Βιβλιογραφία:
-, Κατασκοπεία από την NSA μέσω Δανίας, 01/06/2021, Καθημερινή
-, Κόντρα Δανίας – Κομισιόν για τον βασικό μισθό, 30/3/2021, Καθημερινή
Catharina Sørensen, DANISH AND BRITISH POPULAR EUROSCEPTICISM COMPARED: A SCEPTICAL ASSESSMENT OF THE CONCEPT, 2004, Danish Institute for International Studies
Catharina Sørensen, How the “Frugal Four” could grow in number and infuence, 2020, European Council of Foreign Relations (ecfr.eu)
Catharina Sørensen, Three Reasons why Denmark could transform its relationship with the EU, 2020, European Council of Foreign Relations (ecfr.eu)
Folketinget, official website, https://www.thedanishparliament.dk/en/eu-information-centre/eu-referenda, ανακτήθηκε 30/10/2021
Susi Dennison & Pawel Zerka, The transformative five: A new role for the frugal states after the EU recovery deal, 2020, European Council of Foreign Relations (ecfr.eu)
Paul Taggart, A touchstone of dissent: Euroscepticism in contemporary Western European party systems, 1998, European Journal of Political Research 33: 363–388