Γράφει ο Χρίστος Σαββουλίδης
Το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεδομένης της επικαιρότητας, εμφανίζεται όλο και περισσότερο στο δημόσιο διάλογο και μοιάζει να πλησιάζει όλο και περισσότερο την πραγματικότητα. Σίγουρα, όμως, είναι μια διαδικασία με πολλά ερωτηματικά όπως το πως, το γιατί και το πότε, και αν μη τι άλλο οδηγεί σε μια σειρά από διάφορα πιθανά σενάρια και θεωρήματα, άλλα πιο αισιόδοξα και άλλα λιγότερο. Είναι, ωστόσο, βέβαιο πως το φαινόμενο της ολοκλήρωσης δεν είναι κάτι καινούργιο και ούτε περιορίζεται στην ευρωπαϊκή του εκδοχή. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή του εκδοχή είναι ένα μέρος του συνολικού φαινομένου της διεθνούς ολοκλήρωσης. Πιο συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναμένεται να αποτελέσει το επόμενο βήμα προς τη διεθνή ολοκλήρωση, επομένως, θα μπορούσαμε δίκαια να το χαρακτηρίσουμε το πλέον σύγχρονο και επίκαιρο μέρος του συνολικού φαινομένου.
Για να είναι ξεκάθαρη και σαφής η σημασία του όρου ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα πρέπει πρωτίστως να διευκρινιστεί το επιδιωκόμενο βάθος της ολοκλήρωσης, το οποίο εξαρτάται από το σκοπό της και τις συγκυρίες που την καθιστούν αναγκαία. Το πρώτο, λοιπόν, ερωτηματικό, «το γιατί χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη Ευρώπη», είναι αυτό που θα καθορίσει τη μορφή και το βάθος που θα έχει αυτή η πιο ολοκληρωμένη Ευρώπη. Επομένως, γιατί χρειάζεται μια πιο ενωμένη Ευρώπη;
Η βασική απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η επίτευξη της ειρήνης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η αναγέννηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό ήρθε με τη ριζοσπαστική αναδιαμόρφωση των κρατικών θεσμών, το δημοκρατικό κράτος δεν επανεμφανίστηκε για παράδειγμα ως πόλη-κράτος, αλλά ως έθνος-κράτος. Αυτό διότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει ειρήνη, αν διαμελίζονταν τα μέρη των μέχρι τότε φεουδαρχικών βασιλείων σε μικρότερες πόλεις-κράτη, με αντικρουόμενα συμφέροντα εντός του ιδίου γεωγραφικού χώρου. Επομένως, τα έθνη-κράτη, βασισμένα στην -προβληματική βέβαια- θεωρία της κοινής καταγωγής μεταξύ των πολιτών τους, δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν την ενδοκρατική τάξη πραγμάτων και την εσωτερική ειρήνη σε μια μεγαλύτερη κλίμακα. Γιατί, λοιπόν, να μην υπάρξει ένα πανευρωπαϊκό και αργότερα διεθνές κράτος για να εξυπηρετήσει τη διεθνή σταθερότητα και παγκόσμια ειρήνη;
Ως προς το πως μπορεί να γίνει πραγματικότητα ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα, υπάρχουν πολλές θεωρητικές προσεγγίσεις καθώς και πλήθος ιστορικών παραδειγμάτων ενοποίησης κρατών. Η πρώτη ολοκληρωμένη και αναλυτική θεωρία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι η θεωρία του Νεολειτουργισμού, βασισμένη στο έργο του πολιτικού επιστήμονα Έρνστ Χάας. Ο Χάας, κατά τη δεκαετία του 1960, ανέπτυξε το μοντέλο του Νεολειτουργισμού στα πρότυπα λειτουργίας της ΕΚΑΧ και της ΕΟΚ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών πάνω σε έναν τομέα θα οδηγούσε αναπόφευκτα και σε περαιτέρω συνεργασία και σε άλλους τομείς, με μια διαδικασία που ονομάστηκε «επενέργεια διάχυσης» και παρομοιάστηκε με τη λειτουργία ομόκεντρων κύκλων όπου η συνεργασία «διαχέεται» από τους εξωτερικούς προς τους εσωτερικούς κύκλους. Η θεωρία του Χάας αποτελεί μετεξέλιξη της θεωρίας του Λειτουργισμού των Διεθνών Σχέσεων του Ντέιβιντ Μίτρανι και επιδιώκει μια ομαλή και συνεχή ενοποίηση, απορρίπτοντας το ομοσπονδιακό μοντέλο ολοκλήρωσης, ώστε να επιτευχθεί η ενοποίηση αυτή με τον πλέον ομαλό τρόπο και χωρίς απότομες και έντονες αλλαγές.
Για το σκοπό αυτό, δίνεται προτεραιότητα στην οικονομική ενοποίηση με τεχνοκρατικούς όρους και οι τεχνοκρατικοί οικονομικοί υπερεθνικοί θεσμοί, με τη λογική της «γραφειοκρατικής συνδιαχείρησης», αποσπούν σημαντικό μέρος της κυριαρχίας των κρατών-εθνών, ενώ στη συνέχεια, μόλις οι πολιτικοί παράγοντες διαπιστώσουν πως πλέον οι υπερεθνικοί αυτοί θεσμοί μπορούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να καλύψουν τις ανάγκες τους, τότε διεκδικούν και αυτοί με τη σειρά τους περαιτέρω πολιτική ενοποίηση και εμβάθυνση.
Αν και το Νεολειτουργικό μοντέλο, έως και τη δεκαετία του 1960, μπορούσε να εξηγήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τους βασικούς επιστημονικούς προβληματισμούς σχετικά με το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι αδυναμίες των Κοινοτήτων, όπως εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δημιούργησαν νέα προβλήματα. Έτσι, προέκυψε μια νέα θεωρητική προσέγγιση, λιγότερο αισιόδοξη για το συνολικό εγχείρημα σε σχέση με τον Νεολειτουργισμό, με στόχο να διατηρήσει τις ρεαλιστικές βάσεις της θεωρίας των διεθνών σχέσεων όπου τα έθνη κράτη διατηρούν την κυριαρχία επί των εδαφών τους. Πρόκειται για το Διακυβερνητικό μοντέλο, όπου αναπτύχθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με τη συμβολή κορυφαίων θεωρητικών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Στάνλεϊ Χόφμαν.
Σύμφωνα με το Διακυβερνητικό μοντέλο, οι εθνικές κυβερνήσεις θα αντιδρούσαν αρνητικά σε περίπτωση όπου θα έπρεπε να παραχωρήσουν σημαντικό μέρος της κυριαρχίας τους σε υπερεθνικά όργανα, επιβραδύνοντας έντονα το ρυθμό της ενοποίησης. Μάλιστα, τονίζεται πως η άρνηση των εθνικών κυβερνήσεων να παραχωρήσουν την κυριαρχία τους θα αφορά κυρίως τους τομείς της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, οι οποίοι με βάση το Διακυβερνητικό μοντέλο θεωρούνται τομείς υψηλής πολιτικής. Κατά τη δεκαετία του 1990, ο θεωρητικός Άντριου Μόραβτσικ κατέληξε σε μια επαναπροσέγγιση της παραπάνω θεωρίας, διατυπώνοντας τη θεωρία του φιλελεύθερου Διακυβερνητισμού. Σύμφωνα με τον Μόραβτσικ, η διακυβερνητική συνεργασία μέσα σε υπερεθνικά όργανα δεν δημιουργεί μόνο εντάσεις, αλλά και όφελος για το κάθε κράτος μέλος. Συμμετέχοντας στις διαδικασίες των διακυβερνητικών αυτών οργάνων, οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν την ευκαιρία να προωθήσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Κατά συνέπεια, οι όποιες αποφάσεις ληφθούν από τα όργανα αυτά θα αντιπροσωπεύουν τους στόχους των εθνικών κυβερνήσεων σε ένα υπερεθνικό επίπεδο.
Εκτός από τις δύο αυτές θεωρίες, οι οποίες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν συνολικά το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προέκυψαν νέες, μικρότερου «θεωρητικού» βεληνεκούς θεωρίες, με στόχο να εξηγήσουν συγκεκριμένες λειτουργίες των ευρωπαϊκών θεσμών. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως η ενοποίηση δεν βρισκόταν πλέον σε πρώιμο στάδιο ώστε να αρκούν θεωρίες γενικού θεωρητικού χαρακτήρα, αντιθέτως, η εκτεταμένη διεύρυνση στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο αυξημένος βαθμός εμβάθυνσης των ιδρυτικών κρατών μελών και η δυνατότητα αναγέννησης της ισχύος των ευρωπαϊκών χωρών μετά την επανένωση της Γερμανίας και της λήξης του Ψυχρού Πολέμου σε συνδυασμό με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη, δημιούργησαν την ανάγκη για θεωρίες εστιασμένες στις άμεσες λειτουργίες των ευρωπαϊκών θεσμών. Μεταξύ αυτών των θεωριών, λοιπόν, ξεχωρίζουν οι θεωρίες του Εξευρωπαϊσμού και της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης.
Το μοντέλο του Εξευρωπαϊσμού, χωρίς άμεση αναφορά στην ενοποίηση, περιγράφει τις μεταβολές που μπορεί να προκαλέσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα στις εθνικές κυβερνήσεις, καθώς οι πολιτικές επιταγές που προκύπτουν από τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών λειτουργούν και ως κατευθυντήριες οδηγίες για τα κράτη μέλη. Εκτός από την προφανή επιρροή που μπορεί να έχουν αυτές οι οδηγίες στην εθνική πολιτική, ανάλογα με την πίεση των θεσμών προς τα κράτη μέλη αλλά και την ανταπόκριση των κρατών στις πιέσεις, οι ευρωπαϊκές οδηγίες μπορούν να επηρεάσουν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες σε εθνικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο.
Παράλληλα, το μοντέλο της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης αποτέλεσε σε γενικές γραμμές μια μετεξέλιξη του Λειτουργισμού. Επισημαίνοντας πως αναμφίβολα οι εθνικές κυβερνήσεις είναι μέρος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το μοντέλο αυτό ξεκαθάρισε πως η κυριαρχία επί του εδάφους κατανέμεται σε πολλά επίπεδα, όπως υποεθνικό, εθνικό, και υπερεθνικό. Επομένως, παρά τον όποιο βαθμό κυριαρχίας διατηρεί κάθε κράτος μέλος, μέσα από την συμμετοχή του στην Ε.Ε. αναγκάζεται να παραχωρήσει σημαντικό μέρος της κυριαρχίας του στα πανευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν και πολλά ιστορικά παραδείγματα ενοποίησης ανά τον κόσμο που άλλοτε συμφωνούν και άλλοτε διαψεύδουν τις θεωρητικές προσεγγίσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μερικά από τα δημοφιλέστερα παραδείγματα ενοποίησης και λειτουργίας ενός ομοσπονδιακού τύπου κράτους ήταν με χρονολογική σειρά η ίδρυση των Η.Π.Α. (1776) και η ενοποίηση της Γερμανίας (1871).
Το πρώτο παράδειγμα, αυτό της ίδρυσης των Η.Π.Α., μοιράζεται αρκετά κοινά με το ευρωπαϊκό εγχείρημα, καθώς τη βάση για την ολοκλήρωση αποτέλεσε και εκεί η τάση προς τον φιλελευθερισμό, με οικονομικές αλλά και κοινωνικές πτυχές. Στην περίπτωση των Η.Π.Α. προτάσσονται οι οικονομικές διεκδικήσεις και ακολουθούν οι πολιτικές και κοινωνικές. Πιο συγκεκριμένα, την πρώτη αφορμή για συλλογική δράση των τότε αποικιών του Ηνωμένου Βασιλείου αποτέλεσε η βαρύτατη φορολογία που επιβλήθηκε από το βρετανικό κοινοβούλιο στις αποικίες, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των νομοθετικών θεσμών των τελευταίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ψήφιση του «Stamp Act» το 1765 (ένα είδος σφραγίδας επικύρωσης και νομιμοποίησης δημοσίων εγγράφων ή και παιγνιόχαρτων, η απόκτηση της οποίας προϋπέθετε την καταβολή φόρου). Το γεγονός πως τα νομοθετικά σώματα των αποικιών παρακάμφθηκαν, σε συνδυασμό με την απόφαση του βρετανικού κοινοβουλίου πως οι φόροι θα καταβάλλονταν υποχρεωτικά σε βρετανικές στερλίνες τις οποίες οι άποικοι στην πλειοψηφία τους δεν διέθεταν, οδήγησε αντιπροσώπους από εννέα αποικίες στην πρώτη σύσκεψη μεταξύ αποικιών.
Το «Stamp Act Congress», όπως ονομάστηκε η σύσκεψη, αποφάσισε πως ενώ το βρετανικό κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα παρέμβασης και ρύθμισης του αποικιακού εμπορίου, δεν έχει τη δυνατότητα να φορολογεί τις αποικίες, εφόσον οι τελευταίες δεν έχουν πολιτική εκπροσώπηση στο σώμα. Το Ηνωμένο Βασίλειο αγνόησε τις διαμαρτυρίες και προχώρησε σε εφαρμογή του νομοσχεδίου. Μετά, όμως, από έντονες και πολλές φορές βίαιες αντιδράσεις των αποικιών, το βρετανικό κοινοβούλιο αναγκάστηκε το επόμενο έτος να αποσύρει το νομοσχέδιο και να ψηφίσει λίγο αργότερα ένα νέο, με βάση το οποίο το Κοινοβούλιο και το Στέμμα είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα άσκησης νομοθετικής εξουσίας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς την Αμερικανική Επανάσταση του 1776 που οδήγησε στην ανεξαρτησία των 13 αποικιών, οι οποίες αργότερα αναγνωρίστηκαν επίσημα ως ανεξάρτητες με την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού του 1783 εγκαθιδρύοντας έτσι τις Η.Π.Α., με την επικύρωση του πρώτου Συντάγματος να ακολουθεί το 1787.
Μέχρι να λάβουν τη σημερινή τους μορφή οι Η.Π.Α. φάνηκαν να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στη διεύρυνση από ότι στην εμβάθυνση της ολοκλήρωσής τους. Άλλες φορές με ειρηνικές μεθόδους και άλλες φορές με βίαιες επεκτατικές εκστρατείες, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπλώθηκαν από τις ακτές του Ατλαντικού ως τις ακτές του Ειρηνικού. Η ιδεολογία αυτή της επέκτασης των Η.Π.Α. κατά μήκος της αμερικανικής ηπείρου ονομάστηκε «Manifest Destiny», δικαιολογώντας τις επεκτατικές τάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών ως την προκαθορισμένη μοίρα των Η.Π.Α. να επικρατήσουν στην ήπειρο, συνδέοντας τους δύο ωκεανούς. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η αγορά της Γαλλικής Λουιζιάνα (1803) επί προεδρίας Τόμας Τζέφερσον, η αγορά της Αλάσκας από τη Ρωσία (1867) επί προεδρίας Άντριου Τζόνσον. Δεν πρέπει, ωστόσο, να λείπουν και οι περιπτώσεις βίαιης προσάρτησης εδαφών όπως η εκδίωξη των Ιθαγενών επί προεδρίας Άντριου Τζάκσον τη δεκαετία του 1930 από την κεντρική και νότια χώρα ώστε να προσαρτήσει τα ελάχιστα εδάφη που διατηρούσαν οι τελευταίοι στον Νότο, αλλά και η αυθαίρετη ενσωμάτωση του Τέξας που προκάλεσε τον Αμερικανομεξικανικό Πόλεμο (1846-1848), με αποτέλεσμα την προσάρτηση επιπλέον εδαφών στην Καλιφόρνια. Αυτή η έντονη προσπάθεια εδαφικής επέκτασης δημιούργησε σημαντικά ζητήματα εμβάθυνσης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμη και σήμερα περιπτώσεις όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντιμετωπίζει δυσκολίες στην επιβολή ομοσπονδιακών νόμων, γεγονός που οδήγησε ακόμη και στην σύρραξη ανάμεσα σε πολιτείες σύμφωνες με την απαγόρευση της δουλείας και άλλες αντίθετες με αυτό.
Το παράδειγμα της ενοποίησης της Γερμανίας, το 1871, αν και διαφέρει σημαντικά με το σύγχρονο ευρωπαϊκό εγχείρημα ενοποίησης ως προς την οργάνωση και τη λειτουργία της ομοσπονδίας, έχει σημαντικά κοινά ως προς τα κίνητρα για την ολοκλήρωση, με κυριότερο την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή. Είναι γνωστό πως η Γερμανική Αυτοκρατορία ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης των τριών κυρίαρχων κρατών της ευρύτερης περιοχής, της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Πρωσίας. Η πορεία προς την ενοποίηση παρουσιάζει αρχικά την Πρωσία ως σχετικά απομονωμένη, όπως φαίνεται από την απόφαση της Βουλής της Γερμανικής Συνομοσπονδίας στις 14 Ιουνίου του 1866, με την οποία τα γερμανικά κρατίδια καταδικάζουν την προσάρτηση των κρατιδίων Σλέσβιχ και Χόλσταϊν από την Πρωσία και ψηφίζουν υπέρ της κινητοποίησης των στρατευμάτων εναντίον της.
Ο Πόλεμος Αυστρίας-Πρωσίας ανέδειξε την Πρωσία ως κυρίαρχη και επέτρεψε την ίδρυση της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας υπό την ηγεμονία της. Έχοντας ξεκαθαρίσει πως η Αυστρία δεν θα είχε θέση στην ενοποιημένη Γερμανία, το μόνο που έλειπε ώστε να ολοκληρωθεί το φιλόδοξο σχέδιο της Πρωσίας ήταν μια ανοιχτή σύγκρουση με την Γαλλία, ώστε κρατίδια όπως αυτά της Βαυαρίας, της Βάδης, της Έσσης κ.α. να αναζητήσουν την προστασία και τη συμμαχία με την Πρωσία. Ο Γαλλοπρωσικός (1870) υποκινήθηκε από τις ενέργειες του Ότο φον Μπίσμαρκ, και ανέδειξε και πάλι της Πρωσία κυρίαρχη. Έτσι, ενάντια στις αρχικές πιθανότητες, η Πρωσία κατάφερε να δημιουργήσει εξωτερικές απειλές, αναγκάζοντας τα γερμανικά κρατίδια να δουν την ολοκλήρωση ως μόνη διέξοδο προς την ασφάλεια και την ειρήνη.
Η σημερινή Ευρώπη γνωρίζει αρκετά και από οικονομικές και από γεωστρατηγικές κρίσεις. Όπως προκύπτει από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι έννοιες της ασφάλειας, της ειρήνης, της δημοκρατίας είναι μεταξύ των θεμελιωδών αρχών και αξιών της Ε.Ε. και των θεσμών της. Στις 28 Απριλίου του 2022, διακόσιες προσωπικότητες από τον πολιτικό χώρο και όχι μόνο υπέγραψαν ένα άρθρο γνώμης, το οποίο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Ώρα για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Το άρθρο περιγράφει τις προκλήσεις που πρόκειται να συναντήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενώ παράλληλα προτείνει κάποια βασικά επόμενα βήματα. Όσο πιο πολύπλοκη και σύνθετη γίνεται η καθημερινότητα των ανθρώπων, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη υπάρχει για περαιτέρω συνεργασία και άρα ενοποίηση. Όσο μεγαλύτερες είναι οι απειλές που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, τόσο περισσότερο πλησιάζει η ώρα για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
Πηγές:
- Μπαμπαλιούτας Π. Λάμπρος, Μητσόπουλος Σπ. Κωνσταντίνος. (2014). Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και Περιφερειακή Πολιτική της Ε.Ε. Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ Α.Ε.
- Shane Mountjoy. (2009). Manifest Destiny: Westward Expansion. Infobase Publishing.
- Burns M. Edward. (2020). Ευρωπαϊκή Ιστορία – Ο Δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι. Εκδόσεις επίκεντρο.
- The Stamp Act, 1765. The Gilder Lehrman Institute of American History. Διαθέσιμο σε: https://www.gilderlehrman.org/history-resources/spotlight-primary-source/stamp-act-1765
- Daniel Feller. 1767-1845 Andrew Jackson. University of Virginia, Miller Center. Διαθέσιμο σε: https://millercenter.org/president/jackson
- Elizabeth R. Varon. 1808-1875 Andrew Johnson. University of Virginia, Miller Center. Διαθέσιμο σε: https://millercenter.org/president/johnson
- Peter Onuf. 1743-1826 Thomas Jefferson. University of Virginia, Miller Center. Διαθέσιμο σε: https://millercenter.org/president/jefferson
- Roberto Castaldi, Yves Bertoncini, Άννα Διαμαντοπούλου, Ulrike Guerot, Daniel Innerarity. (2022). Time for the United States of Europe. Euractiv. Διαθέσιμο σε: https://www.euractiv.com/section/future-eu/opinion/time-for-the-united-states-of-europe/
Πηγή Εικόνας: Nextdeal. Διαθέσιμο σε: https://www.nextdeal.gr/asfalistis/ekpaideysi/115624/thesmoi-epikoinonia-kai-eyropaiki-oloklirosi-neo-metaptyhiako-programma