Γράφει η Αθηνά Φατσέα
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι διεκδικήσεις πολιτιστικών αγαθών από κράτη και αυτόχθονες πληθυσμούς πολλαπλασιαστήκαν και είχαν μεγάλη απήχηση στα διεθνή μέσα, την κοινή γνώμη και τη διεθνή νομική κοινότητα. Έτσι, διαμορφώθηκαν δύο προσεγγίσεις ως προς την ιδιοκτησία των πολιτιστικών αγαθών· ο πολιτιστικός διεθνισμός και ο πολιτιστικός εθνικισμός. Οι θιασώτες του πολιτιστικού διεθνισμού υποστηρίζουν την ιδέα ότι είναι προς το συνολικό συμφέρον η διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών, όπου και αν αυτά βρίσκονται. Επομένως, τα πολιτιστικά αγαθά ανήκουν στην παγκόσμια κοινότητα και η χώρα με τους καλύτερους πόρους για τη διαφύλαξή τους θα πρέπει να τα διατηρήσει στην κατοχή της. Από την άλλη, οι πολιτιστικοί εθνικιστές πιστεύουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενός έθνους πρέπει να βρίσκεται εντός των συνόρων του έθνους όπου δημιουργήθηκε. Οι εθνικιστές τονίζουν τα εθνικά συμφέροντα, τις αξίες και την υπερηφάνεια, και υποστηρίζουν ότι τα πολιτιστικά αγαθά είναι σημαντικά για την κοινή ταυτότητα μιας κοινότητας.
Στο διεθνές δικαιικό σύστημα για την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει η Σύμβαση της Χάγης για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίοδο ενόπλων συρράξεων (1954), η Σύμβαση της UNESCO για τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών (1970), και η Σύμβαση UNIDROIT για τα κλαπέντα ή τα παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά (1995). Ωστόσο, οι προαναφερθείσες συμβάσεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ για τα αγαθά που είχαν αποκτηθεί παλαιότερα και εκτίθενται τώρα σε μουσεία στο έδαφος ξένων κρατών.
Για την επίλυση διαφορών στο πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα ενδιαφερόμενα κράτη δύνανται να προσφύγουν είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αν πρόκειται για διακρατικές διαφορές, είτε στα εθνικά δικαστήρια, αν πρόκειται για ιδιώτες. Παράλληλα, τα κράτη ακολουθούν συχνά εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών τους. Επ’ αυτού, είναι ιδιαίτερα σημαντικό πως οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών (π.χ. διαιτησία, διαμεσολάβηση κ.ά.) λαμβάνουν υπόψη και άλλες παραμέτρους, πέρα από τις νομικές, όπως είναι οι ηθικές, οι κοινωνικές, οι επιστημονικές και οι ανθρωπιστικές παράμετροι.
Ταυτόχρονα, η πολιτιστική διπλωματία δύναται να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε ένα κράτος να προασπίσει τα εθνικά του συμφέροντα σε διεθνές επίπεδο, στη βάση του πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, καλύπτει κάθε είδους πολιτιστική ανταλλαγή και συνεργασία μεταξύ κρατών, όπως εκθέσεις, δάνεια, ανταλλαγή τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης, συνδυαστική έρευνα και συντονισμό της πολιτιστικής πολιτικής και των πολιτικών. Οι ανταλλαγές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο διαπραγμάτευσης, ώστε να ασκηθεί πίεση για την επίλυση των αξιώσεων πολιτιστικής κληρονομιάς ή ως μέσο για την παγίωση ενός θετικού κλίματος, στη βάση του οποίου μπορούν να ικανοποιηθούν τέτοιες αξιώσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιστροφή ενός αντικειμένου μπορεί να δημιουργήσει μια σχέση συνεργασίας και πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ κρατών.
Τελευταία, έχει σημειωθεί μία στροφή υπέρ της επιστροφής αρχαιοτήτων, ενώ όλο και περισσότερα κράτη κυρώνουν τις διεθνείς συνθήκες. Προς επίρρωση αυτού, τα «Χάλκινα του Μπενίν» επεστράφησαν στη Νιγηρία από τη Γερμανία και τη Γαλλία, καθώς και από τα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Αμπερντίν. Παράλληλα, τα μουσεία υιοθετούν προαιρετικά μέτρα, ώστε να διασφαλίσουν τη νόμιμη προέλευση των εκθεμάτων τους, ενώ στα εγχειρίδια πολιτικής και τα δελτία τύπου μεγάλων οργανισμών γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη Σύμβαση της UNESCO και σε ελέγχους προέλευσης.
Κατεξοχήν παράδειγμα διεκδίκησης της επιστροφής πολιτιστικών αγαθών αποτελεί το ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα, το οποίο επαναφέρεται διαρκώς στον δημόσιο διάλογο τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αδιαμφισβήτητα, το περί ον ο λόγος ζήτημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο και έχει διεθνείς προεκτάσεις, καθώς εκκρεμούν αντίστοιχες υποθέσεις κατοχής πολιτιστικών αγαθών, που σήμερα εντοπίζονται σε μουσεία και εκθέσεις κρατών διαφορετικών από εκείνα με τα οποία συνδέονται με δεσμούς πολιτιστικής δημιουργίας και κληρονομιάς.
Από το 1801 έως το 1804, ο Έλγιν απέσπασε συνολικά 253 γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη, αγγεία, χάλκινα σκεύη, ηλιακά ρολόγια κ.ά. Από τον Παρθενώνα, αφαιρέθηκαν 96 ακέραια ή ακρωτηριασμένα γλυπτά, ήτοι το μισό περίπου του γλυπτού του διακόσμου, τα οποία μεταφέρθηκαν σταδιακά στην Αγγλία, με σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση τους. Το 1815, ο Έλγιν ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση να αγοράσει τις ελληνικές αρχαιότητες. Προς αυτόν τον σκοπό, το 1816, συστήθηκε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, η οποία πρότεινε την αγορά των μαρμάρων έναντι 35.000 λιρών Αγγλίας, όπως και έγινε. Μετά την αγορά, τα γλυπτά παραδόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Η ανεξαρτησία της Ελλάδας ακολούθησε σχετικά σύντομα μετά τις αφαιρέσεις των γλυπτών και το νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος ασχολήθηκε αμέσως με το ζήτημα της αναστήλωσης της Ακρόπολης. Το 1835, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα την επιστροφή των παρανόμως εξαχθέντων έργων, για τα οποία το Βρετανικό Μουσείο έχει παραχωρήσει γύψινα αντίγραφα. Έπειτα, τα έτη 1842, 1924, 1927, 1941 και 1961, νέα αιτήματα επιστροφής υποβλήθηκαν από τις ελληνικές αρχές, την Ακαδημία Αθηνών, τον δήμαρχο της Αθήνας, ειδικούς και άλλους φορείς.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και έπειτα, το εν λόγω ζήτημα τέθηκε από την ελληνική πλευρά με μεγαλύτερη ένταση. Ειδικότερα, το 1982, κατατέθηκε αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή των γλυπτών στη Γενική Διάσκεψη για την Πολιτιστική Πολιτική στο Μεξικό, στο πλαίσιο της UNESCO. Η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε, με τη μορφή σύστασης. Παρότι η απόφαση της Διάσκεψης δεν ήταν δεσμευτική για τη Μ. Βρετανία, αποτέλεσε μια πράξη μείζονος πολιτικής σημασίας, καθώς ήταν η πρώτη φορά που εκπρόσωποι άλλων χωρών τάσσονταν υπέρ της επιστροφής των γλυπτών.
Τον Οκτώβριο του 1983, η Ελλάδα κατέθεσε νέο αίτημα για την επιστροφή των γλυπτών, το οποίο απορρίφθηκε λίγους μήνες αργότερα από τη βρετανική πλευρά. Το 1984, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε επίσημο αίτημα στην UNESCO, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην ημερήσια διάταξη της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Προώθηση της Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών (ICPRCP). Από το 1987 και έκτοτε, το ζήτημα των μαρμάρων του Παρθενώνα αποτελεί μέρος της ημερήσιας διάταξης των θεμάτων της UNESCO και συζητείται ανά διετία στις συναντήσεις της Επιτροπής.
Κατά τη δεκαετία του 1990, το ζήτημα απέκτησε έναν πιο έντονα δημόσιο χαρακτήρα, καθώς διευρύνθηκε η συζήτηση γύρω από αυτό, με τη συμμετοχή ενός ολοένα μεγαλύτερου κοινού. Έτσι, δημιουργήθηκαν κινήματα και επιτροπές για την επιστροφή των γλυπτών σε διεθνές επίπεδο, ενώ διενεργήθηκαν θετικά διακείμενες προς την επιστροφή δημοσκοπήσεις, ακόμα και στη Βρετανία. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι διάσημοι άρχισαν να ασχολούνται ενεργά με το θέμα, τονίζοντας την ανάγκη επιστροφής των γλυπτών και ασκώντας επιρροή στο κοινό.
Το 1998, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε δήλωση υπέρ της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα. Ακολούθως, το 1999, η UNESCO ενέκρινε σύσταση για τη διεξαγωγή διμερών συνομιλιών μεταξύ της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου και της Διακυβερνητικής Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων της, το 1989, το 1991, το 1994, το 1996, το 1999, το 2011, το 2016 και το 2021, ενέκρινε συστάσεις με τις οποίες καλούσε σε φιλικό διακανονισμό τις δύο πλευρές. Μάλιστα, το 2021, πέρα από τη σύσταση, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση αποκλειστικά για το ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα, με την οποία αναγνωρίζεται το δίκαιο αίτημα της ελληνικής πλευράς και καλείται το Ηνωμένο Βασίλειο να προσέλθει σε διάλογο με την Ελλάδα.
Στις αρχές της νέας χιλιετίας, η ελληνική κυβέρνηση διατίθετο να παραβλέψει το θέμα της κυριότητας των γλυπτών, προκειμένου αυτά να επανέλθουν στην Ελλάδα και να επανενωθούν με τα υπόλοιπα, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Έτσι, πρότεινε τον δανεισμό τους, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Ωστόσο, το Βρετανικό Μουσείο και η κυβέρνηση δεν έδειξαν καμία πρόθεση να μετάσχουν σε διάλογο με την ελληνική πλευρά πάνω σε αυτήν τη βάση.
Μέχρι σήμερα, το Βρετανικό Μουσείο έχει προβεί σε ιδιαίτερα προκλητικές ενέργειες. Πέρα από το σκάνδαλο του 1938, αναφορικά με τη διαδικασία καθαρισμού των γλυπτών, αποκαλύφθηκε το 1999 πως το Βρετανικό Μουσείο ενοικίαζε συστηματικά έναντι υψηλού αντιτίμου αίθουσες για κοσμικές δεξιώσεις και δείπνα, στις οποίες φυλάσσονταν αιγυπτιακές αρχαιότητες, το μνημείο των Νηρηίδων και τα γλυπτά του Παρθενώνα. Ακόμα, το 2014, δάνεισε το ακέφαλο άγαλμα του θεού Ιλισού —ένα από τα γλυπτά του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο Έλγιν— στο ρωσικό Μουσείο Ερμιτάζ, για τη συμπλήρωση 250 χρόνων λειτουργίας του, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από την ελληνική πλευρά, η οποία υποστήριξε ότι έτσι κάμπτεται μια ακόμα απόλυτη θέση της βρετανικής πλευράς, ότι δηλαδή τα γλυπτά δεν πρόκειται να μετακινηθούν ποτέ.
Έναν χρόνο αργότερα, το 2015, η βρετανική κυβέρνηση και το Βρετανικό Μουσείο αρνήθηκαν εκ νέου την επιστροφή των γλυπτών και τη διαμεσολάβηση της UNESCO. Το Βρετανικό Μουσείο, με επιστολή του στον διεθνή οργανισμό απέρριψε την πρόταση διαμεσολάβησης, ενώ για νόμιμη κατοχή των γλυπτών έκαναν λόγο σε ξεχωριστή επιστολή τους, επίσης προς την UNESCO, οι Βρετανοί υπουργοί Πολιτισμού και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Επ’ αυτού, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η Duveen Gallery, όπου εκτίθενται οι ελληνικές αρχαιότητες, παραμένει κλειστή για το κοινό, λόγω εργασιών για την αποκατάσταση των φθορών της.
Παρά την αρνητική στάση της βρετανικής κυβέρνησης, η εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης των τελευταίων ετών, σχετικά με το θέμα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, έχει ήδη τελεσφορήσει. Αρχικά το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, και, στη συνέχεια, η Προεδρία της Ιταλικής Δημοκρατίας και το κράτος του Βατικανού, προέβησαν σε κινήσεις μεγάλης συμβολικής αξίας, με την επιστροφή θραυσμάτων από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, δίνοντας το έναυσμα στη διεθνή κοινότητα.
Συνοψίζοντας, η εξωδικαστική οδός ενδείκνυται για την επίλυση ζητημάτων επιστροφής πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης, δεδομένου ότι λαμβάνει υπόψη και άλλες παραμέτρους, πέραν των νομικών, και ότι οι περισσότερες σχετικές υποθέσεις δεν καλύπτονται θεσμικά, λόγω των χρονικών περιορισμών και της έλλειψης αποδείξεων. Εν προκειμένω, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να δεσμευτούν για τη διεξαγωγή γόνιμου διαλόγου, επί τη βάσει του οποίου δύναται να προκύψει μία αμοιβαία αποδεκτή λύση. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει τη συνεργασία, την καλή πίστη και την ισχυρή θέληση των μερών. Ο εν λόγω συμβιβασμός μπορεί να επιτευχθεί είτε στο πλαίσιο ενός διεθνούς οργανισμού είτε σε αμιγώς διμερή βάση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, προς όφελος τόσο των κρατών όσο και της διεθνούς κοινότητας.
Αναντίρρητα, η υπόθεση της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα συνιστά ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, όπως μαρτυρά και η μακροχρόνια διεκδίκησή τους. Εντούτοις, δεδομένης της μοναδικότητας του μνημείου και του ειδικού βάρους που φέρει ως εθνικό σύμβολο, η ελληνική πολιτική πρέπει να ενισχύσει τις προσπάθειες για την ικανοποίηση του αιτήματος της επιστροφής των γλυπτών. Η ολοένα εντεινόμενη θετική στάση των Βρετανών πολιτών, δη των νέων, αλλά και της διεθνούς κοινότητας εν γένει, προς αυτήν την κατεύθυνση, μόνο αισιοδοξία μπορεί να δημιουργήσει. Έστω και με μακρόπνοο ορίζοντα ευόδωσης, οι αντιστάσεις της βρετανικής πλευράς ενδέχεται βαθμηδόν να καμφθούν και να μετακινηθεί από την αδιάλλακτη στάση της προς την εύρεση κοινού εδάφους με την Ελλάδα.
Πηγές
Βέργου, Μ. (2020) Ο επαναπατρισμός των πολιτιστικών αγαθών ως διεθνές έθιμο, , Επανένωση Μνημείων και τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, τόμος 68/2020, τ. 6 Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2020, σ. 1224-1237.
Ζερβάκη, Α. (2016) Ειδικές πτυχές των διεθνών σχέσεων: Η περίπτωση της πολιτιστικής διπλωματίας, στο Διπλωματικό και Προξενικό Δίκαιο: Κοινοβουλευτική, πολιτιστική, οικονομική και επιχειρηματική διπλωματία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 175.
Κόρκα, Α. (2009) Το ζήτημα της επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα στο πλαίσιο της νέας διεθνούς πρακτικής επιστροφής πολιτιστικών αγαθών, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα: Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Μουσταΐρα, Ε. (2011) Η Σημασία της Επιστροφής των Πολιτιστικών Αγαθών, στο Προστασία και Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών, Αθήνα 10.12.2010, Αμφιθέατρο Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 136-140.
Μπουτσιούκη, Σ. (2015) Πολίτικες, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις της Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πολιτιστική Διπλωματία, Ελληνικές και Διεθνείς Διαστάσεις, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα, σ. 144.
Roehrenbeck, C. (2010) Repatriation of Cultural Property–Who Owns the Past? An Introduction to Approaches and to Selected Statutory Instruments, International Journal of Legal Information: Vol. 38: Iss. 2, Article 11, pp. 185-190, 198.
Stamatoudi, I. (2011) Cultural Property Law and Restitution. A Commentary to International Conventions and European Union Law, IHC Series in Heritage Management, Edward Elgar Publishing, pp. 208-209.
Κόρκα, Α. Το χρονικό της αφαίρεσης, Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, Διαθέσιμο στο: https://melinamercourifoundation.com/τα-γλυπτά-του-παρθενώνα/το-χρονικό-της-αφαίρεσης/ (Ημερομηνία επίσκεψης: 15 Δεκεμβρίου 2021).
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Το χρονικό της διεκδίκησης, Διαθέσιμο στο: https://www.culture.gov.gr/el/parthenonas/SitePages/view.aspx?iID=6 (Ημερομηνία επίσκεψης: 18 Δεκεμβρίου 2021).
Dimaras, G. (2016) The Parthenon Marbles debate: Legal arguments for and against their return, Available at: https://www.dimarasg.gr/2016/05/the-parthenon-marbles-debate/ (Accessed 18 December 2021).
Πηγή εικόνας: https://www.eurocapital.gr/permalink/130942.html